Στις 7 Ιουλίου του 2019 η Χρυσή Αυγή έμεινε εκτός βουλής. Το κόμμα έδωσε την εκλογική μάχη με μισή καρδιά και η αποτυχία του προκάλεσε την παραίτηση και την αποχώρηση μελών, στελεχών, καθώς και τη συρρίκνωση της εκλογικής του βάσης. Φάνηκε πως η τακτική της Νέας Δημοκρατίας ηγεμόνευσε τη Χ.Α. και την τακτική της, ενώ σημαντικά χτυπήματα πέτυχαν η δίκη της εγκληματικής οργάνωσης αλλά και το αντιφασιστικό κίνημα σε επίπεδο δρόμου και κοινωνικών χώρων. Την ίδια στιγμή, η Ελληνική Λύση του Βελόπουλου έδειξε ότι, με τη βοήθεια των μμε, εκπροσωπεί ένα κομμάτι της ελληνικής κοινωνίας που συγκροτείται πάνω σε θεωρίες συνωμοσίας και σε ακροδεξιά fake news. Όλα αυτά έγιναν φυσικά με τις ευλογίες της Ν.Δ., που σε επίπεδο κοινοβουλίου απέκτησε την ακροδεξιά εφεδρεία που της χρειαζόταν και που από μόνη της θα δυσκολευόταν να εκφράσει διατηρώντας παράλληλα ένα «υπεύθυνο και σοβαρό» προφίλ.
Από τότε μέχρι σήμερα η διαρροή φαίνεται να μη σταματάει. Η πιο σημαντική στιγμή κορύφωσης είναι η αποχώρηση του Ηλία Κασιδιάρη και η πρωτοβουλία του να ιδρύσει ένα νέο πολιτικό κόμμα. Και είναι η πιο σημαντική γιατί πολλοί θεωρούσαν πως αυτός θα μπορούσε να είναι ο αντικαταστάτης του Μιχαλολιάκου στο τιμόνι της εγκληματικής-ναζιστικής Χ.Α.
Η αλλαγή στο τιμόνι όμως θα σηματοδοτούσε τη στροφή σε ένα κόμμα στα πρότυπα των ευρωπαϊκών φασιστικών κομμάτων (Jobbik, AfD, Lega, FPÖ κ.λπ.), τα οποία παίζουν ρόλο στις χώρες τους και δεν αποτελούν πολιτικό περιθώριο, απολαμβάνοντας σημαντική κοινωνική αποδοχή, με την πολιτική τους ατζέντα να επικεντρώνεται στο μεταναστευτικό, την αλλοίωση της ευρωπαϊκής και εθνικής φυλής (αλλοίωση πληθυσμών, εξισλαμισμός κ.λπ.). Μάλιστα, φαίνεται πως σε ευρωπαϊκό επίπεδο ένα κομμάτι του λαού θεωρεί τέτοια κόμματα ικανά να αντιμετωπίσουν με αποτελεσματικότητα την ηγεμονία της Γερμανίας στην Ε.Ε. λόγω του ευρωσκεπτικισμού τους.
Και εδώ φτάνουμε στο ζουμί της υπόθεσης, που δεν είναι άλλο από τα όσα είπε ο Κασιδιάρης για το νέο του εγχείρημα. Περιέγραψε ένα κόμμα που θα έχει ακριβώς αυτή την ατζέντα, θα στελεχώνεται από επιφανείς επιστήμονες, άτομα με κοινωνικό έρεισμα, ανώτατους αξιωματικούς, ενώ την ίδια στιγμή θα διατηρεί μια διαδικτυακή ανοιχτή πλατφόρμα στρατολόγησης μελών που θυμίζει παρόμοια εγχειρήματα σύγχρονων ευρωπαϊκών, ακόμα και ελληνικών κομμάτων. Την ίδια στιγμή, αναβαθμισμένη παρουσία στο κόμμα θα έχει η νεολαία. Άλλωστε φαίνεται πως ο ίδιος έχει επαφές με κομμάτια της νεολαίας που παλιότερα εντάσσονταν στον χώρο της Χ.Α.
Το σχέδιο του Κασιδιάρη για ομαλή κατάληψη της ηγεσίας της Χ.Α. (εκλογικά, οργανωτικά, πολιτικά) απέτυχε. Παρ’ όλα αυτά, βασισμένος στην εκτίμησή του περί «αιφνίδιων βουλευτικών εκλογών του φθινοπώρου», βρίσκει μια χρυσή ευκαιρία να μπορέσει να ενώσει τα διασπασμένα κομμάτια της ακροδεξιάς στην Ελλάδα (ΕΛΑΣΥΝ, αποχωρήσαντες Χ.Α., Πλεύρης, μικρότερες γκρούπες), να εκφράσει ένα σύγχρονο ακροδεξιό ρεύμα που υπάρχει στην ελληνική κοινωνία (και που είναι κυρίαρχο σε κάποιες ευρωπαϊκές χώρες) αλλά βρίσκεται παγιδευμένο είτε στην ακροδεξιά ρητορεία της Ν.Δ., είτε στην πολιτικά και οργανωτικά αποπτωχευμένη Χ.Α., είτε στο ψεκασμένο ακροδεξιό αφήγημα του Βελόπουλου. Στόχος του να αναδειχτεί ο ηγεμονικός πόλος του συγκεκριμένου πολιτικού χώρου και να καλύψει το εκλογικό κενό που ήδη φαίνεται να προκύπτει, κάτι το οποίο είναι πολύ πιθανό να τον στείλει στη βουλή.
Η δίκη της Χ.Α. δεν θα έχει τελειώσει εάν, όπως λένε διάφοροι κύκλοι της Ν.Δ., πάμε σε άμεσες εκλογές, χωρίς κανένας να μπορεί να το προβλέψει με σιγουριά. Ο ίδιος ο Κασιδιάρης, τα υπόλοιπα «διευθυντικά» στελέχη (όπως τα ορίζει και η δικογραφία), αλλά και τα στελέχη της χαμηλότερης ιεραρχίας, γνωρίζουν πολύ καλά τη σημασία που έχει να παραστούν στο δικαστήριο, και ειδικά στην απόφασή του, έχοντας την κοινωνική νομιμοποίηση που αποσκοπούν να τους δώσει η είσοδός τους στη βουλή. Επιπλέον, με τη με οργανωτικούς όρους διαφοροποίηση από τη Χ.Α. και τον Μιχαλολιάκο θα προσπαθήσουν να αποδείξουν την οργανωτική και πολιτική απόσταση που έχουν πάρει από την πρακτική της Χ.Α..
Για να το πούμε και από νομική σκοπιά, με τον υποτιθέμενο «διαχωρισμό της οργανωτικής τους θέσης» από τη Χ.Α. και τον Μιχαλολιάκο, θα αποπειραθούν (με αμφίβολη αλλά όχι ανύπαρκτη πιθανότητα επιτυχίας) να σωρεύσουν όρους για διάψευση ή τουλάχιστον για «πολιτισμένο κατευνασμό» της υπό διαμόρφωση δικαστικής απόφασης, «υπέρ της υπαιτιότητάς τους για κακουργήματα κατά ζωής και ακεραιότητας κατ’ ηθική αυτουργία, σε συρροή με το κακούργημα της σύστασης εγκληματικής οργάνωσης κατά φυσική αυτουργία», όπως αναφέρεται και στο κατηγορητήριο. Είναι σαφώς αναμενόμενο να αποπειραθούν να ρίξουν όλες τις ευθύνες στον «αρχηγό», παρουσιάζοντας τους εαυτούς τους ως «πλέον σωφρονισμένους, μετανιωμένους και θύματα». Η πιθανή εκλογή του νέου κόμματος κινδυνεύει να λειτουργήσει ως πλυντήριο όλων των εγκλημάτων που διέπραξαν στο παρελθόν, ουσιαστικά αδειάζοντας όσους έχουν απομείνει στη Χ.Α.
Στο στρατόπεδο της Χ.Α., ο Μιχαλολιάκος απάντησε στην κίνηση Κασιδιάρη με μια ανακοίνωση - κύκνειο άσμα της Χ.Α. αλλά και του ίδιου ως πολιτική προσωπικότητα. Σε αυτή, καλεί τους εναπομείναντες πιστούς του σε συσπείρωση, όχι σε κάποιο πολιτικό σχέδιο αλλά πάνω σε αξίες –όπως στην πίστη στον αρχηγό και την τιμή– οι οποίες συγκρότησαν το όλο εγχείρημα της Χ.Α. από τη γέννησή του. Αυτό από μόνο του αποδεικνύει ότι ο Μιχαλολιάκος δεν έχει ιδιαίτερες πολιτικές φιλοδοξίες στη συγκυρία, αλλά αγωνιά να συσπειρώσει ένα στενό, πιστό δυναμικό γύρω του, ώστε να εξασφαλίσει προστασία για τον ίδιο και την οικογένειά του, αλλά και να μην πάει μόνος του ως το τέλος της δίκης.
Η προσπάθεια ανασυγκρότησης της ακροδεξιάς αποτελεί κίνηση που προσβλέπει να παίξει κάποια στιγμή στο μέλλον κυρίαρχο ρόλο στο πολιτικό σύστημα αλλά και στην ελληνική κοινωνία. Προφανώς, η κίνηση αυτή αντιλαμβάνεται την όλο και πιο ακροδεξιά μετατόπιση της Ν.Δ. σε πολιτικές, στελέχη και ρητορεία, γεγονός που την κάνει να κατανοεί ότι συνεχώς δημιουργείται πρόσφορο έδαφος για την κοινωνική αποδοχή τέτοιων πολιτικών αλλά και να ευελπιστεί ότι στην επερχόμενη οικονομική κρίση θα μπορέσει να απαντήσει πολιτικά στα νέα ερωτήματα ενός κομματιού της κοινωνίας.
Βλέπουμε, λοιπόν, την προσπάθεια της ακροδεξιάς να μετασχηματιστεί στη βάση ενός κεντρικού πολιτικού σχεδίου, μιας πολιτικής πρότασης που ευελπιστεί να εκπροσωπήσει συγκεκριμένα ρεύματα εντός κοινωνίας. Δεν είναι τυχαία η εκτενής αναφορά του Κασιδιάρη σε αυτό: «Δημιουργούμε ένα κόμμα που διαθέτει πρωτίστως ολοκληρωμένη πρόταση εξουσίας. Ένα πληρέστατο κι εφαρμόσιμο πρόγραμμα με επιστημονική τεκμηρίωση και με αντικειμενικό σκοπό να γίνει η Ελλάδα ξανά μεγάλη κι ισχυρή». Αυτό σηματοδοτεί αλλαγή συγκρότησης: Η ακροδεξιά του Κασιδιάρη θέλει να αποτινάξει από πάνω της οποιοδήποτε στοιχείο ναζιστικής σκουριάς με ό,τι μπορεί να σημαίνει αυτό για την πρακτική της, θέλει να γίνει η ακροδεξιά που φοράει τη γραβάτα και όχι η ακροδεξιά που μαχαιρώνει, ουσιαστικά προσπαθώντας να φτιάξει ένα «κόμμα νέου τύπου».
Είδαμε τα προηγούμενα χρόνια ότι η αντιφασιστική πρακτική με κινηματικούς όρους (είτε στον δρόμο, είτε στους κοινωνικούς χώρους, είτε στα δικαστήρια από την πλευρά της πολιτικής αγωγής) έφερε κάποια πολύ σημαντικά αποτελέσματα, νίκες και κεκτημένα για τον ελληνικό λαό. Όλος αυτός ο πολιτικός πλούτος που παράχθηκε μέσα από τη σύγκρουση με τους φασίστες, μέσα από την προσπάθεια κοινωνικής και πολιτικής απονομιμοποίησής τους, μέσα από την προσπάθεια δημιουργίας συντροφικών-αλληλέγγυων δεσμών εντός του λαού και των πιο πληττόμενων κομμάτια του (π.χ. μετανάστες, πρόσφυγες) δεν πρέπει να χαθεί. Υπήρξε το ζωντανό παράδειγμα πως ακόμα και σε καιρούς δύσκολους, ο λαός και η νεολαία διατηρούν τη δυνατότητα να ζουν αλλιώς, να σκέφτονται αλλιώς, να αντιστέκονται, να απλώνουν το χέρι και να βοηθάνε κόντρα σε όσους πυροβολούν το χρώμα και τις ράτσες. Αυτή η κοινωνική πρακτική είναι που μας έδωσε τη δυνατότητα να ελπίζουμε, να αγωνιζόμαστε, να συνεχίζουμε. Υπερασπιστήκαμε τη ζωή ενάντια στον θάνατο, τη μνήμη ενάντια στη λήθη και προσπαθήσαμε να δομήσουμε μια αντιηγεμονία κόντρα στην κυρίαρχη αφήγηση κράτους και κεφαλαίου. Είδαμε, μέσα από τις πληγές μας, τις πληγές του υπόλοιπου κόσμου και, μέσα από τις πληγές του υπόλοιπου κόσμου, τις δικές μας.
Στην παρούσα φάση όμως, δυστυχώς, αυτό δεν είναι αρκετό. Η ακροδεξιά έχει καταλάβει ότι, στα ερωτήματα που θα προκύψουν από τη νέα οικονομική και πιθανώς κοινωνική κρίση, χρειάζεται να απαντήσει με νέο τρόπο σε όλα τα επίπεδα (πολιτικά, οργανωτικά, κοινωνικά) και μάλιστα σε ένα πολύ πρόσφορο έδαφος για εκείνη. Η αντιφασιστική μας πρακτική πρέπει να πλαισιωθεί από μια νέα συνολική πολιτική πρόταση για τη συγκρότηση μιας κοινωνίας σε διαφορετική βάση, με σκοπό την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των εργαζομένων. Δεν γίνεται στους κοινωνικούς χώρους να προσπαθούμε μόνο να απομονώσουμε την πολιτική πρόταση της ακροδεξιάς την ίδια στιγμή που αυτή η πρόταση απαντά σε υπαρκτά και καθόλου αμελητέα ρεύματα εντός της κοινωνίας. Ή, για να το πούμε πιο σωστά, δεν θα γίνεται να την απομονώνουμε για πάντα αν το δικό μας πολιτικό σχέδιο δεν βγει μπροστά. Η ακροδεξιά του Κασιδιάρη φαίνεται να καταλαβαίνει το διακύβευμα της συγκυρίας, πρέπει άμεσα κι εμείς από τη μεριά μας να το κάνουμε.
Ανεξάρτητα με το αν οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν πρόωρα ή όχι, μια νέα οικονομική κρίση και οι κοινωνικές επιπτώσεις της είναι ήδη εδώ. Πρέπει να μπορέσουμε να απαντήσουμε σε αυτά τα ερωτήματα, πρέπει να μπορέσουμε να θέσουμε την πλειοψηφία του κόσμου στη σωστή πλευρά της ιστορίας.
Χρειαζόμαστε εκείνον τον πολιτικό χώρο που θα μπορέσει να αγκαλιάσει και να εμπνεύσει τη δημιουργία των νέων κινημάτων, να τους δώσει συνολική προοπτική, να τους δώσει τη δυνατότητα να δουν, πέρα από την αντίσταση, τον σχεδιασμό μιας κοινωνίας νέας. Οι προηγούμενες προσπάθειες στο σύνολό τους δεν κρίνονται πετυχημένες, όμως μας έχουν δώσει θετικά εφόδια και μας έχουν αναδείξει λακκούβες στις οποίες δεν πρέπει να ξαναπέσουμε. Η αριστερά το επόμενο διάστημα χρειάζεται να επαναφέρει την κουβέντα για μια πραγματική προοπτική αλλαγής του τεχνολογικού και παραγωγικού υποδείγματος. Πρέπει να μιλήσουμε άμεσα για τη δυνατότητα των υποτελών να παράγουν αλλιώς, να απολαμβάνουν τους καρπούς της εργασίας τους δίκαια, να σχεδιάζουν το τι και με ποιον τρόπο θα παράγουν με γνώμονα το ταξικό τους συμφέρον, να παράγουν πολιτική και εκπροσωπήσεις από τα κάτω, να συνάπτουν κοινωνικές σχέσεις αλλιώς και, σε τελική ανάλυση, να πάρουν τη ζωή στα χέρια τους. Πρέπει δηλαδή η αριστερά να βγει μπροστά, να διαμορφώσει μαζί με τις μάζες μια πολιτική επαναστατική πρόταση η οποία θα κινητοποιήσει τις ίδιες, μια πρόταση που θα βάζει σαν πρώτο στόχο η κρίση που ήδη έχει έρθει να μην κατασπαράξει τις δυνάμεις της εργασίας, αλλά να αποτελέσει την εκκίνηση για μια συνολική ανατροπή του πολιτικού κι οικονομικού σκηνικού, μια πρόταση στη βάση ενός σύγχρονου διεθνισμού που θα αμφισβητεί την παντοδυναμία των ιμπεριαλιστών. Το δυναμικό της αριστεράς πρέπει συνολικά να βάλει πλάτη σε ένα αναγκαίο εγχείρημα ώστε ο ελληνικός λαός να κρατηθεί όρθιος.
Λογικές μικροπολιτικές, σεχταριστικές, αδιάλλακτες η ιστορία στην παρούσα φάση δεν θα τις συγχωρέσει. Είναι καιρός να δούμε πέρα από τον εσωτερικό συσχετισμό της αριστεράς και να αναμετρηθούμε με τον συσχετισμό της κοινωνίας. Η ανάγκη για νέο τρόπο επικοινωνίας με τον κόσμο, νέας δημοκρατίας στο εσωτερικό μας, προγράμματος που να απαντάει στο σήμερα και να μην αφήνει τη λύση των ερωτήσεων στο απώτερο μέλλον, δέσμευση και συνέπεια στις συλλογικές αποφάσεις, είναι στοιχεία που είναι παραπάνω από αναγκαία εάν θέλουμε να γίνουμε χρήσιμοι, εάν θέλουμε η ιστορία να μη μας ξεπεράσει, εάν θέλουμε να γίνουμε ένας χώρος ο οποίος δεν θα αναπαράγεται απλώς. Σκληρή κριτική πρώτα και κύρια στους πολιτικούς μας εαυτούς για την αδυναμία απάντησης του προηγούμενου διαστήματος.
Πρέπει άμεσα να επιταχυνθούν οι διαδικασίες συντονισμού και σύμπλευσης κομματιών της αριστεράς, να ανοίξει ο διάλογος με ειλικρίνεια αλλά πάνω απ’ όλα με μια σκέψη στο μυαλό όλων: Να αναζητήσουμε και να βρούμε εκείνη την νέα πρακτική της πολιτικής, μια νέα μεθοδολογία σκέψης, ένα νέο αφήγημα για τη συγκυρία που να είναι ικανό να ενέχει όλα τα πληττόμενα κομμάτια της κοινωνίας, να τα ενεργοποιεί και να τα εκπροσωπεί. Όσες δυνάμεις δεν αντιλαμβάνονται την πολιτική αναγκαιότητα για μια πορεία αυτοϋπέρβασης είναι πολύ πιθανό να τις ξεπεράσει η συγκυρία. Δεν μας αρκεί η αντιπολίτευση στους κοινωνικούς χώρους, δεν μας αρκεί η αντίσταση, δεν μας αρκούν οι νησίδες της αριστεράς και του κινήματος, και δεν μας αρκούν όχι επειδή έχουμε μεγάλη ιδέα για τον εαυτό μας αλλά επειδή, αν το επόμενο μεγάλο στοίχημα χαθεί, δεν θα χάσει η αριστερά, αλλά η κοινωνία.