Η πανδημία ως διακύβευμα (και άσκηση) πειθαρχίας
Απαρέγκλιτη πειθαρχία στα κρατικά μέτρα ή ανεύθυνη και αντικοινωνική εκδοχή της ατομικής ελευθερίας. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. εξαρχής προσπάθησε να μας πείσει ότι η εξέλιξη της πανδημίας είναι κάτι που διακυβεύεται απόλυτα από το παραπάνω δίπολο.
Έτσι, επιχείρησε να υποβαθμίσει την ευθύνη του κράτους για ουσιαστική και μακροπρόθεσμη ενίσχυση του δημόσιου συστήματος υγείας καθώς και για καθολική στήριξη των αυτοαπασχολούμενων και εργαζομένων που να εκτείνεται από τα μέτρα προστασίας στη δουλειά και την εντατικοποίηση των ελέγχων τήρησης της εργατικής νομοθεσίας μέχρι την καθολική απαγόρευση απολύσεων και την επιδότηση μισθού.
Και αυτό διότι βασικό μέλημά της πέραν του περιορισμού της εξάπλωσης του ιού ήταν να διατηρήσει τις λαϊκές προσδοκίες στα επίπεδα προ πανδημίας και να αποφύγει την καταφυγή σε δαπανηρές και ταξικά μεροληπτικές υπέρ των κατώτερων στρωμάτων πολιτικές στον τομέα της υγείας και της εργασίας.
Την ίδια στιγμή όμως, αυτό που ο πρωθυπουργός ονομάζει «νέα εμπιστοσύνη» στον κρατικό μηχανισμό δεν αφορά παρά την προσπάθεια καλλιέργειας μιας νέας πειθαρχικής σχέσης με τα κατώτερα στρώματα, η οποία θα εμπεριέχει πολύ περισσότερα στοιχεία «τυφλής» πειθαρχίας και πολύ περισσότερη νομιμοποίηση του κράτους να παρεμβαίνει σε πλευρές της κοινωνικής ζωής.
Εν ολίγοις, ενώ η πειθαρχία ήταν και είναι ένα υπαρκτό ζητούμενο της πανδημίας, μας δίνει δύο νήματα από τα οποία μπορούμε να πιαστούμε: αυτό της λαϊκής αλληλέγγυας αυτοπειθαρχίας που συμπυκνώνεται στο «ο λαός σώζει τον λαό» και αυτό της πολιτικής αξιοποίησης της αναγκαίας πειθαρχίας εντός πανδημίας από πλευράς κράτους για την επίθεση σε κοινωνικά δικαιώματα και ελευθερίες. Μια επίθεση η οποία μπορεί να πραγματοποιείται με «υγειονομικό προσωπείο» εντός πανδημίας αλλά στοχεύει στον πυρήνα των δικαιωμάτων αυτών και προσβλέπει εμφανώς στο μετά την πανδημία διάστημα.
«Ό,τι γουστάρουν» κάνουν οι καπιταλιστές
Μετά τα παραπάνω, οφείλει να καταστεί σαφές το εξής: Με όσα συνέβησαν σε Αγία Παρασκευή και Κυψέλη δεν καλούμαστε να πάρουμε θέση μεταξύ αφενός μιας αντικοινωνικής εκδοχής ατομικής ελευθερίας και αφετέρου της κρατικής εξουσίας.
Πρέπει να είναι σαφές ότι η αντίθεση στην κρατική εξουσία και στις ασκούμενες πολιτικές εντός πανδημίας δεν μπορεί να φτάνει μέχρι το σημείο της πλήρους αμφισβήτησης ή αγνόησης των υγειονομικών μέτρων και του «να κάνουμε ό,τι γουστάρουμε» εις βάρος του κοινωνικού συνόλου. Τέτοιου τύπου αντικοινωνικότητα προσιδιάζει στην τάξη των καπιταλιστών, ενώ μια τέτοιου τύπου θεώρηση της ατομικής ελευθερίας είναι άμεσα επηρεασμένη από την καπιταλιστική ιδεολογία και γι’ αυτό απαντάται πολύ συχνά και σε μικροαστικά στρώματα (π.χ. αυτοαπασχολούμενους, μικρομεσαία επιχειρηματικότητα κ.λπ.).
Συνεπώς, η υγειονομική αυτοπειθαρχία που επέδειξε σε συντριπτικό βαθμό ο ελληνικός λαός το προηγούμενο διάστημα δεν πρέπει να νοείται ως ταπεινωτική υποταγή στο κράτος αλλά ως κοινωνική αλληλεγγύη στον συνάνθρωπό μας και το υγειονομικό προσωπικό.
Η αστυνομική επίθεση στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη
Το θέμα λοιπόν δεν (πρέπει να) είναι να υπερασπιστούμε την ατομική επιθυμία οποιουδήποτε μέχρι τέλους. Για κάθε λογικό, σώφρονα και στοιχειωδώς δημοκρατικό πολίτη, το θέμα είναι άλλο: Στις 8.5 στην Κυψέλη είχαμε μια κτηνώδη λυσσασμένη αστυνομική επιχείρηση που ήταν πέραν κάθε υγειονομικού σκοπού. Αντιθέτως, όλα δείχνουν ότι η επίθεση αυτή και έρχεται από πολύ μακριά (την πολιτική παράδοση της μετεμφυλιακής δεξιάς) και βλέπει πολύ μακριά (στη νέα πιο πειθαρχημένη κανονικότητα).
Καταρχάς είχε πολιτική προετοιμασία: Ήδη από πριν, στον ΣΚΑΪ, χρεωνόταν ο χώρος της αριστεράς (γενικώς κι αορίστως) διοργάνωση συγκέντρωσης στην πλατεία Αγίου Γεωργίου (πράγμα που δεν ίσχυε), ενώ και μετά την επίθεση ο κυβερνητικός εκπρόσωπος υποστήριξε ότι η συνάθροιση κόσμου στις πλατείες εντάσσεται στο πλαίσιο «επαναστατικής γυμναστικής ορισμένων χώρων».
Η περιοχή μάλιστα περικυκλώθηκε από την αστυνομία με στόχο την εξασφάλιση συλλήψεων. Δεν επρόκειτο άρα για μια αστυνομική επιχείρηση που σκοπό είχε τη διάλυση του κόσμου στην πλατεία, αλλά τη συμπλοκή και τη σύλληψη.
Η επίθεση της αστυνομίας έγινε αιφνιδιαστικά και σε συνθήκες πρόκλησης πανικού στον παρευρισκόμενο κόσμο, αφού πρώτα κλείσανε τα φώτα της πλατείας ενώ δεν προηγήθηκε καμία σύσταση ή προειδοποίηση. Και αυτό το τελευταίο είναι πολύ σημαντικό προκειμένου να κρίνει κανείς τις προθέσεις: Ακόμα κι αν δεχόμασταν ότι κακώς ήταν ο κόσμος συναθροισμένος εκεί, ακόμα και σε αυτή την περίπτωση έπρεπε να δοθεί η ευκαιρία στον κόσμο να φύγει, να διαλυθεί οικειοθελώς. Δεν μπορεί να γίνεται απροειδοποίητη επίθεση με χημικά και ξύλο σε ένα πλήθος μέσα στο οποίο υπήρχαν μέχρι και έγκυες γυναίκες!
Περιττό να πει κανείς ότι πολύς κόσμος, είτε ανήκει στους συλληφθέντες είτε όχι, ξυλοκοπήθηκε άγρια, κατά τη συνήθη πρακτική που πλέον έχει κάνει γνωστά τα ΜΑΤ και τις δυνάμεις καταστολής όχι μόνο στην Αθήνα αλλά και στην ακριτική Χίο και Λέσβο.
Η αποποίηση των ευθυνών για την επανεκκίνηση της οικονομίας και η ενοχοποίηση της αριστεράς
Άρα τι μας λένε όλα αυτά; Πολιτικοί, ιδεολογικοί και επικοινωνιακοί είναι οι λόγοι των όσων έγιναν στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη. Η κυβέρνηση της Ν.Δ. επιχειρεί να παρουσιάσει τον χώρο της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς ως πολιτικό εκπρόσωπο της αντικοινωνικής ανεύθυνης «ελευθεριακότητας» και να τον καταστήσει a priori υπαίτιο μιας οποιασδήποτε μελλοντικής έξαρσης της πανδημίας. Μαζί προφανώς κατηγορεί και τα ανεύθυνα ατίθασα νιάτα των πλατειών.
Δεν είναι δύσκολο να μαντέψει κανείς γιατί γίνονται όλα αυτά. Ανεξάρτητα με το αν οι υγειονομικοί δείκτες συνηγορούσαν σε μια τέτοια επιλογή, η ελληνική κυβέρνηση προέβη στο «ξεκλείδωμα» από την καραντίνα με βασικό κίνητρο την επανεκκίνηση της οικονομίας και άρα τη μείωση των κρατικών δαπανών και την επαναλειτουργία των επιχειρήσεων, γνωρίζοντας πως η επιλογή αυτή ενέχει ρίσκο πιθανής αναζωπύρωσης της μετάδοσης του ιού.
Σε αυτή τη συνθήκη οι πλατείες δεν είναι προφανώς κάποιος κλίβανος όπου δεν κολλάει ο ιός. Το ίδιο όμως ισχύει και για τους χώρους δουλειάς και τα ΜΜΜ, τις δημόσιες υπηρεσίες, τα σχολεία, τις σχολές, τις τουριστικές επιχειρήσεις και τα φεστιβάλ με 40% πληρότητα (όπως συζητείται).
Αυτό που παρατηρούμε άρα είναι η προσπάθεια μετακύλισης του ρίσκου αναζωπύρωσης της πανδημίας από την κυβέρνηση στον λαό και από την επανεκκίνηση της οικονομίας σε συγκεκριμένες μόνο πλευρές της κοινωνικής ζωής οι οποίες και επιλεκτικά καταστέλλονται.
Η επιλεκτική καταστολή απέναντι στους ελεύθερους δημόσιους χώρους λαμβάνει χώρα διότι αυτού του τύπου η κοινωνικότητα κινείται πρώτον πέρα από τη λογική της αγοράς, δεύτερον πέρα από τα πολιτικά πρότυπα κοινωνικοποίησης του κυβερνώντος κόμματος και τρίτον σε μια επικίνδυνη τριβή με εγχειρήματα πολιτικής αμφισβήτησης και κοινωνικής αντίστασης.
Και τι να κάνουμε;
Είναι σαφές ότι η επιστροφή στην κανονικότητα πρώτον δεν είναι επιστροφή, και δεύτερον δεν είναι «σε κανονικότητα». Πολύ περισσότερο είναι μια πολιτική διαδικασία μετάβασης σε μια ένα κατάσταση με όσο το δυνατόν διατήρηση ή και καλυτέρευση της θέσης του κεφαλαίου έναντι των δυνάμεων της εργασίας.
Απέναντι σε αυτή την «επιστροφή» στη «βαρβαρότητα από την οποία δεν φύγαμε ποτέ», πρέπει να αντιτάξουμε την αλληλεγγύη μεταξύ των πληττόμενων και τη διεκδίκηση για μια άλλη πολιτική στον τομέα της υγείας και της εργασίας, που θα βάλλει κατά της εξουσίας και του πλούτου του κεφαλαίου και θα δυναμώνει τη θέση του εργαζόμενου κόσμου.
Η εξυπηρέτηση των παραπάνω είναι βασική προϋπόθεση για να δοθεί και η επικοινωνιακή μάχη απέναντι στην κυβέρνηση και να αποσοβηθεί μια άνευ προηγουμένου στοχοποίηση της ριζοσπαστικής, επαναστατικής αριστεράς και μια προσπάθεια a priori ενοχοποίησής της για μια πιθανή νέα φάση έξαρσης της πανδημίας.
Την ίδια στιγμή δεν μπορούμε να αφήσουμε να «επιστρέψει στην κανονικότητα» μόνο εκείνο το κομμάτι της ύπαρξής μας που αφορά την κίνηση των γραναζιών της οικονομίας. Δεν μπορεί η «επιστροφή στην κανονικότητα» να κάνει πλήρως αποδεκτό τον κίνδυνο που θέτει η επαναλειτουργία της οικονομίας και να ποινικοποιεί κάθε άλλη εκδήλωση της ανθρώπινης κοινωνικότητας (πολιτική ή ψυχαγωγική). Ο διαχωρισμός αυτός είναι μια πολιτική επιλογή σε βάρος των κατώτερων τάξεων και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί.
Είναι κρίσιμο, λοιπόν, το κίνημα και η αριστερά να υπερασπιστούν το δικαίωμα στους ελεύθερους δημόσιους χώρους, να συμβάλουν στη διεκδίκηση περισσότερων, σε μια συνθήκη που όλο και λιγοστεύουν, και να βάλουν φρένο στον κρατικό αυταρχισμό, που κινείται πέρα κι έξω από κάθε υγειονομική λογική, έχοντας παράλληλα πλήρη επίγνωση ότι η υγειονομική αυτοπειθαρχία του λαού και η τήρηση ορισμένων αναγκαίων μέτρων προστασίας σε όλες τις μορφές κοινωνικοποίησης συνεχίζουν να αποτελούν στοιχεία μιας κοινωνικά απελευθερωτικής αλληλεγγύης, η οποία στέκεται ως το φωτεινό διαμάντι των καταπιεσμένων απέναντι στην υποκρισία, την ηθική παρακμή και τον κανιβαλισμό της άρχουσας τάξης.