H κυβέρνηση της Ν.Δ. ξεδιπλώνει επιθετικά τους τελευταίους μήνες τον αντιδραστικό σχεδιασμό της. Ψήφισε το «αναπτυξιακό» πολυνομοσχέδιο, δυστυχώς χωρίς μεγάλες κινηματικές αντιδράσεις. Ψήφισε, παρά τις αντιδράσεις του φοιτητικού κινήματος, τον νέο νόμο για τα πανεπιστήμια συνδέοντας την αξιολόγηση με τη χρηματοδότηση και εξισώνοντας τα πτυχία ΑΕΙ και κολεγίων. Προωθεί νέα επίθεση στο ασφαλιστικό σύστημα. Προετοιμάζει την τιτλοποίηση κόκκινων δανείων με την κάλυψη μέρους με κρατικές εγγυήσεις με το σχέδιο Ηρακλής για τις τράπεζες. Σχεδιάζει αλλαγή των αντικειμενικών αξιών στα ακίνητα που θα ισοσταθμίσει τελικά την όποια μείωση γίνει προοπτικά στον ΕΝΦΙΑ και τη σημαντική αύξηση του αναγκαίου ορίου ηλεκτρονικών πληρωμών που σχετίζεται με το αφορολόγητο, χωρίς το οποίο θα υπάρχει πληρωμή έξτρα φόρου.
Ταυτόχρονα, άλλαξε τον εκλογικό νόμο σε πιο πλειοψηφική κατεύθυνση και προετοιμάζει το ίδιο και σε αυτοδιοικητικό επίπεδο. Και υλοποιεί ένα συνολικότερο πλαίσιο αυταρχικής σκλήρυνσης με καταστολή σε ειδικές περιπτώσεις (νόμος για πορείες, Εξάρχεια, καταλήψεις, μετανάστες/τριες), σε μια προσπάθεια να δημιουργήσει εικόνα «τάξης και ασφάλειας» στο κοινό της, να συντηρητικοποιήσει περισσότερο το ιδεολογικό κλίμα και να διαμορφώσει ένα πλαίσιο περιορισμού σημερινών και μελλοντικών κινητοποιήσεων. Είναι σημαντικό όμως ότι οι κινήσεις της στο πεδίο αυτό δημιούργησαν κάποιες αντιδράσεις σε προοδευτικό και δημοκρατικό κόσμο.
Οι δύο καυτές πατάτες για την κυβερνητική πολιτική όμως είναι τα ελληνοτουρκικά και το προσφυγικό ζήτημα. Η χρεοκοπία της εξωτερικής πολιτικής είναι εμφανής, ο υπολογισμός ότι κάνοντας το καλό παιδί θα μας στηρίξουν ΗΠΑ, Ε.Ε. και Ισραήλ αποδεικνύεται και πάλι αυταπάτη. Και την ίδια ώρα εκθέτει σοβαρά τη χώρα και τον λαό σε σημαντικούς κινδύνους, παρέχοντας διευκολύνσεις στις δυνάμεις του επιθετικού ευρωατλαντικού άξονα.
Στο έδαφος της ήττας του 2015 και της σχετικής σταθεροποίησης του αστικού πολιτικού συστήματος στις εκλογές του Ιούλη, αυτό εμφανίζεται πλέον πιο στεγανοποιημένο έναντι των λαϊκών αιτημάτων και διεκδικήσεων. Με τον βαθμό συναίνεσης να αποτυπώνεται συμβολικά και στην πρόσφατη πλειοψηφία για την εκλογή της νέας Προέδρου της Δημοκρατίας, ένα τεχνοκρατικό συστημικό πρόσωπο, την πρόεδρο του ΣτΕ Κατερίνα Σακελλαροπούλου.
Ο ΣΥΡΙΖΑ κινείται προς μια «υπεύθυνη» σοσιαλφιλελεύθερη γραμμή με υπεράσπιση των μνημονιακών κυβερνητικών πεπραγμένων του, με κάποια εσωτερική δυσαρέσκεια για την επερχόμενη πασοκοποίηση, που ούτε θέλει ούτε μπορεί να ανατρέψει αυτή την πορεία. Το ΚΙΝΑΛ συνεχίζει να έχει εσωτερικές ταλαντεύσεις που οξύνουν αφενός η Ν.Δ. αφετέρου ο ΣΥΡΙΖΑ με τη συγκρότηση της Προοδευτικής Συμμαχίας. Και στην ακροδεξιά επιβάλλεται εκ νέου η ηγεμονία της Ν.Δ., αφού η Ελληνική Λύση λειτουργεί ως συμπληρωματική δύναμη, ενώ η Χρυσή Αυγή προσπαθεί να ανασυγκροτηθεί μετά τις σημαντικές απώλειες που είχε, αναμένοντας και την έκβαση της δίκης (με την εισαγγελέα όμως να είναι αρκετά ευνοϊκή για την ηγεσία της, κάτι που επιβάλλει την ένταση των πιέσεων από την πλευρά του λαϊκού κινήματος για να υπάρξει καταδίκη).
Το βασικό για τις δυνάμεις του λαϊκού κινήματος και της αριστεράς είναι να σπάσει η εικόνα πλατιάς συναίνεσης στις αντιλαϊκές πολιτικές, να αναδειχτεί ξανά ο λαϊκός παράγοντας στο προσκήνιο παρά τις υπαρκτές δυσκολίες.
Σε αυτή την προσπάθεια θα εμφανιστούν ορισμένες νέες δυνατότητες. Η «περίοδος χάριτος» που μέχρι τώρα απολάμβανε η κυβέρνηση και από τα ανταγωνιζόμενα τμήματα του κεφαλαίου και από τα λαϊκά στρώματα οδεύει προς το τέλος της. Χαρακτηριστικό για το πρώτο είναι ο πόλεμος που ξέσπασε μεταξύ των ποδοσφαιρικών μεγαλοπαραγόντων και η επίδρασή του στο εσωτερικό της Ν.Δ., όπου ήδη μετράει μια διαγραφή ευρωβουλευτή. Αλλά και στο μεταναστευτικό πληρώνει τη μέχρι τώρα εθνικιστική ατζέντα της, με τις αντιδράσεις στην πολιτική της από τα ακροδεξιά. Οι υποσχέσεις στήριξης των μικρομεσαίων μέσω ορισμένων φορολογικών απαλλαγών και γενικής αύξησης των συντάξεων προσκρούουν στα όρια της αποπληρωμής του χρέους και αποδεικνύονται ψεύτικες, τροφοδοτώντας την απογοήτευση και τη δυσαρέσκεια. Το αφήγημα της «ανάπτυξης για όλους» αποδεικνύεται ανάπτυξη μόνο για τα κέρδη του κεφαλαίου και όχι για τους μισθούς των εργαζομένων.
Παρ’ όλα αυτά, οι δυσκολίες για την ανάπτυξη του μαζικού κινήματος είναι εμφανείς και παραμένουν. Στη μεγάλη προσπάθεια για ένα μαζικό εργατικό και λαϊκό μέτωπο διεκδίκησης κατακτήσεων, που θα προωθεί τη ρήξη και την ανατροπή της επίθεσης του καπιταλισμού, του ιμπεριαλισμού και του φασισμού απαιτείται ο διάλογος για μια βαθύτερη προγραμματική ανασυγκρότηση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Απαιτείται η ειλικρινής κοινή δράση που θα προσανατολίζεται στην αναγέννηση ενός μαχητικού συνδικαλισμού και των λαϊκών συλλογικοτήτων, που δεν θα αρκούνται στο αναγκαίο «όχι», αλλά θα αναπτύσσουν τις δικές τους θετικές διεκδικήσεις. Το παράδειγμα της Γαλλίας δείχνει ένα δρόμο. Το μαζικό κίνημα δεν μπορεί να αντικατασταθεί από υπογραφές πολιτικών οργανώσεων.
Το ΜέΡΑ25, παρά ορισμένες θετικές κινήσεις, θεωρεί ότι δεν ανήκει στην αριστερά, κινείται περισσότερο με ένα πρόγραμμα φιλοΕΕ μαχητικότερης σοσιαλδημοκρατίας και χωρίς δυνάμεις στο μαζικό κίνημα δεν μπορεί να παρέμβει καταλυτικά. Οι δυνάμεις του ΚΚΕ, παρά ορισμένες θετικές παρεμβάσεις και αναπροσαρμογές, αδυνατούν να καλύψουν την ανάγκη. Ούτε οι δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της ΛΑΕ, ο κύκλος των οποίων έκλεισε πλέον, με τη μορφή που τις γνωρίζαμε. Απαιτούνται νέες πρωτοβουλίες για το ξέσπασμα αγώνων, την κοινή δράση στο κίνημα, τη μετωπική συγκρότηση και την προγραμματική-στρατηγική συζήτηση και οργάνωση.
Σε αυτή την κατεύθυνση, ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων επιχειρεί τον συντονισμό της παρέμβασης των δυνάμεών του στα κινήματα και τα μέτωπα πάλης μέσα από τοπικές και κλαδικές επιτροπές και επιδιώκει να συμβάλει στην προσπάθεια συγκρότησης πλατιών κοινωνικοπολιτικών συλλογικοτήτων, στο αντιπολεμικό κίνημα με τον ΠΑΚΣ, στο μέτωπο των δημοκρατικών δικαιωμάτων και ελευθεριών, με επιδίωξη να γίνουν αντίστοιχες κινήσεις και σε άλλα πεδία.
Ταυτόχρονα παρεμβαίνει, παίρνει πρωτοβουλίες και θα συμμετέχει σε διεργασίες ειλικρινούς διαλόγου και κοινής δράσης με στόχο μια πολιτική συνεργασία με πρακτικές πολιτικές δεσμεύσεις, μεταξύ αριστερών ριζοσπαστικών δυνάμεων και αγωνιστών/τριών. Πιστεύουμε ότι ωριμάζει η κατάσταση για έναν κινηματικό και πολιτικό χώρο με μια συμφωνία μετωπικού χαρακτήρα και δεσμεύσεις σε κεντρικά πολιτικά ζητήματα, στην κοινή δράση και παρέμβαση στα κοινωνικά κινήματα. Η πρόταση αυτή απευθύνεται σε όλη τη ριζοσπαστική αριστερά, με σκοπό να συγκροτηθεί από εκείνες τις δυνάμεις, ρεύματα και αγωνιστές/τριες που προσεγγίζουν έμπρακτα τις παραπάνω αντιλήψεις και λογικές. Μια τέτοια πρόταση για εμάς περιλαμβάνει ως κεντρικούς άξονες, στο πλαίσιο ενός ριζοσπαστικού μεταβατικού προγράμματος, τη ριζική βελτίωση της οικονομικής θέσης των εργαζομένων, τη δημοκρατία για τον λαό, την εθνικοποίηση των στρατηγικών τομέων της οικονομίας, την έξοδο από το ΝΑΤΟ και την αποδέσμευση από ευρώ και Ε.Ε., για να μπορεί να ανοίξει ο δρόμος για πραγματικά φιλολαϊκές λύσεις και ανατροπές.
Παράλληλα, ο Συντονισμός Κομμουνιστικών Δυνάμεων θα προχωρήσει στη διοργάνωση συζητήσεων στο επόμενο διάστημα για τον απολογισμό της δεκαετίας της κρίσης καθώς και για τον καπιταλισμό και ιμπεριαλισμό της εποχής μας και τα συμπεράσματα που πρέπει να βγάλουμε για μια διαφορετική πορεία στο κίνημα και την αριστερά.