ΑΡΙΣΤΕΡΗ ΑΝΑΣΥΝΘΕΣΗ

Τομέας Νεολαίας

10ο πολιτικό - πολιτιστικό

Camping

27 Ιούλη – 5 Αυγούστου 2013

Ναρκωτικά, εξάρτηση και νεολαία στην Ελλάδα της κοινωνικής κρίσης

Δευτέρα 29 Ιουλίου 2013

των Γιώργου Παπαγεωργόπουλου

Γιάννη Άγγελου Τράντου

1.Ιστορική Αναδρομή

Η λήψη ναρκωτικών ουσιών είτε σα καταπραϋντικό διάφορων ψυχικών συμπτωμάτων είτε για τη διεύρυνση του συνειδησιακού επιπέδου συναντάται σε πανάρχαιους πολιτισμούς. Η χρήση σε αυτούς τους πολιτισμούς ήταν αποδεκτή υπό όρους και κοινωνικά ελεγχόμενη, ενταγμένη στην ιδεολογία και την παράδοση (λατρευτικές εκδηλώσεις κτλ.) καιλειτουργούσε κυρίως ως στοιχείο κοινωνικής συνοχής και κοινωνικοποίησης. Η απογύμνωση της χρήσης από το παραπάνω κοινωνικό πλαίσιο συμβαδίζει χρονικά με τη σταδιακή εμφάνιση του προβλήματος της εξάρτησης και της κατάχρησης.

Ο J.Derrida τονίζει «η τοξικομανία, με το χαρακτήρα του κοινωνικού κατά βάση φαινομένου που έχει σήμερα, συνυφαίνεται με τη νεωτερικότητα, είναι σύγχρονή της» κι η πραγματικότητα είναι ότι πρόκειται για φαινόμενο των δύο τελευταίων αιώνων το οποίο επί της ουσίας αποτυπώνει, εντός της πορείας του, τις κορυφαίες στιγμές κρίσης αυτής της ιστορικής περιόδου.

Ο Ένγκελς διαπιστώνει στο βιβλίο του “H κατάσταση της εργατικής τάξης στην Αγγλία” ότι οι βαθιές οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που συντελούνται στην Ευρώπη του 19ου αιώνα, την εποχή δηλαδή της βιομηχανικής επανάστασης και της πρωτόλειας συγκρότησης προλεταριάτου, προκαλούν σημαντικές ανατροπές στους όρους ζωής του λαού. Η αλματώδης καπιταλιστική ανάπτυξη και η πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο απαιτούν την προλεταριοποίηση μεγάλου κομματιού μικροιδιοκτητών αγροτών & την μετανάστευσή τους από την ύπαιθρο στα αναδυόμενα αστικά κέντρα, όπου θα βιώσουν είτε την εντατικοποιημένη εργασία στη βιομηχανία, είτε το φάσμα της ανεργίας και της κοινωνικής περιθωριοποίησης. Μεγάλα τμήματα λοιπόν του προλεταριάτου και συνολικά των λαϊκών τάξεων αναζητούν ανακούφιση από τους απάνθρωπους κι εξαντλητικούς ρυθμούς εργασίας, τη φτώχεια και την ανέχεια και καταφεύγουν στη χρήση ψυχοτρόπων ουσιών - και κυρίως παραγώγων οπίου -που κυκλοφορούν ελεύθερα στα φαρμακεία (μορφίνη).

Ο πόλεμος του 1870 δημιουργεί τους όρους για την εμφάνιση και χρησιμοποίηση της μορφίνης σε ευρεία κλίμακα με σκοπό την ανακούφιση των τραυματιών. Φαίνεται, ότι η ανακάλυψη της μορφίνης μεταβάλλει συνολικά τη σχέση του ανθρώπου με τον πόνο είτε σωματικό είτε “ψυχικό”. Μέσα από την Ιατρική επιτυγχάνεται η εξάλειψη του σωματικού πόνου κι έτσι καταγράφεται μια σημαντική επιτυχία. Από την άλλη όμως, το πεδίο των κοινωνικών σχέσεων δέχεται ένα σημαντικό πλήγμα καθώς, με πρόφαση την αντιμετώπιση της ψυχικής οδύνης, εγκαθίσταται η τοξικομανία.

Τα ναρκωτικά αρχίζουν να συνδέονται με μια σειρά από κοινωνικές πρακτικές και μπαίνουν στη ζωή όλο και περισσότερων ανθρώπων, ενώ καθοριστική για τη δημιουργία των πρώτων μεγάλων κυμάτων τοξικομανών είναι η σύνδεση τους με την καλλιτεχνική δημιουργία ειδικά στην Ευρώπη. Μετά τη μορφίνη ήρθε η σειρά της κοκαϊνης το 1880 που αρχικά χρησιμοποιήθηκε ως φάρμακο για τους μορφινομανείς και μέσα σε πολύ λίγα χρόνια ο αριθμός των κοκαϊνομανών εκτοξεύεται. Η εξάπλωση της τοξικομανίας είναι ανάλογη και στην Αμερική όπου μόνο στις συνοικίες των Κινέζων, των μαύρων και των μεταναστών οι καπνιστές οπίου στις αρχές του 20ου αιώνα έφταναν το μισό εκατομμύριο. Χωρίς να έχουν αντιληφθεί σε τι φαύλο κύκλο έχουν εμπλακεί οι Αμερικάνοι προσβλέπουν στη λύση του προβλήματος μέσα από τα επιτεύγματα της εξελισσόμενης επιστήμης. Τη λύση τελικά αναλαμβάνει να δώσει ο ανερχόμενος φαρμακευτικός κολοσσόςBayer, η οποία το 1898 ανακοινώνει το νέο της σκεύασμα το οποίο θα αντιμετωπίσει την εξάρτηση από τη μορφίνη και την κοκαϊνη κι από οποιαδήποτε άλλη ουσία, που ονομάστηκε ηρωίνη. Την επόμενη 15ετία και μέσα στονΑ’ Παγκόσμιο ο αριθμός των ηρωινομανών ξεπερνά τους 200000! Μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου η αμερικάνικη κυβέρνηση, κάνει την αρχή και με την “Πράξη Χάρισον” το 1914 σηματοδοτεί την επιβολή ενός νομικού πλαισίου απαγόρευσης των ναρκωτικών ενώ λίγα χρόνια αργότερα επιβάλλεται η Ποτοαπαγόρευση.

Το τέλος του Β’ Παγκοσμίου σηματοδοτεί την πρώτη μεγάλη τομή στο σύνολο των πολιτικόϊδεολογικών όρων συγκρότησης της έννοιας τηςΨυχικής Υγείας. Μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων πάσχουν από ψυχικές διαταραχές ενώ ταυτόχρονα οι απάνθρωπες συνθήκες ζωής στις υπό ανασυγκρότηση χώρες δημιουργούν ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την εργατική τάξη η οποία συνεχώς υποχωρεί με το πρόσχημα της εθνικής ενότητας. Εγκαταλείπεται η ψυχανάλυση ως θεραπευτική διαδικασία που έχει μακροπρόθεσμα αποτελέσματα και με μεγάλο κόστος και μπαίνουν στο προσκήνιο θεραπείες αστραπή για να αντιμετωπίσουν τα χιλιάδες ψυχοκοινωνικά προβλήματα που δημιούργησε ο πόλεμος. Η επανάσταση του ψυχοφάρμακου το 1950, το οποίο εισβάλλει στην καθημερινή ζωή των νοικοκυριών, εγκαινιάζει με επίσημο τρόπο μια στρατηγική επιλογή Ιατρικοποίησης των ψυχικών προβλημάτων και της τοξικομανίας. Σε αυτό το διάστημα ο αριθμός των τοξικομανών αυξάνεται δραματικά ενώ η στρατηγική της ιατρικοποίησης στο χώρο της τοξικομανίας, σφραγίζεται με την ειδική τακτική της Υποκατάστασης – που συγκροτείται θεσμικά το 1967 στην Αμερική-και την ανακάλυψη της μεθαδόνης, συνθετικό παράγωγο του οπίου, καθώς και των διάφορων άλλων υποκατάστατων. Η λογική της υποκατάστασης είναι ότι η νόμιμη χορήγησης από ειδικά κέντρα μιας ουσίας που χρησιμεύει ως φάρμακο κατά της εξάρτησης, που προκάλεσε μια άλλη ουσία, στην προκειμένη περίπτωση η ηρωίνη μπορεί σταδιακά να μειώσει και τελικά να εξαλείψει τη χρήση. Σήμερα σε όλο τον κόσμο υπάρχει μια νέα κατηγορία τοξικομανών οι μεθαδομανείς, ενώ ταυτόχρονα η διακίνηση ηρωίνης όχι μόνο δε μειώνεται, αλλά αναλογικά αυξάνεται.

Ο σύγχρονος ιμπεριαλισμός φαίνεται ότι εκτός από τις ανεπτυγμένες χώρες, έχει παγιδεύσει και τις χώρες-παραγωγούς στην τοξικομανία. Οι χώρες αυτές, μέσα από μια στρατηγική επιλογή και συμμαχία του ιμπεριαλισμού με τις ντόπιες αστικές τάξεις, “αναγκάζονται” να στηρίζουν την οικονομική τους ανάπτυξη στα ναρκωτικά. Εκατομμύρια εργάτες στην Κεντρική και Λατινική Αμερική εμπλέκονται στη βιομηχανία των Ναρκωτικών καλλιεργώντας την κόκα σε επικίνδυνες συνθήκες, αντιμέτωποι συχνά με παραστρατιωτικές ομάδες που συγκροτούνται από αντίπαλα καρτέλ.

Η καλλιέργεια κι η μεταφορά της κοκαΐνης είναι εύκολη, παράγει πολλές σοδειές μέσα στο χρόνο κι αφήνει αρκετά χρήματα παρόλο που οι παραγωγοί γίνονται θύματα μιας απαράδεκτης εκμετάλλευσης από τους εμπόρους.(1 κιλό πωλείται από τον παραγωγό προς τον έμπορο 690$ κι ο έμπορος το πουλάει 200.000$).Είναι λοιπόν σαφές ότι μεγάλο κομμάτι του λαϊκού παράγοντα αυτών των χωρών είναι προσδεδεμένο, αν και με δυσβάσταχτους όρους, στη ναρκο-οικονομία. Κάτι αντίστοιχο ισχύει και για τις χώρες –παραγωγούς του οπίου. Στο “Χρυσό Τρίγωνο” της ΝΑ Ασίας, Ιράν - Πακιστάν - Αφγανιστάν, η καλλιέργεια της παπαρούνας αποτελεί τη μοναδική πηγή εισοδήματος για εκατομμύρια φτωχούς αγρότες.

Παράλληλα ενισχύονται τα μεγάλα μονοπώλια του Ιατρο-Φαρμακευτικού Βιομηχανικού συμπλέγματοςπου παράγουνπολύ επικίνδυνες μορφές ψυχοτρόπων ουσιών κυρίως αμφεταμινικού τύπου αλλά και παραισθησιογόνα. Στο σύνολο της η νόμιμη φαρμακευτική βιομηχανία καλύπτει το 50% του μεγέθους του παράνομου εμπορίου ναρκωτικών, ενώ με πρόσφατη έκθεση του Γαλλικού Παρατηρητηρίου για τα Ναρκωτικά εμφανίζεται έξαρση σε συνθετικές και παραισθησιογόνες ουσίες (κυρίως μετά το 70) όπως το κρακ, LSD, ecstasy κτλ. κυρίως από την τεχνογνωσία που μετέδωσε η νόμιμη φαρμακοβιομηχανία στα παράνομα εργαστήρια.

Τέλος, είναι ξεκάθαρο ότι εντός αυτής της έξαρσης της πολύ- τοξικομανίας, κεντρικό ρόλο παίζει το αλκοόλ είτε ως προπομπός στο χώρο των ναρκωτικών είτε ως βασική ουσία εξάρτησης. Η αλήθεια είναι ότι με τη χρήση αλκοόλ (και συνήθως μαζί με ηρεμιστικά) στην τρομακτική έκταση που γνωρίζουμε σήμερα, λόγω και της σημαντικής κερδοφορίας της βιομηχανίας οινοπνευματωδών ποτών, συμπληρώνεται το παζλ της μαζικής καταναγκαστικής προσκόλλησης στις ψυχοτρόπες ουσίες που πλήττει και στη χώρα μας σημαντικά κομμάτια ιδιαίτερα της νεολαίας αλλά κι εργαζομένων.

2. Οι βασικοί ταξικοί προσδιορισμοί

Σε αυτήν την προσπάθεια προσέγγισης του ζητήματος της τοξικομανίας από μια ταξική σκοπιά μπορούμε να διακρίνουμε δυο φάσεις τόσο σε σχέση με τον τρόπο χρήσης των ναρκωτικών και τα κοινωνικά και πολιτικά επαγόμενα του, όσο και με το κατά πόσο υλοποιούνται ταξικές στρατηγικές από την πλευρά του κράτους σε όλο τα φάσμα των παραγωγικών σχέσεων . Σε γενικές γραμμές φαίνεται ότι σε φάσεις μεγάλων κοινωνικοοικονομικών και πολιτικών κρισιακών φαινομένων παρατηρούνται μαζικά κύματα τοξικομανίας: 1870, Α’ και Β’ Παγκόσμιος, κρίση υπερσυσσώρευσης του ’73. Σήμερα, στο τοπίο της καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης, φαίνεται να συγκροτούνται οι αντικειμενικές συνθήκες περάσματος σε μια νέα φάση της χρήσης και της εξάρτησης, στην οποία κεντρικό χαρακτηριστικό είναι η μαζικοποίηση του φαινομένου σε ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων και η αυξανόμενη διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων μέσω της ουσίας.

Μετά τον Μεγάλο Πόλεμο..

Το πέρασμα στον καπιταλιστικό τρόπο παραγωγής κι ιδιαίτερα στη διευρυμένη φάση του έτσι όπως αυτή ολοκληρώνεται μετά το τέλος του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, συνεπάγεται την πραγματική υπαγωγή της εργασίας στο κεφάλαιο, τη συστηματική αναδιοργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας και την συστηματική ένταση της παραγωγικότητας. Η ανάπτυξη της νέας μικροαστικής τάξης βαθαίνει τον καταμερισμό εργασίας, αναπτύσσει συστηματικά πλέον το διαχωρισμό διανοητικής και χειρωνακτικής εργασίας και δημιουργεί μια πιο αυξημένη συνθετότητα μεταξύ της παραγωγικής και της αναπαραγωγικής διαδικασίας. Εγγυητής αυτών των διαδικασιών είναι το αστικό κράτος με σαφώς πιο αναβαθμισμένο ρόλο μέσα κι έξω από την οικονομική λειτουργία. Στο ιδεολογικό επίπεδο αναπτύσσονται μια σειρά από ιδεολογήματα, που προσπαθούν να αποκρύψουν την πραγματικότητα της ταξικής πάλης όπως, η κοινωνία της ευημερίας, του ταξικού συμβιβασμού, της ρύθμισης των αντιθέσεων και της επιστημονικής επανάστασης, που τελικά επιχειρούν να συγκροτήσουν ένα ισχυρό πλέγμα ιδεολογικής επίθεσης χωρίς όμως, από την άλλη, να καταγράφεται μια ξεκάθαρη ηγεμονία. Οι παραχωρήσεις κι οι συμβιβασμοί του κράτους με τις λαϊκές τάξεις όπως η πολιτική μισθών και πλήρους απασχόλησης, η παροχή δωρεάν εκπαίδευσης και υγείας – που φυσικά είχαν στόχο την καλύτερη στελέχωση του κράτους αλλά και την ενσωμάτωση των λαϊκών συμφερόντων όσο πιο ανώδυνα για να επιτευχθούν τα ζητούμενα επίπεδα ανάπτυξης – καταφέρνουν να συγκρατούν, προς το παρόν, τα λαϊκά στρώματα εντός συλλογικών αγώνων κι αναπαραστάσεων και μαζικών κοινωνικών πρακτικών όπως η ένταξη σε εργατικά κόμματα έστω και ρεφορμιστικά, σε μαζικά συνδικάτα και κινήματα, στους εκπαιδευτικούς μηχανισμούς κτλ.

Σε αυτήν την περίοδο η τοξικομανία κι ο αλκοολισμός σημειώνουν σημαντική άνοδο και είναι η πρώτη φορά που συγκροτείται θεραπευτικός σχεδιασμός για την εξάρτηση, με την εμφάνιση ενός πολύ περιορισμένου αριθμού των Θεραπευτικών Κοινοτήτων το 1947 αρχικά στην Ευρώπη κι ύστερα στην Αμερική. Παρόλα αυτά όμως, ακριβώς επειδή οι προτεραιότητες του καπιταλισμού σε σχέση με το κομμάτι της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης είναι ακόμα σε πρωτόλειο επίπεδο κι επειδή οι επεξεργασίες ενός συγκεκριμένου αστικού σχεδιασμού είναι ελάχιστες δεν υπάρχει σαφής κατεύθυνση ενσωμάτωσης των μεμονωμένων πρακτικών αντιμετώπισης της τοξικομανίας, εντός της ειδικής στρατηγικής που υλοποιείται μέσα από τους μηχανισμούς αναπαραγωγής (τον μηχανισμό της Υγείας).

Η φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης

Η διαδικασία της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης, η οποία στην Ελλάδα ξεκινά το ’80, δε θέτει απλά στόχο την αύξηση της παραγωγικότητας, αλλά συγκροτεί και ένα πλαίσιο κοινωνικών και πολιτικοϊδεολογικών όρων μέσα από το οποίο θα υλοποιείται μια ουσιαστική και ποιοτικά ανώτερη, σε σχέση με το παρελθόν, ‘σύνθεση’ στη σφαίρα της παραγωγής και της αναπαραγωγής με στόχο την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας, μετά από την κρίση του ’73. Οι παρακάτω τάσεις δεν περιορίζονται μόνο στην εργατική τάξη ή το βιομηχανικό προλεταριάτο, αλλά επεκτείνονται στη σφαίρα της κυκλοφορίας και σε τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης και κυρίως σε κατώτερα τμήματα της διανοητικής εργασίας.

·Αποκτά κομβικό ρόλο ο οικονομικός, πολιτικός κι ιδεολογικός έλεγχος της διαδικασίας παραγωγής επιστημονικών και τεχνολογικών καινοτομιών όχι μόνο στους χώρους έρευνας κι ανάπτυξης των επιχειρήσεων αλλά και στο εσωτερικό των μαζικοποιούμενων ΙΜΚ. Η διαδικασία της παραγωγικοποίησης συνεπάγεται ακόμη μεγαλύτερη υπαγωγή της επιστημονικής έρευνας στις προτεραιότητες της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης.

·Είναι καθοριστικός ο τρόπος με τον οποίο οι παραγωγικές σχέσεις καθορίζουν τη μορφή της διαδικασίας εργασίας. Βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της καπιταλιστικής κερδοφορίας είναι να συνδυαστούν οι επενδύσεις σε εξοπλισμό, με μια εργατική δύναμη ικανή να πετυχαίνει αλματώδεις αυξήσεις της παραγωγικότητας. Κάτι τέτοιο σημαίνει: πρώτον, οργάνωση της παραγωγικής διαδικασίας πιο ευλύγιστη που να επιτρέπει παράλληλες διαδικασίες έτσι ώστε να αποφεύγονται καθυστερήσεις κι ακαμψίες. Δεύτερον, αναβάθμιση του μορφωτικού επιπέδου και των δεξιοτήτων του συλλογικού εργαζομένου (πολυλειτουργικότητα) και τέλος για να μην αποτελεί παράγοντα αντιστάσεων και διεκδικήσεων, αυτή η πολυλειτουργικότηταπρέπει να εντάσσεται σε ένα πλέγμα δυσμενέστερων πολιτικών κι ιδεολογικών όρων.

·Με αυτόν τον τρόπο έχουμε μια τρομακτική αύξηση της εκμετάλλευσης η οποία επιτείνεται με την ανεργία και την ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων. Ακυρώνονται όροι μόνιμης και σταθερής εργασίας και γενικεύεται η μερική απασχόληση, γίνονται συχνές αλλαγές εργασίες πολλές φορές και πάνω από δυο δουλειές μαζί ενώ ταυτόχρονα απελευθερώνονται οι απολύσεις. Περιορίζεται η συνδικαλιστική δράση και γίνεται επίθεση στα δικαιώματα των σωματείων, ενώ εντείνεται η προσπάθεια εξατομίκευσης της διαπραγμάτευσης και πολλαπλού κατακερματισμού της εργατικής δύναμης.

·Η στρατηγική του κεφαλαίου περιλαμβάνει την κατεύθυνση αποδιάρθρωσης των όρων εσωτερικής συνοχής της εργατικής τάξης, των κοινών πολιτικών πρακτικών και συλλογικών αναγνωρίσεών της είτε με χωρικούς(κατακερματισμός παραγωγικής διαδικασίας) είτε με εθνοτικούς και φυλετικούς διαχωρισμούς (γκέτο, απομονωμένες εργατικές κατοικίες).

·Ένα ακόμα σημαντικό στοιχείο της πολιτικής του κεφαλαίου είναι η συστηματική ακύρωση κάθε παραχώρησης και συμβιβασμού προς τα λαϊκά στρώματα, ενώ μονιμοποιείται η λιτότητα με την ταυτόχρονη προσπάθεια ταξικής διαβαθμίδωσης του δικαιώματος πρόσβασης σε αναπαραγωγικούς μηχανισμούς (υγεία, παιδεία), τον περιορισμό της ασφάλισης και τη γενίκευση του κριτηρίου της ανταποδοτικότητας.

·Η μόνιμη παρουσία υψηλής ανεργίας φιλτράρει-εκκαθαρίζει μεγάλα τμήματα εργαζομένων και αξιοποιείται για το φθήνεμα και την πειθάρχηση της εργατικής δύναμης. Η τροποποίηση το ταξικού συσχετισμού επιτρέπει στην αστική τάξη να ‘’ανέχεται’’ χωρίς κόστος υψηλά ποσοστά ανεργίας. Φυσικά η παράταση μεγάλων ποσοστών ανεργίας, πέρα από τον κίνδυνο κοινωνικών εκρήξεων που ενέχουν, φθείρουν διαρκώς τη διαθέσιμη εργατική δύναμη και απαξιώνουν τις τεχνικές και κοινωνικές δεξιότητές της. Υπό αυτήν την έννοια οι αναπαραγωγικοί μηχανισμοί αναλαμβάνουν έναν πολύ συγκεκριμένο ρόλο ακριβώς στο επίπεδο της αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης με τους καλύτερους όρους για την καπιταλιστική συσσώρευση. Επεκτείνεται κι επαναπροσδιορίζει ένα πολύ πιο αντιδραστικό πλαίσιο στο οποίο συντίθεται η παραγωγική διαδικασία με τους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς, δηλαδή κι ως νέα πεδία απόσπασης υπεραξίας .(υγεία, εκπαίδευση κτλ.).

Το κεφάλαιο επεκτείνεται σε χώρους και τομείς που μέχρι τώρα δεν αποτελούσαν πεδίο της αξιοποίησης του, όπως είναι όλο το φάσμα το πρακτικών του ελεύθερου χρόνου με τον τρόπο με τον οποίο τις διαχειρίζεται μέσω του διαρκώς παραγωγικοποιούμενου Πολιτιστικού ΙΜΚ και πιο συγκεκριμένα με τα προϊόντα και τις υπηρεσίες του ΄΄Πολιτισμού’’. Μέσα από τη διαχείριση του ελεύθερου χρόνου ο καπιταλισμός αυξάνει έμμεσα και την παραγωγικότητά του εισάγοντας ταυτόχρονα ένα νέο εργασιακό ήθος. Ο χρόνος αυτός, που τελικά δεν είναι καθόλου ελεύθερος, είναι ο απαραίτητος χρόνος για τη ξεκούραση του εργαζόμενου έτσι ώστε να μπορεί την επόμενη μέρα,να πάει στη δουλειά του και να είναι το ίδιο και περισσότερο παραγωγικός,.

Σε κοινωνικό επίπεδο έχει ιδιαίτερη σημασία το ζήτημα της κοινωνικής πειθάρχησης, ελέγχου κι ενσωμάτωσηςτης εργατικής δύναμης από τη στρατηγική του κεφαλαίου, σαν ένα ιδιαίτερα κομβικό άξονα που τελικά μέσα από συγκεκριμένες διαδικασίες, οδηγεί στην κατασκευή του κοινωνικού περιθωρίου, παράμετροι που στο θέμα των ναρκωτικών παίζουν κομβικό ρόλο. Είναι σαφές ότι ο κοινωνικός έλεγχος κι η κοινωνική πειθάρχηση συνδέονται διαλεκτικά, διατηρώντας και μια σχετική αυτοτέλεια, κι αποτελούν ιδεολογικούς μοχλούς υλοποίησης και εξειδίκευσης της ταξικής στρατηγικής για τα ναρκωτικά.

Έτσι, ο κοινωνικός έλεγχος αποσκοπεί στη συστηματική ενσωμάτωση των λαϊκών τάξεων υπό την ιδεολογική ηγεμονία της αστικής τάξης,με βασικό στόχο τη συμμόρφωση στα κοινωνικά πρότυπα – νόρμες, της αστικής τάξης. Πρόκειται για μια στρατηγική που ενεργοποιείται όταν εμφανισθεί μια παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, όπως η τοξικομανία και για την υλοποίηση της επιστρατεύονται διάφορες πρακτικές καταστολής κι ελέγχου και συχνάαυστηρά τιμωρητικά μέτρα. Από την άλλη η κοινωνική πειθάρχηση αποβλέπει στην κοινωνικο-πολιτισμική ένταξη των λαϊκών τάξεων στον κυρίαρχο τρόπο ζωής, κάτι που φυσικά προϋποθέτει και τη στοιχειώδη συναίνεση (ή κατίσχυση) των κυριαρχούμενων τάξεων, για την εμπέδωσή της. Με αυτήν την έννοια η πειθάρχηση δεν επιβάλλεται ως τιμωρία κι επομένως συνοδεύει τον κοινωνικό έλεγχο, αναφορικά με την ενστάλαξη της αστικής ιδεολογίας και την ‘πρόληψη’ της παρέκκλισης.

Η κοινωνικά παραδεκτή συμπεριφορά κι η δυνατότητα κοινωνικής ενσωμάτωσης είναι απόλυτα εξαρτημένη από την Ικανότητα για Εργασία μιας και όσοι δεν είναι σε θέση να εργαστούν αποκλείονται κι απωθούνται στο κοινωνικό περιθώριο (λούμπεν) με όποια μορφή μπορεί να παίρνει αυτό ( ιδρύματα, ψυχιατρεία κτλ.). «Το κοινό χαρακτηριστικόπου ομαδοποιεί όλους εκείνους τους εγκλείστους σ’ αυτά τα ιδρύματα ήταν η ανικανότητα τους να συμμετέχουν στην παραγωγή, την κυκλοφορία και συσσώρευση του πλούτου ανεξάρτητα από το αν το σφάλμα ήταν δικό τους ή όχι», γράφει ο Μ.Foucault. Η αναπαραγωγή αυτή για να είναι αποτελεσματική και να μπορεί να αποδιαρθρώνει τις συλλογικές αναπαραστάσεις και διεκδικήσεις πρέπει να αποκρύπτει συνεχώς την πραγματικότητα της ταξικής πάλης και από το πλαίσιο ΄΄κοινωνικοποίησης΄΄ του εργαζόμενου, θα πρέπει να αφαιρούνται οι στιγμές που θα του υπενθυμίζουν ότι ανήκει σε μια τάξη.

Παράλληλα εγκαινιάζεται μια πολιτική ποινικοποίησης και καταστολής απέναντι σε καταλοιπικούς τρόπους παραγωγής και συμπεριφοράς που αμφισβητούν τα αστικά κοινωνικά πρότυπα. Το κοινωνικό περιθώριο κατασκευάζεται με στόχο να δείξει ποιες είναι οι συνέπειες που θα υποστεί, όποιος δε ξεπουλά την εργατική του δύναμη. Η ιδεολογική πίεση που ασκείται, μέσα από τους διάφορους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς σε αυτήν ακριβώς της κατεύθυνση, είναι πολύ μεγάλη στο βαθμό που η ήττα του εργατικού κινήματος δεν επιτρέπει τη συγκρότηση ενός αντι-ηγεμονικού ιδεολογικού προτάγματος.

Μέσα σε αυτό το ασφυκτικό τοπίο που δημιουργείται για τις λαϊκές τάξεις σε όλα τα μέτωπα της κοινωνικής πραγματικότητας, το μέτωπο της τοξικομανίας δείχνει να επηρεάζεται καθοριστικά. Στη δεκαετία του '70 κάνουν την εμφάνισή τους και τα επόμενα χρόνια διαδίδονται γρήγορα τα “ψυχεδελικά” και παραισθησιογόνα ναρκωτικά (LSD, crack, ecstasy, αμφεταμίνες κλπ). Αυτό όμως πολύ περισσότερο είναι αποτέλεσμα της ιστορικής ήττας των κινημάτων της δεκαετίας του '60, της επέλασης του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος και της συνεπακόλουθης διάψευσης των προσδοκιών νεολαίας και εργαζομένων και όχι όπως γραμμικά περιγράφει η κυρίαρχη ιστορική αφήγηση, μία “κατάληξη των πειραματισμών των χίπιδων και της γενιάς του '68”... Το μεγάλο άλμα στην παραγωγή και διακίνηση των ναρκωτικών γίνεται στη δεκαετία του ΄80 και συμπίπτει πολιτικά, με την όξυνση της κρίσης και τη φάση της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης. Σ’αυτήν την μεγάλη αύξηση του εμπορίου ναρκωτικών έπαιξαν κεντρικό ρόλο οι αμερικάνικες μυστικές υπηρεσίες αλλά και μεγάλοι τραπεζικοί όμιλοι που βοήθησαν μέσα από συμμαχίες με τα καρτέλ να κρατήσουν ελεύθερο τοεμπόριο και να ξεπλένουν τεράστια ποσά, μέσα από μια πολιτική άγριου αντικομμουνισμού και με το πρόσχημα του ‘’πολέμου κατά των ναρκωτικών’’ που διακήρυσσαν οι αμερικάνικες κυβερνήσεις, πραγματικά έχουν παγιδεύσει ολόκληρους λαούς (Αφγανιστάν, Πακιστάν) εντός αυτών πολιτικών επιλογών επιβάλλοντας τη στρατηγική του απόλυτου ελέγχου των παραγωγών – χωρών σε οικονομικό και πολιτικοστρατιωτικό επίπεδο. Αυτές οι επιλογέςπεριλαμβάνουν την εγκατάσταση βάσεων, τη στρατιωτικοποίηση των συνόρων (Μεξικό), επιθέσεις και εισβολές και φυσικά συγκέντρωση πολύ σημαντικής πολιτικοστρατιωτικής ισχύος για το τσάκισμα των αντάρτικων κι αντιιμπεριαλιστικών κινημάτων που αναπτύσσονται στις περιοχές αυτές.

Μετά τη δεκαετία του ’80 στο δυτικό κόσμο τα ναρκωτικά έχουν γίνει ένα κοινωνικό ρεύμα που διευρύνει το κοινό του συνεχώς και είναι αναμφισβήτητο, ότι ο βασικός κορμός τοξικομανών είναι τα λαϊκά στρώματα κι η νεολαία, που προσπαθούν σε αυτήν τη μεταβατική φάση να αναπτύξουν μια στρατηγική επιβίωσης. Σε αυτό το πλαίσιο πολιτικών, ιδεολογικών και οικονομικών τομών αναπτύσσεται κι η τοξικομανία ως εκείνη η συνάντηση ενός ατόμου -με μια σειρά από αντιφάσεις που συμπυκνώνονται με εκρηκτικό τρόπο σε όλα τα επίπεδα - με μια ουσία που προσδοκά να του τις επιλύσει και λειτουργεί ως ‘’διέξοδος’’, σε μια συγκεκριμένη κοινωνική και πολιτική συγκυρία, η οποία γέννησε αυτές τις αντιφάσεις και συγκροτεί μηχανισμούς αναπαραγωγής αυτών των αντιφάσεων. Με αυτόν τρόπο η τοξικομανία εγκαθίσταται κι η καταναγκαστική επανάληψη της χρήσης είναι πλέον η βασική πρακτική του τοξικομανή, ενώ στην σύγχρονη πραγματικότητα η ουσία εξάρτησης σπάνια είναι μόνο μία, αντίθετα, σχεδόν πάντα είναι περισσότερες, με διάφορες δράσεις, έτσι ώστε το ΄΄κεφάλι να είναι γεμάτο΄΄ κι αυτή η κατάσταση εξάρτησης – πολυτοξικομανία – να μπορεί να βρίσκει και μηχανισμούς αυτό-αναπαραγωγής.

Είναι σαφές ότι η τοξικομανία κάθε άλλο παρά ‘’ελεύθερη επιλογή’’ είναι. Αντίθετα στο πολύ συγκεκριμένο κι ασφυκτικό κοινωνικό πλαίσιο της εξατομίκευσης, των εξαντλητικών ρυθμών εργασίας και ζωής, των χαμηλών κοινωνικών προσδοκιών και της απομείωσης μαζικών κοινωνικών πρακτικών και συλλογικών αναπαραστάσεων,σε τελική ανάλυση ο εξαρτημένος ‘’επιλέγει’’ να πάρει μια ουσία και σε αυτή να επενδύσει, για την αντιμετώπιση της σκληρής προσωπικής και κοινωνικής πραγματικότητας.

Χαρακτηριστικό παράδειγμα για τη σύνδεση της χρήσης εξαρτησιογόνων ουσιών με τους σκληρούς όρους διαβίωσης και την απουσία θετικού προτάγματος είναι φανερή και στο φαινόμενο των υψηλών ποσοστών χρήσης εντός του στρατού, και ιδιαίτερα εν μέσω πολέμου. Περί το 1900 ήδη το 20% της γαλλικής “Λεγεώνας των Ξένων” κάπνιζε όπιο, ενώ εντυπωσιακά είναι τα αποτελέσματα μίας μελέτης της κοινωνιολόγου και εισηγήτριας της ψυχιατρικής επιδημιολογίας στις ΗΠΑ, Lee Robins, στους βετεράνους του πολέμου του Βιετνάμ: Μόλις το 1% αυτών έκανε χρήση ηρωίνης πριν τον πόλεμο. Στη διάρκεια του πολέμου στο Βιετνάμ το ποσοστό αυτό ανέβηκε στο 20%, ενώ μετά την επιστροφή στις ΗΠΑ το 88% των χρηστών διέκοψε οριστικά τη χρήση της, παρά τη σωματική τους εξάρτηση και την εμφάνιση στερητικών συμπτωμάτων! Και κατά τη διάρκεια της στρατιωτικής θητείας άλλωστε στην Ελλάδα, η χρήση του συνόλου των ναρκωτικών είναι αυξημένη, με θανάτους λόγω υπερβολικής δόσης να πλαισιώνουν τις αυτοκτονίες, αποτελέσματα και οι δύο της ψυχολογικής και ιδεολογικής επιβολής του μηχανισμού του στρατού στο φαντάρο...

Σε τελική ανάλυση, κάθε κοινωνία της οποίας η δομή βασίζεται σε ταξικές αντιθέσεις και άρα στον ανταγωνισμό αντιθετικών ταξικών συμφερόντων, κατασκευάζει μέσα στα όρια της περιοχές αντιρρόπησης των εσωτερικών της αντιθέσεων, στις οποίες υλοποιείται η ανάγκη άρνησης ή μετατροπής σε αντικείμενο ενός μέρους της ίδιας της της υποκειμενικότητας. Η αναζήτηση του αποδιοπομπαίου τράγου – αυτού που μπορεί να απομονωθεί και πάνω του θα διοχετευεθεί η επιθετικότητα μας δεν θα μπορούσε να αποτελεί ηγεμονική κοινωνική ταξική πρακτική, αν δεν ενίσχυσει και τελικά δεν εμπεδώσει την επιθυμία του ανθρώπου να αποφύγει και να απομακρύνει το κομμάτι του εκείνο που του προξενεί φόβο. Η ‘πιάτσα’ ως συμβολικός και πραγματικός χώρος, μέσα στον οποίο συμπυκνώνεται η τοξικομανιακή εμπειρία, επιτελεί μια πολλαπλή καταπίεση: αυτήν της δομικής καταπίεσης που βιώνει το υποκείμενο εντός του σύγχρονου τρόπου με τον οποίο συγκροτεί, αναπαράγει και βιώνει τις κοινωνικές σχέσεις και τις σχέσεις παραγωγής, την ανικανότητα για εργασία και επομένως την καταπίεση που συνεπάγεται η ταξική θέση, ο κοινωνικός ρόλος και η ταξική προοπτική πλεον ως απόβλητος αλλά και αποξενωμένος από την διαδικασία και τα μέσα παραγωγής και τελικά η καταπίεση της τυραννικής αλλοτριωμένης ανάγκης για την ουσία, η οποία διαμεσολαβεί πια στην σχέση μια διαλυμένης υποκειμενικότητας και άρα κοινωνικότητας με την ανάγκη για φυγή από το ίδιο κοινωνικό σώμα από το οποίο αποβλήθηκε.

Εξαρτήσεις και νεολαία, στην Ελλάδα της οικονομικής κρίσης

Η καπιταλιστική οικονομική κρίση σαφώς αποτυπώνει, εκφράζει και συμπυκνώνει το συγκρουσιακό και εγγενώς αντιφατικό χαρακτήρα του καπιταλιστικού συστήματος, ως συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης. Εκφράζει ακόμη το βαθύτερο κοινωνικό ανορθολογισμό του, την καταστροφική δυναμική του. Δεν αποτελεί, όμως, και τα προεόρτια της κατάρρευσής του. Η ιστορία των καπιταλιστικών κρίσεων δείχνει ότι μπορούν να αποτελέσουν μηχανισμό για την αναδιάρθρωση και το βάθεμα των καπιταλιστικών εκμεταλλευτικών σχέσεων. Γι’ αυτό και σήμερα θα ήταν λάθος να δούμε στην καπιταλιστική κρίση και την ενεργοποίηση αυτόματα μιας κρίσης της αστικής ηγεμονίας. Η ηγεμονία της αστικής τάξης και συνάρθρωση του συνασπισμού εξουσίας δεν στηρίζονται ποτέ απλώς στη διατήρηση υψηλών ρυθμών κερδοφορίας. Προϋποθέτουν όλο το πλέγμα των ταξικών εξουσιών, των πολιτικών μορφών και των ιδεολογικών πρακτικών, τη διατήρηση του ελέγχου της παραγωγικής διαδικασίας, την κατοχή της πολιτικής εξουσίας, τον έλεγχο των ιδεολογικών μηχανισμών, την ικανότητα προβολής του αστικού συμφέροντος ως εθνικού συμφέροντος. Αυτό το πλέγμα επιτρέπει την διατήρηση, ενίοτε και την ενίσχυση της θέσης του κεφαλαίου, ακόμη και εάν ‘η οικονομία δεν πηγαίνει καλά’. Είναι κακός οικονομισμός η ταύτιση οικονομικής κρίσης και κρίσης ηγεμονίας. Ο καπιταλισμός δεν καταρρέει, έχει τη δυνατότητα να ανατραπεί μέσα από εκείνη την πολιτική παρέμβαση και δράση που αμφισβητεί ολόκληρο το πλέγμα των μηχανισμών της ηγεμονίας.

Η ίδια η καπιταλιστική κρίση, εάν δεν υπάρχει απάντηση του λαϊκού κινήματος και πολιτική παρέμβαση της Αριστεράς, επιτρέπει οριακά στους αστούς ασκήσουν οικονομική, πολιτική και ιδεολογική τρομοκρατία στις λαϊκές δυνάμεις, να εκμεταλλευτούν την ανασφάλεια, να χτυπήσουν τους αδύναμους κρίκους, να δημιουργήσουν συνθήκες συμπίεσης προσδοκιών προς τα κάτω, να ενισχύσουν μορφές και πρακτικές επιβιωτισμού, να επιτείνουν αποτελέσματα διαίρεσης, κατακερματισμού και εξατομίκευσης μέσα στις δυνάμεις της εργασίας. Άλλωστε, αυτό θα επέτρεπε και την μετακύληση μέρους του κόστους της κρίσης στις πλάτες των λαϊκών τάξεων αλλά και θα διαμόρφωνε όρους και συνθήκες ενός νέου κύκλου αναδιαρθρώσεων και βαθέματος της εκμετάλλευσης.

Μέσα σε όλη τη συγκυρία της αναδιάρθρωσης και της προσπάθειας για απάντηση στην τρέχουσα καπιταλιστική κρίση, προωθούνται και κομβικοί μετασχηματισμοί σε ό,τι αφορά τους κρατικούς μετασχηματισμούς.

Η τάση ενεργού ρόλου του κράτους ως προς την αναδιάρθρωση, την απάντηση στην κρίση και την ενίσχυση του κεφαλαίου διατηρείται σε πείσμα της νεοφιλελεύθερης ρητορείας περί λιγότερου κράτους. Άλλωστε, η στροφή προς το κράτος για στήριξη φάνηκε καθαρά και στο ξεκίνημα της κρίσης ως αίτημα ανοιχτής στήριξης ιδίως των τραπεζών. Αντίστοιχα, σήμερα ζητήματα όπως οι πολιτικές λιτότητας, ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων, αναμόρφωσης του ασφαλιστικού περνάνε μέσα από την ενεργοποίηση του ‘κράτους στρατηγείου’. Ειδικά η λογική της γενίκευσης της επισφάλειας, τη εργασιακής ανασφάλειας και συνολικά της επιδείνωσης του συμβολαίου εργασίας σήμερα αποτελεί βασική στρατηγική προτεραιότητα της κρατικής λειτουργίας, στο όνομα και των περιβόητων ‘ενεργητικών πολιτικών για την απασχόληση’. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι πηγαίνουμε και σε μια κατεύθυνση επιστροφής στο ‘κοινωνικό κράτος’. Στην πραγματικότητα έχουμε αναβάθμιση του ρόλου του κράτους στην κατεύθυνση της επιδείνωσης της θέσης των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, συνεχίζεται η τάση απόδοσης χώρων και τομέα στην ιδιωτική πρωτοβουλία και τα κύματα ιδιωτικοποιήσεων.

Μέσα στην όλη συγκυρία της κρίσης κυριαρχεί μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς του κράτους, δημόσιους και ιδιωτικούς ένας συνδυασμός ανάμεσα στο νεοφιλελεύθερο και το νεοσυντηρητικό ιδεολογικό υποσύνολο. Απουσιάζουν οι θετικές προτάσεις συλλογικής ευημερίας, δεν υπάρχει και εύκολο έδαφος για οράματα ατομικής ανοδικής ανέλιξης και η βασική προσπάθεια αποδιάρθρωσης των συλλογικών αναπαραστάσεων των λαϊκών μαζών περνάει κύρια μέσα από την προβολή της λογικής ότι δεν υπάρχει διέξοδος από την αποδοχή της κυρίαρχης κοινωνικής πραγματικότητας. Παρότι η εμφανής κατάδειξη του βαθύτερου ανορθολογισμού της αγοράς, εντούτοις δεν αναδύονται μέσα στους ιδεολογικούς μηχανισμούς άλλα προτάγματα, πέραν της επίκληση –«εάν και εφόσον θα ήταν εφικτό– μια ήπια αναδιανομής και της λογικής του κράτους δικτύου κοινωνικής προστασίας μαζί με την νεοσυντηρητική επένδυση στην ‘ασφάλεια’, αλλά τίποτε παραπάνω. Ιδιαίτερη συγκυριακή πλευρά και η προσπάθεια διαμόρφωσης ‘συλλογικής ενοχής’ μέσα από το σχήμα ότι ‘όλοι φταίμε για τη σημερινή κατάσταση’. Παράλληλα, αξίζει να σημειώσουμε ότι ως ιδιαίτερη πλευρά του νεοσυντηρητικού υποσυνόλου αναπαράγονται και στοιχεία ρατσιστικής ρητορείας και μετατόπισης της κοινωνικής ανασφάλειας απέναντι στην κρίση και την διεθνοποίηση του κεφαλαίου – ανασφάλεια που αποτελεί σήμερα την ‘υπαρξιακή σταθερά’ των λαϊκών στρωμάτων – προς την κατεύθυνση στοιχείων ρατσιστικής μισαλλοδοξίας. Η αναπαραγωγή όλων των ιδεολογικών αναδιπλώσεων και σκληρύνσεων που αναφέρθηκαν, απέναντι στην προφανή μειωμένη απήχηση του ‘υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού’ σε μεγάλο μέρος των λαϊκών στρωμάτων, εξασφαλίζεται σε μεγάλο βαθμό και μέσα από τον έλεγχο των ιδιωτικών ΜΜΕ από επιχειρηματικά συμφέροντα που έχουν κάθε λόγο να θέλουν να εξασφαλίσουν την ηγεμονία των πιο επιθετικών στρατηγικών, μέσα από ένα συνδυασμό κατευθυνόμενης και μονοδιάστατης πολιτικής ενημέρωσης και μετατόπιση σε μια ψυχαγωγική λειτουργία που αναπαράγει τις χειρότερες εκδοχές της μαζικής κουλτούρας, από την εμπορευματοποιημένη μουσική των club και των ‘μπουζουκιών’, την ατομικευμένη αντίληψη της διαχείρισης του ελέυθερου χρόνου, την μεταμοντέρνα κι εξωιστορική αστική ηθικότητα των κυρίαρχων προτύπων για τον πολιτισμό και την τέχνη, μέχρι τις πιο εκχυδαισμένες μορφές όπως η πορνογραφία.

Από το δεύτερο μισό του 20ού αιώνα και εξής, η χρήση και η εξάρτηση από τα ναρκωτικά ως φαινόμενο αγγίζει με τον πιο μαζικό αναλογικά τρόπο τη νεολαία. Η παρουσίαση από τους απολογητές της κυρίαρχης ιδεολογίας ως βασικά αίτια για αυτό την “τάση των νέων για πειραματισμό” και τις “δυσλειτουργικές οικογένειες που δεν επιτρέπουν στον νέο μία αρμονική κοινωνική ένταξη” υποκρύπτει τα πραγματικά αίτια. Με τον τρόπο αυτό άλλωστε προβάλλονται είτε στοιχεία της προσωπικότητας του κάθε νέου (ως ατομικότητα) είτε μεμονωμένες πλευρές της λειτουργίας ενός μηχανισμού, της οικογένειας και όχι η ίδια η διαδρομή της ταξικής πάλης στους ανεπτυγμένους καπιταλιστικούς κοινωνικούς σχηματισμούς, για ένα κοινωνικό φαινόμενο που ούτως ή άλλως έχει σαφή ταξικά χαρακτηριστικά. Αδιαμφισβήτητο είναι άλλωστε το γεγονός, ότι η εξάρτηση αφορά με τον πιο μαζικό και επιθετικό τρόπο τα εργατικά, τα κατώτερα μικροαστικά στρώματα, καθώς και το “κοινωνικό περιθώριο” (λούμπεν κομμάτια).

Δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι η νεολαία ως κοινωνική κατηγορία βρέθηκε είτε πρωτοπόρα είτε οργανικό τμήμα κάθε κινήματος αμφισβήτησης πλευρών της κυρίαρχης πολιτικής του κεφαλαίου στη Δύση από το Μάη του 1968 και μετά. Στο πλαίσιο αυτό εμφανίζονται και αναπαράγονται στο εσωτερικό της τάσεις ριζοσπαστισμού, που σε μεγάλο βαθμό συνδέονται με την κριτική του κυρίαρχου μηχανισμού που καθορίζει κοινωνικά τη νεολαία, του εκπαιδευτικού. Η μαζικοποίηση της ουσιοεξάρτησης στο στρώμα αυτό λοιπόν αποτέλεσε -και συνεχίζει να αποτελεί- μία οδό ενσωμάτωσης των τάσεων ριζοσπαστισμού των νεολαίων. Άλλωστε η χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, έρχεται να δώσει την προοπτική της πρόσκαιρης, ατομικής “φυγής” από την καθημερινότητα. Μία προοπτική, που ελλείψει ενός συλλογικού, νικηφόρου αγωνιστικού, όπωςκαι πολιτιστικού αντιπροτάγματος, μπορεί να είναι δελεαστική ακριβώς για τους νεολαίους εκείνους, που με έναν σχετικά αυθόρμητο τρόπο τείνουν να έρθουν σε ρήξη μετους μηχανισμούς εκείνους, που επιδιώκουν να τους συμμορφώσουν/εντάξουν σε ένα παρόν και μέλλον που δεν τους χωρά. Δεν είναι άλλωστε τυχαίο, ότι η εξάρτηση εμφανίζεται κυρίαρχα σε νεολαίους που αδυνατεί να εντάξει ομαλά στην “κανονικότητα” ο εκπαιδευτικός ή/και οικογενειακός Ιδεολογικός Μηχανισμός του Κράτους.

Εντός αυτού του πλαισίου, παραπάνω από αναμενόμενα δυστυχώς είναι τα φαινόμενα της εξάπλωσης της τοξικομανίας για κάθε τύπο ουσίας και στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό τα τελευταία χρόνια. Μάλιστα, στην χτυπημένη από την οικονομική κρίση και την καπιταλιστική βαρβαρότητα Ελλάδα του “success story” η χρήση ναρκωτικώνεντός της νεολαίας “χτυπά” ιστορικό υψηλό: Με βάση έρευνα στα ελληνικά σχολεία του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου Ψυχικής Υγιεινής, το 2011, στις ηλικίες 15-19 ετών, η χρήση τουλάχιστον μία φορά κάποιας παράνομης ουσίας αφορά το 15,3% - 6% το αντίστοιχο ποσοστό το 1984-, και παραπάνω από 3 φορές το 9,9% -3,6% το 1984! Συγκεκριμένα για την ηλικιακή ομάδα 19+ ετών τα αντίστοιχα ποσοστά εκτινάσσονται σε 40,2% και 29,6%!! Το συγκεκριμένο στοιχείο είναι αποκαλυπτικό, καθώς αφορά κυρίαρχα ακριβώς εκείνη την κατηγορία μαθητών που δεν συμμορφώνονται με το πρότυπο του “καλού μαθητή” του ιδεολογικού μηχανισμού του σχολείου και “μένουν” σε κάποια τάξη: κατά βάση πρόκειται για παιδιά εργατικών (ή άνεργων πλέον) οικογενειών, που σε μεγάλο ποσοστό αναγκάζονται να εργαστούν από τα σχολικά τους χρόνια ή/και είναι μετανάστες 1ης και 2ης γενιάς. Ας σημειωθεί ότι με βάση την παραπάνω έρευνα, μετά από μία σχετική πτώση των παραπάνω δεικτών μεταξύ 1998 και 2003, ανοδική τάση επανεμφανίζεται από το 2007, ενώ η ύπαρξη στοιχείων μετά το 2011 ενδεχομένως θα εμφάνιζε επομένως μία ακόμα μεγαλύτερη άνοδο...Άξιο να σημειωθεί είναι επίσης το γεγονός, ότι το 45,1% του συνολικού δείγματος των 15-19 ετών αναφέρει τουλάχιστον 1 περίπτωση μεγάλης κατανάλωσης (5+ ποτά) αλκοόλ τον τελευταίο μήνα (56% στους 19χρονους...).

Η ενίσχυση του φαινομένου της εξάρτησης στην Ελλάδα στις διάφορες μερίδες της νεολαίας τα τελευταία χρόνια μπορεί να αποδοθεί σε μία σειρά από παράγοντες:

ñΤην διάψευση των προσδοκιών της νεολαίας για μία καλύτερη προοπτική. Η απαξίωση των πτυχίων και τα πολύ υψηλά ποσοστά ανέργων μεταξύ των νέων αποφοίτων της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης, αλλά και εκείνων που ουδέποτε την ολοκληρώνουν, όπως και η εργασία με ελαστικές σχέσεις & δυσβάστακτους όρους, διαμορφώνουν πραγματικά το πρόταγμα “της γενιάς που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη”.

ñΗ υποβάθμιση του επιπέδου διαβίωσης της οικογένειας και η ενδεχόμενη παράλληλη εργασία των νεολαίων για την οικονομική της υποστήριξη έρχεται να προσθέσει έντονη κοινωνική πίεση στην καθημερινότητα των νεολαίων.

ñΣτο πλαίσιο των παραπάνω, αυξάνεται αριθμητικά εκείνη η μερίδα των νέων που “λουμπενοποιούνται”, εξωθούνται δηλαδή στο κοινωνικό περιθώριο. Η σχέση μεταξύ κοινωνικής περιθωριοποίησης και ουσιοεξάρτησης είναι διαλεκτική: Τόσο η εξάρτηση αποτελεί παράγοντα μη κοινωνικής αποδοχής και ενδεχομένως “κοινωνικής εξόδου” και “λουμπενοποίησης” του εξαρτημένου, όσο και η χρήση και εξάρτηση (ιδιαίτερα από τα λεγόμενα “σκληρά” ναρκωτικά) είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη εντός της ιδιόμορφης κοινωνικοποίησης των “λούμπεν”.

ñΗ προβολή και εμπέδωση ενός πολιτιστικού προτάγματος και προτύπου διασκέδασης με χαρακτηριστικά που κάθε άλλο παρά “οχυρώνουν” τη νεολαία απέναντι στις εξαρτήσεις. Η σύγχρονη, εμπορευματοποιημένη ψυχαγωγία ταυτίζεται με σύντομες περιόδους εκτόνωσης/ “φυγής” ως διαλείμματα εντός μίας πλήρως εντατικοποιημένης καθημερινότητας. Δεν είναι τυχαίο, ότι η διασκέδαση αυτή είναι σχεδόν ταυτισμένη με την παράλληλη χρήση των νόμιμων ναρκωτικών ουσιών (αλκοόλ, καπνός), η οποία μάλιστα είναι κοινωνικά αποδεκτή σε αυτό το πλαίσιο. Σε τελική ανάλυση, το πρότυπο διασκέδασης που ταυτίζεται με τη μέθη από το αλκοόλ σε κάποιο μαγαζί δεν έχει τεράστια απόσταση από τη διασκέδαση που ταυτίζεται με τη χρήση μαριχουάνας (που σε περίοδο κρίσης μπορεί να είναι και μία πιο προσιτή οικονομικά πρόταση) κ.ο.κ.

3. Πολιτικές Υγείας – Τα κυρίαρχα μοντέλα Κατανόησης - Αιτιοπαθογένειας - Αντιμετώπισης

Στο σύγχρονο καπιταλισμό η βασική λειτουργία που επιτελεί η Ιατρική είναι αυτή της επιδιόρθωσης κι άρα αναπαραγωγής της εργατικής δύναμης. Ο εργαζόμενος αποτελεί άμεση πηγή κέρδους για το κεφάλαιο, επομένως μεγάλα διαστήματα απουσίας από την εργασία είναι ασύμφορα καθώς μειώνουν την παραγωγικότητα και το κέρδος. Το ίδιο ασύμφορη είναι κι η αντικατάσταση ενός εργαζόμενου που δε μπορεί να εργαστεί (ασθένεια, ατύχημα, τοξικομανία, ψυχική διαταραχή) καθώς αυτός ο εργαζόμενος έχει το μυστικό της γνώσης, είναι έμπειρος και πολύ παραγωγικός, επομένως το κόστος στην παραγωγικότητα αλλά και το ίδιο το κόστος κατάρτισης-εξειδίκευσης ενός νέου εργαζομένου είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της επιδιόρθωσης, ενώ ταυτόχρονα δε συντηρείται η ανεργία και ο ρυθμός ροής των εργαζομένων στην παραγωγική διαδικασία. Ειδικά στην φάση της σημερινής καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης βρισκόμαστε στο σημείο όπου ο συσχετισμός δημόσιων-ιδιωτικών δαπανών βρίσκεται στο 43%-57%. Το κεφάλαιο που δραστηριοποιείται στο χώρο της Υγείας (ελληνικών συμφερόντων στη συντριπτική του πλειοψηφία και με μεγάλη συγκεντροποίηση σε 5-6 βασικούς ομίλους) ισχυροποίησε αρκετά τη θέση του τα προηγούμενα χρόνια. Η ανάπτυξη διαγνωστικών κέντρων σε κάθε πόλη, η δημιουργία νέων μεγάλων μαιευτηρίων και ογκολογικών νοσοκομείων, η δίογκωση της δαπάνης για υπερτιμολογημένες προμήθειες είναι το αποτέλεσμα της πριμοδότησης του. Ταυτόχρονα η αφαίμαξη των ασφαλιστικών ταμείων συνεχίζεται με συστηματικό τρόπο μέσω της διόγκωσης της φαρμακευτικής δαπάνης και της πολιτικής που επιτρέπει προκλητικές συμβάσεις οποιυδήποτε ιδιωτικού φορέα με τα ταμεία. Ο βασικός πυρήνας της αναδιάρθρωσης στον τομέα της Περίθαλψης συμπυκνώνεται στη λειτουργία του δημόσιου τομέα με ιδιωτικό-οικονομικά κριτήρια, στη γενίκευση των ΣΔΙΤ, στην αξιολόγηση και τη συγκρότηση κλειστών προυπολογισμών ανα νοσοκομείο, στην εισαγωγή της τεκμηριωμένης ιατρικής (guidelines), στη μεταφορά των περιφεριακών νοσοκομειών μέσω του καλλικράτη στη δικαιοδοσία των δήμων και στο χτύπημα των εργασιακών σχέσεων γιατρών-νοσηλευτών (επικουρικοί ιατροί, stage). Ταυτόχρονα μεθοδεύεται η παραχώρηση κλινών νοσοκομείων σε ιδιωτικές ασφαλιστικές εταιρείες προκειμένου να αποκτήσουν “έσοδα” τα νοσοκομεία καθώς και παραχώρηση όψεων της λειτουργίας των νοσοκομείων σε ιδιωτικές εταιρείες (ιματισμός, καθαρισμός, σίτιση κλπ). Συγκεκριμένα για το ζήτημα της τοξικομανίας, γεγονός αποτελεί η υποχρηματοδότηση και υποβάθμιση των όποιων, ούτως ή άλλως εξ' αρχής ανεπαρκών, δομών απεξάρτησης και υποστήριξης για τους εξαρτημένους χρήστες σκληρών (φαρμακολογικά) ναρκωτικών. Η μνημονιακή πολιτική έχει μειώσει σε τεράστιο βαθμό την χρηματοδότηση για αυτές, στοχεύει σε απομείωση της στελέχωσής τους, και μάλιστα αυτές που πλήττονται περισσότερο είναι τα λεγόμενα “στεγνά” προγράμματα αποκατάστασηςπου οδηγούνται ακόμα και σε ενδεχόμενο κλείσιμο (χαρακτηριστική η πρόταση για συγχώνευση ΟΚΑΝΑ-ΚΕΘΕΑ). Παράλληλα, οι μονάδες του ΟΚΑΝΑ σχεδιάσεται να ενταχθούν στο ήδη υποστελεχωμένο ΕΣΥ, όταν στις λίστες αναμονής του για πρόγραμμα υποκατάστασης βρίσκονται περίπου 3,500 εξαρτημένοι. Άλλωστε, σε συνθήκες οικονομικής κρίσης και ακραίας ανεργίας (όταν δηλαδή υπάρχει έτοιμος και πολυπληθής “εφεδρικός στρατός εργαζομένων”), το “κόστος επιδιόρθωσης” της εργατικής δύναμης των εξαρτημένων κρίνεται μάλλον ασύμφορο για την αστική πολιτική, όταν μάλιστα αυτό περιλαμβάνει μακρά διαδικασία απεξάρτησης και επανένταξης στην παραγωγική διαδικασία. Βέβαια για το κεφάλαιο και πριν την οικονομική κρίση πιο κερδοφόρα ήταν για την πλειοψηφία των εξαρτημένων η εξώθησή τους στο κοινωνικό περιθώριο, παρά η περίθαλψή τους.

Η διατήρηση λοιπόν ενός βασικού επιπέδου σωματικής και ψυχικής υγείας αποτελεί ζωτικό ζήτημα για την υψηλή καπιταλιστική κερδοφορία κι υπο αυτήν την έννοια, η γρήγορη επάνοδος των εργαζομένων στα παραγωγικά τους ΄΄καθήκοντα΄΄ με όσο το δυνατόν μικρότερο κόστος περίθαλψης είναι ιδιαίτερα σημαντική παράμετρος. Είναι λοιπόν σαφές ότι το κεφάλαιο αδιαφορεί πλήρως για ο,τιδήποτε έχει σχέση με την υγεία των εργαζομένων, πέρα από αυτό το βασικό επίπεδο που είναι απαραίτητο για την Ικανότητα για εργασία, αυτό όμως δε σημαίνει, όπως διάφορες καταστροφολογικές αντιλήψεις στην Αριστερά υποστηρίζουν, ότι το κεφάλαιο αδιαφορεί για το αν οι εργαζόμενοι είναι άρρωστοι ή όχι. Μπορεί να αδιαφορεί για το αν είναι ‘’συνολικά καλά’’, για το αν η πραγματικότητα των παραγωγικών σχέσεων κι οι περιβαλλοντικές συνέπειες της ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων δημιουργούν ασθενείς καθημερινά, αλλά σε καμία περίπτωση δεν επιθυμεί μια κοινωνία αρρώστων, ακριβώς γιατί θα ήταν μη-παραγωγικοί.

Ο Τομέας Περίθαλψης που συγκροτείται ακριβώς πάνω σε αυτήν την ανάγκη επιδιόρθωσης της εργατικής δύναμης εκπροσωπείται ιδεολογικά από την Ιατρική και τα συναφή της επαγγέλματα (ψυχολογία, κοινωνική εργασία) που συγκροτούν ένα πολύ συγκεκριμένο πλαίσιο κατασκευασμένων αντιθέσεων όπως Υγεία-Ασθένεια/Φυσιολογικό-Παθολογικό, αλλά και ένα πεδίο ελέγχου καθώς πλέον το ‘’σώμα΄΄των λαϊκών τάξεων απομονώνεται από τις θεραπευτικές παρεμβάσεις και κοινωνικές πρακτικές της λαϊκής ιατρικής. Κοινή συνισταμένη αυτών των νέων χαρακτηριστικών που εγκαινιάζει η Ιατρική, είναι αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης με το μικρότερο δυνατό κόστος για το κράτος αλλά και η συγκρότηση μιας μαζικής ιδεολογικής υποταγής στις προτεραιότητες της ανάπτυξης.

Ο άρρωστος – ανίκανος για εργασία, ΄΄αντικειμενοποιείται΄΄ από τις επιστημονικοτεχνικές εξελίξεις, οι οποίεςπροφανώς προσανατολίζονται στη γρήγορη επιστροφή στην εργασία με το χαμηλότερο δυνατό κόστος (π.χ.λαπαροσκόπηση, ψυχοφάρμακα, αντιβιοτικά) και σε κάθε περίπτωση ο γιατρός, του οποίου η αυθεντία σπάνια μπορεί να αμφισβητείται, είναι αυτός πουθα αποφασίσει αν το ΄΄αντικείμενο΄΄ μπορεί να γυρίσει πίσω στην εργασία, αν δηλαδή είναι αρκετά λειτουργικός ώστε να επανενταχθεί ξανά στην κοινωνία – ΄΄κανονική ζωή΄΄.

Σε αυτή τη διαδικασία όμως επιδιόρθωσης των εργαζομένων, πολλές φορές οι βλάβες που εμφανίζονται είναι ανεπανόρθωτες κι οι δυνατότητες επιλογής ασφυκτικά περιορισμένες: ο άρρωστος ΄΄αριστοκρατικού τύπου΄΄ όπως γράφει ο F. Basaglia, δηλ. από την αστική τάξη, μπορεί να αντιτείνει μια διαπραγματευτική δύναμη στην τεχνική εξουσία του γιατρού, δηλαδή το ρόλο που επιτελεί στον καπιταλιστικό κοινωνικό καταμερισμό εργασίαςη οποία είναι τελικά κι η μοναδική εγγύηση ελέγχου της θεραπευτικής πράξης. Σε αυτήν την περίπτωση ο γιατρός επιλέγει να επιδιορθώσει τον άρρωστο με ένα διπλό όφελος : επειδή συνήθως η αστική τάξη καταφεύγει στον ιδιωτικό τομέα (ή σε Πανεπιστημιακές κλινικές) το κόστος περίθαλψης αυξάνεται κάτι που αποτελεί βασική επιδίωξη του ιδιωτικού τομέα περίθαλψης – σε αντίθεση με το δημόσιο – κι αφετέρου αναπαράγουν τον ταξικό χαρακτήρα της περίθαλψης.

Από την άλλη ένας άρρωστος που προέρχεται από τις λαϊκές τάξεις και δεν έχει –σχεδόν – καμία διαπραγματευτική δύναμη, σπάνια μπορεί να λάβει υψηλής ποιότητας υπηρεσίες υγείας. Εκεί το κράτος, μέσω του γιατρού, επιλέγει να μην επιδιορθώσει τον εργαζόμενο καθώς το κόστος περίθαλψης είναι πιο μεγάλο από την αντικατάστασή του και τελικά βγάζει τον εργαζόμενο εκτός παραγωγής κι επί της ουσίας ο ασθενής αρχίζει επίσημα την καριέρα του ως κοινωνικά αποκλεισμένος.

Ο σύγχρονος τοξικομανής λοιπόν που κατά βάση προέρχεται από τα λαϊκά στρώματα κι ο κοινωνικός του ρόλος στην εργασία είναι ουσιαστικά ελάχιστος, όποτε κι αν πάει στο νοσοκομείο με το ένα ή το άλλο σύμπτωμα, κανένας δεν πρόκειται να τον κρατήσει και να του παρέχει μια ολόπλευρη θεραπεία, αντίθετα αυτό που συνήθως γίνεται είναι ένας ορός ή όταν είναι σοβαρό περιστατικό ένας ανταγωνιστής της ηρωίνης κι έξω από την πόρτα. Ο τοξικομανής συνήθως νέος, χωρίς καμία εξειδικευμένη γνώση, απολυμένος από αρκετές δουλείες, συχνά πρώην κατάδικος, επικίνδυνος πολλές φορές, με ένα πολύ ασθενικό σώμα και με μια αισθητική, του τρόπου ζωής και συμπεριφοράς, ΄΄αλήτη΄΄ είναιέξω από την παραγωγική διαδικασία μιας και το κόστος επιδιόρθωσης του είναι πολύ μεγαλύτερο από αυτό της συντήρησης. Η τοξικομανία είναι μια παρέκκλιση, που η σύγχρονη πραγματικότητα των παραγωγικών και κοινωνικών σχέσεων δεν θέλει και δεν τη συμφέρει να ανεχτεί και την αποβάλλει από το σύνολο σχεδόν των πρακτικών της, κλείνοντας κάθε πόρτα ακόμα και στη δυνατότητα αλλαγής.

Με βάση τις παραπάνω κατευθύνσεις, συγκροτούνται σήμερα οι θεωρίες αιτιοπαθογένειας και καταπολέμησης των ναρκωτικών, δημιουργώντας ένα σαφές – χωρίς περιθώρια διαφυγής – κοινωνικό κι ιδεολογικό πλαίσιο με θεματοφύλακες τους σύγχρονους ψυχιάτρους, ψυχολόγους αλλά και την ιατροφαρμακευτική βιομηχανία.

Α. Η Βιολογική Άποψη

Για τη Βιολογία και τη Γενετική το φαινόμενο της τοξικομανίας εντοπίζεται στην ύπαρξη πιθανών έμφυτων ή επίκτητωνβιοχημικών και φυσιολογικών συνθηκών που υπό συνθήκες κάνουν το άτομο ευάλωτο στην εξάρτηση. Συγκεκριμένα διαπιστώνεται ως διαταραχή -και βασικά ως έλλειψη- στο σύστημα διάφορων νευροδιαβιβαστών, όπως οι ενδορφίνες που έχουν όμοια χαρακτηριστικά με τη μορφίνη ή η σεροτονίνη κι η ντοπαμίνη που ευθύνονται για τη ρύθμιση της διάθεσης. Για να καλυφθεί αυτό το έλλειμμα στις ευφορικές ουσίες που ο ίδιος ο εγκέφαλος παράγει, οι χρήστες αναζητούν τεχνητές ουσίες με παρόμοια δράση, όπως η ηρωίνη, η κοκαϊνη, το χασίς, το αλκοόλ.

Σε μια σειρά από έρευνες που έχουν γίνει αυτή η υπόθεση, δε δικαιώνεται παρόλα αυτά όχι απλά δεν εγκαταλείπεται αντίθετα, είναι η κυρίαρχη σε αυτήν την συγκυρία, καθώς αποτελεί το επιστημονικό υπόβαθρο της Ιατρικοποίησης κατά βάση κοινωνικών φαινομένων και της υλοποίησης από το κράτος της πολιτικής της Υποκατάστασης. Η λογική είναι απλή: αφού υπάρχουν χρήστες μιας ουσίας, επειδή έχουν έλλειψη, λόγω εγκεφαλικής διαταραχής – όπως οι διαβητικοί την ινσουλίνη – θα υποκαθίσταται νόμιμα κι ελεγχόμενα με μία άλλη ισοδύναμη η οποία όμως θα μειώσει τους θανάτους που προκαλεί η υπερβολική δόση ή συνεπάγεται ο τρόπος χρήσης ηρωίνης( ηπατίτιδα, AIDS), θα εξαφανίσει τη μαύρη αγορά και τελικά θα θεραπεύσει και θα επανεντάξει τους εξαρτημένους από ηρωίνη.

Η υποκατάσταση εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ την περίοδο που το ‘’Αμερικάνικο Όνειρο’’ συγκρούστηκε με τη μεγαλειώδη αντίσταση του Βιετναμέζικου λαού και τα αποτελέσματα όχι μόνο δεν ήταν αυτά που είχε υποσχεθεί η αμερικάνικη κυβέρνηση στις χιλιάδες εξαρτημένων κι ηττημένων αμερικανών, αντίθετα οδήγησαν σε τεράστια εξάπλωση της ηρωίνης -κι όχι μόνο- και της μαύρης αγοράς ενώ ο αριθμός των θανάτων αυξήθηκε. Σε αντίστοιχα επίπεδα κινούνται, 40 χρόνια μετά, τα αποτελέσματα και στις άλλες χώρες που εφαρμόστηκε η υποκατάσταση είτε με μεθαδόνη είτε με άλλες ουσίες.

Μια άλλη άποψη, αυτή της Γενετικής,- η οποία δεν έχει αποδειχτεί - είναι ότι η εξάρτηση είναι αποτέλεσμα κληρονομικότητας δηλαδή γονιδιακά κληρονομημένων χαρακτηριστικών από κάποιο πρόγονο. (κάτι που βέβαια που είναι πολύ πιθανόν μιας κι αν υπολογίσουμε την τεράστια εξάπλωση της τοξικομανίας, σχεδόν όλοι έχουμε κάποιον εξαρτημένο μέσα στις οικογένειές μας!)

Β. Η Ψυχιατρική Άποψη

Για τη σύγχρονη Ψυχιατρική η τοξικομανία είναι αποτέλεσμα κάποιας ψυχικής διαταραχής με επικρατέστερη, όσον αφορά την προσωπικότητα του χρήστη, τηνΑντικοινωνική Διαταραχή της Προσωπικότητας. Η αιτιακή συσχέτιση της εξάρτησης με τη ψυχοπαθολογία μπορεί σε ορισμένες περιπτώσεις να ισχύει, αλλά σε καμία περίπτωση δεν είναι ο κανόνας. Η ΄΄διπλή διάγνωση΄΄ μπορεί να φαίνεται μια ουδέτερη ομαδοποίηση, αλλά βασικά παρέχει άλλοθι για τη ψυχιατρικοποίηση-ψυχολογικοποίηση που ουσιαστικά παρουσιάζουν το χρήστη να είναι ενάντια στην κοινωνία και στις παραδεκτές συμπεριφορές, προβληματικό και αυτό- περιθωριοποιημένο, τρελό και τελικά άχρηστο. «Το κοινωνικό στερεότυπο της επικινδυνότητας του τρελού που συνάμα είναι και τοξικομανής, κινητοποιείαντανακλαστικά, πυροδοτεί αντιδράσεις απόρριψης και τροφοδοτεί τον κοινωνικό ρατσισμό. Για τις υπηρεσίες υγείας οι άνθρωποι αυτοί θεωρούνται οι πλέον προβληματικοί κι αντιμετωπίζονται με τεράστια προκατάληψη. Συνήθως δε γίνονται δεκτοί ούτε στις θεραπευτικές κοινότητες απεξάρτησης» γράφει η Κ.Μάτσα. και συνεχίζει «…έχουν ανάγκη θεραπευτικής αντιμετώπισης σε ψυχιατρικό πλαίσιο μόνο στην περίπτωση που προέχει το ψυχιατρικό τους πρόβλημα. Μόλις η ψυχική διαταραχή υφεθεί κι η κλινική τους εικόνα δεν κυριαρχείται από αυτήν, τότε πρέπει να ενταχθούν σε προγράμματα απεξάρτησης…είναι τραγικό…να φορτώνονται με τεράστιες δόσεις ψυχοφαρμάκων, να συνεχίζουν τη χρήση κι ίσως να μυούν κι άλλουςνοσηλευόμενους».

Γ. Άλλες Απόψεις

Πέρα από τις δύο παραπάνω συνεργατικές απόψεις οι οποίες είναι και οι κυρίαρχες στο σύγχρονο καπιταλισμό, έχουν αναπτυχθεί μια σειρά από διάφορες θεωρητικές επεξεργασίες. Υπάρχουν σε μικρή έκταση κοινωνιολογικές προσεγγίσεις οι οποίες έχουν στον πυρήνα τους διάφορα κοινωνικά προβλήματα που μπορεί να ευθύνονται για την τοξικομανία, όπως η πίεση που ασκεί η ΄΄παρέα΄΄, διάφορα οικογενειακά προβλήματα όπως η η ενδοοικογενειακή βία, η απουσία των γονέων, η ύπαρξη εξαρτημένου γονέα κτλ., παρόλα αυτά επειδή καταπιάνονται με δευτερεύουσες όψεις του ζητήματος καταλήγουν να δίνουν μερικές και τελικά αναποτελεσματικές απαντήσεις.

Σε μεγάλη έκταση αναπτύσσονται ψυχολογικές προσεγγίσεις με κυρίαρχη αυτή της Υπαρξιακής ψυχολογίας. Το κέντρο αυτής της άποψης είναι τα υπαρξιακά ζητήματα της ελευθερίας, της καταπολέμησης της ΄΄δομικής΄΄ υπαρξιακής απομόνωσης και του συμβιβασμού με το θάνατο, ως ζητήματα των οποίων το αδιέξοδο έχει αντιμετωπίσει οτοξικομανής κι επιζητά λύση στον κόσμο των ουσιών. Βασικός στόχος της ψυχοθεραπείας είναι η εξοικείωση με αυτά τα ζητήματα με τελικό στόχο την ‘’αυτοπραγμάτωση΄΄ σημείο δηλαδή που αυτές οι αντιθέσεις επιλύονται και ο χρήστης καταφέρνει να είναι ΄΄ελεύθερος΄΄, δημιουργικός και πιο προσαρμοσμένος στο περιβάλλον του. Αυτού του τύπου οι προσεγγίσεις θέτουν στο κέντρο τους το άτομο ως εκείνο το εξατομικευμένο υποκείμενο το οποίο απαλλαγμένο -ακόμα και γενικευτικά- από κοινωνικές αντιφάσεις, έχει ως πυρήνα των προβλημάτων του τα ΄΄θεμελιώδη υπαρξιακά ζητήματα’’. Στην πραγματικότητα μιλάμε για ένα στρεβλό τρόπο ‘’εσωτερίκευσης‘‘ κοινωνικών αντιθέσεων ο οποίος ακριβώς επειδή δε δίνει διέξοδο, κάνει τον πραγματικό κόσμο να διαμεσολαβείται από μια ουσία που αποβλέπει στο να επηρεάσει τις αισθήσεις με τέτοιο τρόπο που να μη βιώνονται στις πραγματικές τους διαστάσεις η οδύνη, η απόγνωση, η ανία, η μοναξιά, η ανασφάλεια, η κατάθλιψη, η ντροπή, ο φόβος, η ενοχή, η οργή, η απουσία νοήματος, το κενό και τελικά το αδιέξοδο.

Κριτικά συμπεράσματα

Η παράθεση των παραπάνω βασικό απόψεων για τα αίτια και την αντιμετώπιση της τοξικομανίας, παρόλο που είναι ιδιαίτερα συνοπτική μπορεί να οδηγήσει σε μια βασική παραδοχή και κάποια συμπεράσματα.

Πρέπει να κάνουμε την παραδοχή, ότι η προσπάθεια να προσεγγίσουμε το ζήτημα από μία μαρξιστική σκοπιά που θα βάζει στο κέντρο της την ταξική πάλη σε όλα τα επίπεδα, θα ήταν τουλάχιστον αντιδιαλεκτική, αν δεν αντιλαμβανόμαστε ότι και εντός των παραπάνω απόψεων ενέχονται όψεις πραγματικότητας σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, ως επενέργεια των αντανακλάσεων της ταξικής πάλης. Υπ’αυτή την έννοια πρέπει να αποδεχτούμε ότι υπάρχειβιολογική βάση στο φαινόμενο της εξάρτησης,- ίσως περισσότερο ως αποτέλεσμα της χρήσης- ακριβώς γιατί δεν είναι δυνατόν σε ένα τόσο συνολικό κοινωνικό φαινόμενο να μη διαταράσσεται η λειτουργία του εγκεφάλου, μιας κι ο εγκέφαλος είναι η δομή που συγκροτούνται και κωδικοποιούνται οι αναπαραστάσεις της ύλης ( «ανώτερο επίπεδο οργάνωσης της ύλης», έγραφε ο Λένιν). Για αυτό το λόγο πρέπει να δεχτούμε ως ένα σημείο και την ψυχιατρική γραμμή της συννοσηρότητας, ως μια υπαρκτή πραγματικότητα συνύπαρξης σοβαρών ψυχικών διαταραχών με την τοξικομανία, ανεξάρτητα από τη σειρά που εμφανίζεται το κάθε φαινόμενο.Πρέπει σίγουρα να αντιληφθούμε τον βαθιά αντιδραστικό ρόλο που παίζει η οικογένεια ως ΙΜΚ στο κομμάτι της διαπαιδαγώγησης της νεολαίας και να σεβαστούμε την ευαλωτότητα και σε υπαρξιακές αντιφάσεις που μπορεί να προκύπτουν σε κάθε άτομο, ακριβώς ως αποδοχή ενός υπαρκτού υποκειμενικού χώρου εντός του κοινωνικού.

Τα συμπεράσματα που μπορούμε να εξάγουμε είναι:

ØΌτι όλες οι παραπάνω απόψεις έχουν σα βασικό στόχο την απόκρυψη κι απενοχοποίηση του καθοριστικού ρόλου των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων, ως την αναγκαία βάση για την εμφάνιση της τοξικομανίας.

ØΤο γεγονός ότι αυτήν την προσπάθεια απόκρυψης τη θέτουν ως στόχο και δεν είναι απλά μια επιστημονικά λάθος υπολογισμένη παράμετρος, δεν αποτελεί απλά μια επιβεβαίωση της ταξικά φορτισμένης γνώσης, αλλά πολύ περισσότερο καταδεικνύει τον τρόπο με τον όποιο το κεφάλαιο μέσα απόαυτήν την ΄΄επιστημονικά΄΄ συγκαλυμμένη γνώση,αναπαράγεται και υλοποιεί ταξικές στρατηγικές.

ØΤο ότι υπάρχει τόσο μεγάλη ποικιλία – παρόλο που δεν την παραθέτουμε – στις διάφορες προσεγγίσεις δεν έχει να κάνει με την ύπαρξη ‘’φωτισμένων μυαλών΄΄, αλλά αντίθετα καταδεικνύει το πώς οι σύγχρονοι οργανικοί διανοούμενοι (ψυχίατροι, ψυχολόγοι, γιατροί, βιολόγοι) οδηγούν την έρευνα στην διαδικασία ενσωμάτωσης των λαϊκών τάξεων, ισχυροποιούν και θωρακίζουν την αστική στρατηγική κι ιδεολογία από οποιαδήποτε αντι-πρόταση διακυβεύει τα συμφέροντα του κεφαλαίου.

ØΌτι παρόλο που οι παραπάνω απόψεις ενέχουν στοιχεία πραγματικότητας, καταρχήν αποτελούν βασικό μοχλό της αστικής ταξικής στρατηγικής στο χώρο της Υγείας αλλά και συνολικά στους αναπαραγωγικούς μηχανισμούς (δηλ.την αναπαραγωγή της εργατικής δύναμης) κι από την άλλη η αντίθεση με αυτές στο πολιτικό επίπεδο πρέπει να είναι συνολική αναδεικνύοντας διαρκώς τον ταξικό τους χαρακτήρα

ØΤελικά, μια υλιστική προσέγγιση για το φαινόμενο της τοξικομανίας οφείλει να προσδιορίζει την ιστορική εξέλιξη των ταξικών σχέσεων μέσα σε ένα πλέγμα δοσμένων βιολογικών, ψυχολογικών και κοινωνικών επιδράσεων κι εντός των δεδομένων της ανθρώπινης ύπαρξης. Η τοξικομανία, η ψυχική νόσος κι η αναπηρία, αποτελούν ένα σύνολο από πιθανές αντιφάσεις που μπορούν να παρουσιαστούν ανάμεσα στην γέννηση και τον θάνατο. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η ευαλωτότητα του υποκειμένου για την ανάπτυξη της μιας ή της άλλης κατάστασης, είναι αποτέλεσμα ενός πολύ συγκεκριμένου συσχετισμού σε μια δοσμένη χρονική περίοδο. Η ευθεία και γραμμική αιτιακή σύνδεση – όποια κι αν είναι αυτή – λόγω της ηγεμονίας του ενός επιπέδου επι του άλλου ή από την άλλη η ανυπαρξία ηγεμονίας κι η αντικατάσταση - μετάθεση της με την ‘επιλογή’ και την ‘ευθύνη’, αποτελούν δύο αντίστροφα είδωλα της ίδιας πραγματικότητας. Είναι η πραγματικότητα της ηγεμονίας της αστικής ιδεολογίας στην μεθοδολογία, την αντίληψη και την κωδικοποίηση της γνώσης, που δημιουργεί μια ελλιπή επιστημολογία για το υποκείμενο – είτε μέσω της άρνησης του ως ευτελές, δευτερεύον, δομικά στρεβλό – είτε μέσω της αποθέωσης του ως μοναδικό βιο-ψυχολογικό άτομο, το οποίο παρεμπιπτόντως ζει σε μια σύνθετη και πολύπλοκη κοινωνία την κίνηση της οποίας καθορίζουν ανταγωνιστικά ταξικά συμφέροντα και στρατηγικές.

4. Μια σύγχρονη κοινωνική και πολιτική πρόταση της ριζοσπαστικής αριστεράς

Αναγκαίο λοιπόν σε αυτό το πλαίσιο είναι να ψηλαφηθεί από την πλευρά μιας σύγχρονης κομμουνιστικής Αριστεράς τόσο ένα πλέγμα αιτημάτων πάλης για το φαινόμενο της εξάρτησης σήμερα, όσο και ένα πολιτιστικό και ιδεολογικό αντιπρόταγμα για τη νεολαία, το οποίο να καλύπτει με συλλογικό και ριζοσπαστικό τρόπο εκείνο το κενό που σήμερα καλύπτει η χρήση/εξάρτηση από νόμιμα και παράνομα ναρκωτικά.

Ας δούμε πρώτα ποια είναι η τοποθέτηση επί του ζητήματος των διάφορων χώρων που αντιστέκονται στην κυρίαρχη πολιτική. Το ΚΚΕ, αν και δίνει βαρύτητα, ιδιαίτερα το τελευταίο χρονικό δίαστημα (σχετική καμπάνια της ΚΝΕ φέτος) στο ζήτημα αναφορικά με την παρέμβασή του σε νεολαιίστικους χώρους, η τοποθέτησή του εμφανίζει μία σειρά από αντιφάσεις. Αν και ξεκινά από μία ορθή οριοθέτηση απέναντι στο φαινόμενο της εξάρτησης και ενός πολιτιστικού πλαισίου που την προωθεί, αποδέχεται ουσιαστικά τον αστικό σε τελική ανάλυση διαχωρισμό μεταξύ νόμιμων/αποδεκτών και παράνομων/μη αποδεκτών ουσιών εξάρτησης. Χαρακτηριστικό είναι το γεγονός ότι η παρέμβαση του περιστρέφεται κυρίως γύρω από την χρήση κάνναβης, την οποία μάλιστα ενίοτε ταυτίζει και φαρμακολογικά με τα “σκληρά”, αλλά δεν κάνει ουσιαστικά αναφορά στο φαινόμενο του αλκοολισμού, πόσο μάλλον του καπνού. Για το εσωτερικό του άλλωστε, η χρήση και μόνο παράνομων ουσιών συνιστά ενδεχόμενο διαγραφής για μέλη του, ενώ προφανώς για τις νόμιμες ουσίες η στάση του είναι σαφώς πιο ελαστική... Παράλληλα, η στάση του στην πράξη νομιμοποιεί την ποινικοποίηση της χρήσης των ναρκωτικών, καθώς κριτικάρει όσους χώρους της Αριστεράς προωθούν την αποποινικοποίηση της χρήσης ως “υποστηρικτές της ναρκωκουλτούρας”. Τέλος, ουσιαστικά απουσιάζει από την πλευρά του μια δυνάμει ηγεμονική πολιτιστική αντιπρόταση, η οποία να διαχωρίζεται και να αποτελεί πειστική εναλλακτική στη ναρκωκουλτούρα, καθώς η πολιτιστική του πρόταση περιορίζεται σε κομματικά φεστιβάλ με συγκεκριμένη και στενή φυσιογνωμία. Τελικά λοιπόν καταλήγει η έγκληση του απέναντι στη νεολαία να έχει περισσότερο τον ηθικιστικό χαρακτήρα “μακριά παιδί μου από τα ναρκωτικά”, που δεν διεμβολίζει ακριβώς εκείνες τις νεολαιίστικες μερίδες που ούτως ή άλλως δεν εγκαλούνται από την αντίστοιχη ηθικιστική έγκληση πλευρών της αστικής ιδεολογίας...

Ο ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη, αν και αναγνωρίζει ότι το ζήτημα των εξαρτήσεων δεν πρέπει να αντιμετωπίζεται κατασταλτικά (ζητά αποποινικοποίηση της χρήσης), έχει έλλειμμα επίσης στην περιγραφή του αναγκαίου αντιπροτάγματος. Αποτέλεσμα είναι μία σε αρκετές περιπτώσεις φιλελεύθερη αντιμετώπιση του ζητήματος από τα μέλη του, η οποία υποτιμά τόσο τη σημασία του ζητήματος για τη νεολαία, όσο και την ανάγκη συγκεκριμένης στάσης από την πλευρά της πολιτικής Αριστεράς. Ο αναρχικός χώρος παράλληλα αντιμετωπίζει το ζήτημα των εξαρτήσεων με έναν ελευθεριακό τρόπο, στη βάση της ατομικής ελευθερίας διάθεσης του σώματος και μόνο, και εντέλει καταλήγει επίσης να υποτιμά το ζήτημα, αλλά και να μην οχυρώνεται επαρκώς απέναντι στο φαινόμενο. Συγκεκριμένες βέβαια συλλογικότητες του χώρου, αναγνωρίζουν την αναγκαιότητα αντιμετώπισής του, τουλάχιστον αναφορικά με τα λεγόμενα “σκληρά” (όπως στις πρωτοβουλίες ενάντια στο εμπόριο των ναρκωτικών στην περιοχή των Εξαρχείων).

Για την Αντιμετώπιση και την Πρόληψη

Σε σχέση με την αντιμετώπιση και την πρόληψη της τοξικομανίας, το αναλυτικό πλαίσιο – ή περίπου αυτό -που έχει περιγραφεί παραπάνω, το οποίο θέτει τους βασικούς ταξικούς προσδιορισμούς σε όλα τα επίπεδα που προκαλούν το φαινόμενο, είναι μια αναγκαία βάση για μια μάχιμη ριζοσπαστική αριστερή απάντηση στο θέμα των ναρκωτικών. Είναι όμως απαραίτητο πέρα από τα γενικόλογα ευχολόγια κι επικλήσεις των οικονομίστικων απόψεων εντός της αριστεράς ‘’για την επανάσταση που θα τα λύσει όλα’’, να αντιπαραθέτουμε μια συγκεκριμένη πρόταση, εντός του δοσμένου ταξικού συσχετισμού για την αντιμετώπιση, και την πρόληψη στο επίπεδο της πολιτικής τακτικής, χωρίς φυσικά να έχουμε αυταπάτες για τα όρια ενσωμάτωσης οποιασδήποτε πρότασης.

Υπ’ αυτή την έννοια είναι αναγκαίο να υπάρχει ένα σύστημα πρόληψης, δηλαδή μια συνολική κοινωνική πρόταση ενός άλλου τρόπου ζωής, με ενδιαφέροντα, δημιουργικότητα, συλλογικότητα, μαχητικότητα, αξιοπρέπεια και μέσα από ένα τέτοιο πρίσμα να παρέχεται διαρκής και πλήρης γνώση κι ενημέρωση σε όλο το λαό για όλες τις παραμέτρους της τοξικομανίας.

Από την άλλη και στο επίπεδο της αντιμετώπισηςτης εξάρτησης, είναι απαραίτητη μια πολιτική πρόταση που θα αναδεικνύει ξεκάθαρα τις ρίζες του προβλήματος και μέσα από το ειδικό αυτό πρόβλημα, να συνολικοποιεί και να συμπυκνώνει μια μάχιμη πολιτική γραμμή που θα εναντιώνεται στην αστική στρατηγική και την ειδική τακτική της αναδι΄’αρθρωσης στο χώρο της Υγείας. Υπάρχει λοιπόν η ανάγκη σε αυτήν τη συγκυρία για ένα δημόσιο και δωρεάν σύστημα – εντός του Ε.Σ.Υ. – που:

·Θα παρέχει υψηλής ποιότητας κι ολόπλευρες υπηρεσίες ψυχοκοινωνικής στήριξης και ιατρικής περίθαλψης και δεν θα θέτει φραγμό στην πρόσβαση σε υπηρεσίες υγείας και ψυχικής υγείας

·Θα αναλαμβάνει εύρεση αξιοπρεπούς εργασίας και κατοικίας για κάθε τοξικομανή

·Θα διευκολύνει την χωρίς φραγμούς ένταξη σε οποιαδήποτε βαθμίδα της εκπαίδευσης και θα παρέχει δωρεάν υπηρεσίες πολιτισμού (άθληση, θέατρο, κινηματογράφος κτλ.)

·Θα προνομιμοποιεί τη λογική της Θεραπευτικής Κοινότητας κι άλλων πρωτότυπων πειραμάτων (Α.Α., Ν.Α.) μέσα από ένα ‘’στεγνό’’ κι ανοιχτό (εφόσον ο εξαρτημένος έχει δικό του σπίτι) πρόγραμμα απεξάρτησης που θα δέχεται κι ανθρώπους με ΄΄διπλή διάγνωση΄

·Θα τίθεται εναντίον της Υποκατάστασης και των προγραμμάτων μείωσης της βλάβης με στόχο να καταργηθούν όλα αυτά τα προγράμματα (αν και στην συγκεκριμένη συγκυρία διάλυσης του τομέα της απεξάρτησης μπορεί να είναι απαραίτητα ακόμα και αυτά).

Για τη διάκριση μαλακών και σκληρών ναρκωτικών

Το θέμα της διάκρισης των ψυχοτρόπων ουσιών στο σύνολό τους είναι αντικείμενο μεγάλης συζήτησης κι αντιπαράθεσης κι εντός της αριστεράς. Πρόκειται για ένα πλαστό δίπολο το οποίο έχει σα βάση τη φαρμακολογία κι όχι έναν πραγματικό κοινωνικό και πολιτικό διαχωρισμό για το ζήτημα της εξάρτησης.

Ο Π.Ο.Υ.κατέταξε τις εξαρτητικές ουσίες σε 7 ομάδες ανάλογα με το βαθμό και τον τύπο της εξάρτησης που προκαλούν:

1.ο τύπος της μορφίνης που περιλαμβάνει όλα τα οπιούχα (ηρωίνη)

2.ο τύπος της κάνναβης

3.ο τύπος των ψυεδαισθησιογόνων (LSD κτλ)

4.ο τύπος της αμφεταμίνης

5.ο τύπος της κοκαϊνης

6.ο τύπος των βαρβιτουρικών – αλκοόλ

7.ο τύπος ΚΗΑΤ (δεν υπάρχει στην Ευρώπη)

Όλοι οι παραπάνω τύποι προκαλούν ψυχολογική εξάρτηση ενώ σωματική προκαλούν μόνο οι (1) και (6) και υπό προϋποθέσεις ο τύπος (5).

Προφανώς όμως η ουσία του ζητήματος είναι όχι στο ποια ουσία, σκληρή η μαλακή. Η ουσία βρίσκεται στο ΄΄γιατί΄΄ κι η αλήθεια είναι ότι κανείς δεν γίνεται τοξικομανής τυχαία ή από περιέργεια. Το συχνό επιχείρημα της "έλξης του απαγορευμένου" είναι μεταφυσικό και οδηγεί σε μια γενική στάση αποϊστορικοποίησης του φαινομένου. Οι συμπεριφορές που απορρέουν από την περιέργεια ή την μίμηση ή ακόμακι αυτές που απορρέουν από την έλξη των απαγορευμένων, μπορεί όντως να οδηγήσουν κάποιον στο να δοκιμάσει ναρκωτικά. Γιατί όμως από όλους όσους δοκιμάζουν αυτοί που ‘’επιλέγουν’’ την εξάρτηση σαν τρόπο ζωής είναι ένα πολύ μικρότερο ποσοστό; Μάλλον το πρόβλημα δεν βρίσκεται στα ναρκωτικά αλλά σε αυτό που η νεολαία αναζητά σε αυτά και δια μέσου αυτών. Η παρόρμηση της χρήσης δεν εξαρτάται από το εάν υπάρχουν σκληρά ή μαλακά, αλλά από το αν μπορούν να υπερ-καλυφθούν οι βασικοί ανάγκες της χρήσης: «για να φύγω», «για να σταματήσω να σκέφτομαι», «για να γεμίσω το κεφάλι μου». Οποιαδήποτε ψυχοτρόπος ουσία έρχεται για να αποσπάσει το χρήστη και να τον οδηγήσει μακριά από την εφιαλτική κοινωνική πραγματικότητα και ταυτόχρονα, για να απαλύνει τις επώδυνες ψυχικές συγκρούσεις που γέννησε αυτή η πραγματικότητα. Η εξάρτηση εγκαθίσταται και γίνεται ο καθρέφτης ενός πολιτισμού των μη κοινωνικών σχέσεων.

Απαγόρευση ή αντι-Απαγόρευση

Είναι γεγονός, ότι η λογική αντιμετώπιση της τοξικομανίας με τη συγκρότηση νομικών πλαισίων απαγόρευσης, σε μια σειρά από ιστορικά παραδείγματα, είχε απογοητευτικά και σε πολλές περιπτώσεις αντίθετα αποτελέσματα, είτε στόχος ήταν η εξαφάνιση της μαύρης αγοράς είτε η μείωση της χρήσης και του αριθμού των θανάτων είτε η εξάλειψη της εγκληματικότητας. Οποιαδήποτε νομοθετική-κατασταλτική λογική, έχει ως θεωρητική βάση ότι για την ύπαρξη του φαινομένου ευθύνεται η ύπαρξη των ουσιών, τοποθέτηση που είναι άλλοθι για περαιτέρω αυταρχικοποίηση και ουσιαστικά συνεχίζει το δρόμο που εγκαινίασε η ιατρική, δηλαδή την απόκρυψη του ταξικού φορτίου του φαινομένου της τοξικομανίας κι την απενοχοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού αλλά και του δικαϊκού μηχανισμού ως αντιδραστικού ΙΜΚ. Υπ αυτήν την έννοια η γραμμή της Απαγόρευσης, της καταστολής και της νομικής διευθέτησης της τοξικομανίας, πρέπει να απορρίπτεται από μια ριζοσπαστική αριστερή πολιτική πρόταση.

Από την άλλη κι η λογική της αντι-Απαγόρευσης αν και σε γενικές γραμμές κινείται σε σωστή κατεύθυνση έχει μια σειρά από αντιφάσεις κι ανεπάρκειες, επομένως είναι αναγκαίες κάποιες βασικές οριοθετήσεις.

Καταρχήν η λογική ότι μέσα από τη νομιμοποίηση των ουσιών θα μειωθούν οι χρήστες, ο αριθμός των θανάτων και τελικά θα εξαλειφθεί το φαινόμενο, έχει διαψευστεί και συνεχίζει να διαψεύδεται, όπως φαίνεται κι από τη νόμιμηχορήγηση της μεθαδόνης στα κέντρα υποκατάστασης. Παράλληλα η υπερπροβολή μιας θέσης αποθέωσης της ‘’ελεύθερης επιλογής και της αυτοδιάθεσης του σώματος’’, όταν μπαίνει στο επίπεδο της κοινωνικής πρότασης μιας αριστερής οργάνωσης είναι ιδιαίτερα προβληματική. Προφανώς ο καθένας έχει το δικαίωμα να κάνει το σώμα του ότι θέλει, αλλά σε καμία περίπτωση δε μπορεί η δημόσια κοινωνική πρόταση που κάνει τόσο στους συντρόφους όσο και σε συναδέρφους σε έναν κοινωνικό χώρο να είναι αυτή της εξάρτησης ή της κατάχρησης, ενώ παράλληλα κι η ίδια η πολιτική του οργάνωση οφείλει να προτείνει έναν άλλο τρόπο ζωής απαλλαγμένο από εξαρτήσεις κι αυτοκαταστροφικές συμπεριφορές. Πρέπει επίσης να ξεκάθαρο ότι στον καπιταλισμό και ιδιαίτερα στο δοσμένο ταξικό συσχετισμό δε μπορεί παρά να υπάρξει μια ψευδαίσθηση ελευθερίας επιλογής, άρα κι οι διάφορες μικροαστικές αντιφάσεις κι υποκειμενισμοί που είναι λογικό νααναπαράγονται σε όλους μας, δε μπορεί να θεωρητικοποιούνται και να γίνονται στοιχεία κοινωνικής πρότασης.

Από την άλλη πρέπει να δούμε, ότι αυτό που μας αντιστοιχεί δεν είναι η επιβολή με ένα διοικητικό τρόπο μιας και πάλι υποκειμενικής σύλληψης της προλεταριακής ηθικής και κουλτούρας, αλλά η επίπονη προσπάθεια μέσα από την ανοχή στις αντιφάσεις που μπορεί να αναπαράγονται, αλλά και τη διαρκή κριτική και την αναμόρφωση των κοινωνικών σχέσεων και στο εσωτερικό μας, οφείλουμε να αναμετρηθούμε με το στοίχημα της σύγχρονης φιγούρας ενός λαϊκού αγωνιστή. Η λαϊκότητα δεν είναι μια εγκεφαλική προσπάθεια να τα λέμε πιο απλά, αντίθετα είναι μια συνεχής διαδικασία προς κατάκτηση, που προκύπτει από την παρέμβαση και την όσμωση ενός αγωνιστή με ολοένα μεγαλύτερα κομμάτια λαϊκών στρωμάτων.

Αναγκαία είναι παράλληλα η διατύπωση από την πλευρά μας ενός αντιηγεμονικού προτάγματος για τη νεολαία, που να οριοθετείται στην πράξη από τις εξαρτήσεις τόσο από παράνομες, όσο και από νόμιμες ουσίες. Το συγκεκριμένο δυστυχώς για μία επαναστατική Αρίστερά που εδώ και χρόνια τοποθετείται “στη διαλεκτική της αντίστασης παρά της ηγεμονίας” αποτελεί ερώτημα δίχως εύκολες και επεξεργασμένες απαντήσεις. Η αναγνώριση όμως της αναγκαιότητας αυτών των απαντήσεων είναι για εμάς εκείνο το πρώτο βήμα. Η περιγραφή ενός προτύπου διασκέδασης που θα προτάσσει τη συλλογικότητα απέναντι στην (σε τελική ανάλυση εξατομικευμένη) φυγή/εκτόνωση, που θα αντιπαρατίθεται στις εμπορευματικές σχέσεις της “βιομηχανίας της διασκέδασης”, που στην απλή “κατανάλωση πολιτιστικών προϊόντων” θα αντιπαραβάλλει τη δυνατότητα των νεολαίων να “παράγουν” οι ίδιοι πολιτισμό και τέχνη είναι μάλλον τα βασικά στοιχεία ενός τέτοιου προτάγματος. Ένα τέτοιο πρότυπο παράλληλα καλείται να ξεφεύγει από τα στενά όρια του οργανωμένου δυναμικού της ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά να μπορούν να εντάσσονται στο εσωτερικό του πλειοψηφικές μερίδες της νεολαίας. Ο ίδιος ο χώρος του camping μπορεί να δώσει παραδείγματα, αλλά και πεδίο πειραματισμού σε αυτή την κατεύθυνση ως μία αυτοοργανωμένη διαδικασία όχι μόνο διακοπών, αλλά και πολιτικών & πολιτιστικών αναζητήσεων. Αν σε τελική ανάλυση μέσα από ένα πολιτιστικό αντιπρόταγμα θέλουμε να εμφανίζουμε εικόνες και στοιχεία (έστω και αντιφατικά) από μία μελλοντική κοινωνία χειραφέτησης, όπου δεν θα υπάρχει χώρος για εξαρτήσεις -επειδή δεν θα υπάρχει η ανάγκη “φυγής”, χρειάζεται να στοχαστούμε τι σημαίνουν αυτές οι οριοθετήσεις πρώτα από όλα στη δική μας καθημερινότητα, όσο και σε αυτή του συνόλου της νεολαίας...

Για μια σύγχρονη αριστερή ηγεμονική πολιτιστική αντιπρόταση...για μια νέα κομμουνιστική ηθική

Το φαινόμενο της χρήσης ναρκωτικών από ολοένα και μεγαλύτερα τμήματα της νεολαίας και των λαϊκών στρωμάτων, στην συγκυρία της πιο σκληρής κι επιθετικής κρίσης του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι και οφείλει να συνεχίσει να αποτελεί ένα κεντρικό σημείο όχι μόνο θεωρητικής επεξεργασίας και επιμόρφωσης, αλλά και μέρος μιας διαδικασίας συνολικής αναμέτρησης με τις δοσμένες σχέσεις κυριαρχίας και ιδεολογικής υπαγωγής στην αστική ηγεμονία.Πρόκειται για εκείνη την αναγκαία προσπάθεια να ξαναμιλήσει η αριστερά, για την επανακατοχύρωση την θέση της ως ηγεμονική δύναμη στην διαδικασία του μετασχηματισμού των κοινωνικών σχέσεων. Μια ρήξη στο πεδίο της πολιτιστικής ταξικής πάλης αλλά και στην συνολική ιδεολογική πάλη, στην κατεύθυνση να στερεώσει μια νέα σχέση του λαού με τις κοινωνικές του σχέσεις. Να κατοχυρώσει τις συλλογικές κοινωνικές πρακτικές διαχείρισης του ελεύθερου χρόνου και να διεκδικήσει ξανά την επανιδιοποίηση του κοινωνικού χώρου, ως σημείου ρήξης με τον πυρήνα της εξατομικευμένης και αλλοτριωμένης ακοινωνικότητας των καπιταλιστικών προϊόντων πολιτισμού.

Σήμερα όπουη πολιτική κι ιδεολογική πάλη, επιχειρούν να απομακρύνουν το σώμα του λαού όσο πιο μακριά γίνεται από την ταξική συνείδηση, ενώ την ίδια στιγμή το φέρνουν αντιμέτωπο με ένα μοναχικό και ατομικό παρόν και με ένα μέλλον που θα παλεύει για επιβίωση – σήμερα υπάρχει η αντικειμενική δυνατότητα και ανάγκη να διαμορφωθεί μια σύγχρονη προλεταριακή ιδεολογία. Μια μαχόμενη ιδεολογία, η οποία θα αναμετριέται με την πραγματική δυνατότητα εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης του λαού, η οποία θα έχει στο κέντρο της το κοινωνικό υποκείμενο, τις σχέσεις στο εσωτερικό του, τον επανακαθορισμό του υποκειμένου με τα μέσα παραγωγής και τις παραγωγικές δυνάμεις, την επαναφορά στο προσκήνιο της καθημερινής ζωής ενός πολιτισμού λαϊκού και κοινοτικού. Σε έναν τέτοιο πολιτισμό, οι εξαρτήσεις απο ουσίες θα χάσουν τον ρόλο τους και την σημασία τους στην διαμεσολάβηση των κοινωνικών σχέσεων, θα ατονήσουν και τελικά θα εξαλειφθούν ως ιδεολογικά προϊόντα της ‘παλιάς’΄κοινωνίας (όχι απαραίτητα ως ουσίες).

Στην βάση ενός τέτοιου προλεταριακού πολιτισμού, υπάρχει η ανάγκη του αλλοτριωμένου – με την έννοια της αποξένωσης από τα μέσα παραγωγής – υποκειμένου να επαναπροσδιορίσει την σχέση του με την ηθική. Η αστική ηθική – έτσι όπως διαμορφώθηκε στο πέρασμα των χρόνων με σκοπό τον εξιδανικευμένο ‘άνθρωπο’ του Καντ – έρχεται να εκφυλιστεί από όποια ουσία μπορεί να προσέφερε ο διαφωτισμός και να πάρει την πιο απεχθή της μορφή, υποτασσόμενη στον στόχο της αναπαραγωγής των καπιταλιστικών σχέσεων παραγωγής. Η ελευθερία είναι αρνητική, ανταγωνιστική ελευθερία των κατόχων του κεφαλαίου και του προλεταριάτου να πουλήσει την εργατική του δύναμη. Η ισότητα μπροστά στο νόμο είναι τυπική. Κυριαρχεί η οικονομική ανισότητα και ότι αυτή συνεπάγεται για την κοινωνική θέση, την παιδεία και τον πολιτισμό. Θεμέλιο της καπιταλιστικής κοινωνίας είναι η ατομική ιδιοκτησία, μέσο για την επέκταση του πλούτου είναι η εκμετάλλευση της ζωντανής και μισθωτής εργασίας. Συνέπειες: η φτώχεια μέσα στον πλούτο, η ανεργία, η εξάντληση των φυσικών αποθεμάτων και η καταστροφή της φύσης, οι πόλεμοι, η φθορά των ανθρώπων και των πραγμάτων.

Σήμερα, μέσα στην δίνη της πιο οξείας κρίσης υπερσυσσώρευσης του σύγχρονου καπιταλισμού, είναι ζωτική τελικά, η ανάγκη θεμελίωσης μιας υλιστικής ηθικής του απόλυτου ανθρωπισμού, δηλαδή μια κομμουνιστική ηθική. Η σύγχρονη κομμουνιστική ηθική απαιτεί μια οπτική από την πλευρά των επαναστατικών δυνάμεων και της κομμουνιστικής προοπτικής, μετατοπίζοντας το ερευνητικό πεδίο από την θεωρία στην πράξη των κοινωνικών σχέσεων. Τελικά, μια ηθική που θα μπορεί να ιστορικοποιεί την ανθρώπινη φύση και ουσία μπορεί να είναι και αισιόδοξη, να αποβλέπει ρεαλιστικά σε μια θετική αντίληψη της ζωής. Θα είναι μια ηθική της κατάφασης της ανθρώπινης ύπαρξης, της δημιουργίας, της χαράς, της ελευθερίας. Τελικά, η κομμουνιστική ηθική δεν αντλεί τα αξιώματά της από κάποιες εμπειρικές αρχές, αλλά από την γνώση της κοινωνίας, την γνώση της δυναμικής της ιστορίας και την επίμονη έμφαση στον άνθρωπο ως δημιούργημα και δημιουργό της ιστορίας.

Ο Λένιν, έλεγε ότι ‘’ηθικό είναι ό,τι συνεισέφερε στην καταστροφή της παλιάς κοινωνίας’’ και παρά το ότι πρόκειται για μία θέση κυρίως πολιτική (διατυπώνεται στο ‘Τι να κάνουμε;’), έρχεται να συμπληρώσει ίσως κάτι που ο Μαρξ είχε περιγράψει σε σχέση με την επαναστατική ηθική ‘’...Οι προλεταριακές επαναστάσεις, κάνουν αδιάκοπη κριτική στον ίδιο τον εαυτό τους, διακόπτουν κάθε τόσο την ίδια τους την πορεία, ξαναγυρίζουν σε κείνο που φαίνεται ότι έχει πραγματοποιηθεί για να το ξαναρχίσουν από την αρχή, περιγελάνε με ωμή ακρίβεια τις μισοτελειωμένες δουλειές, φαίνονται να ξαπλώνουν χάμω τον αντίπαλό τους μονο και μονο για να του δώσουν την ευκαιρία να αντλήσει καινούριες δυνάμεις από τη γη και να ορθωθεί πάλι πιο γιγάντιος μπροστά τους, οπισθοχωρούν συνεχώς μπροστά στην ακαθόριστη απεραντοσύνη των σκοπών του, ώσπου να δημιουργηθεί η κατάσταση που κάνει αδύνατο κάθε ξαναγύρισμα’’. Μέσα από διαφορετικές πορείες σκέψης και με διαφορετική στόχευση κάθε φορά και οι δύο καταλήγουν στην ουσία και τον απόλυτο στόχο της κομμουνιστικής ηθικής, την κομμουνιστική κοινωνία.