1. Η πραγματοποίηση της ενωτικής εκδήλωσης στις 31/01 αποτελεί αναμφίβολα τομή και ένδειξη πολιτικής ωριμότητας των συλλογικοτήτων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Οι μεγάλες προκλήσεις της εποχής, η οικονομική κρίση και προσπάθεια «φυγής προς τα εμπρός» των δυνάμεων του κεφαλαίου, ο τρόπος που η εξέγερση του Δεκέμβρη έδειξε τις δυνατότητες που υπάρχουν για κινήματα που να αμφισβητούν τον πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής, η κοινή δράση μέσα στην εξέγερση, επιτάχυναν ενωτικές διεργασίες και διαδικασίες διαλόγου.

2. Σήμερα η πρόκληση που τίθεται, μέσα στις οξυμμένες κοινωνικές αντιθέσεις και την κρίση του νεοφιλελευθερισμού ως ηγεμονικού προτάγματος, είναι να δούμε ποια Αριστερά μπορεί να μετασχηματίσει τις δυναμικές που αναπτύσσονται σε αγώνα με συγκεκριμένους στόχους και διεκδικήσεις, έτσι ώστε να υπάρξουν απτές νίκες, αλλά και ποια Αριστερά μπορεί να συνολικοποιήσει τις κοινωνικές αντιστάσεις σε πολιτικούς στόχους συνολικής ανατροπής μιας πολιτικής που απαξιώνει την εργασία, εμπορευματοποιεί τις κοινωνικές ανάγκες, ενισχύει τις πρακτικές επιτήρησης και πειθάρχησης, βαθαίνει την εμπλοκή με τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς. Σε αυτή την πρόκληση δεν απαντά η βαθιά συντηρητική και οριακά καθεστωτική λογική του ΚΚΕ, η υπονόμευση των αγώνων από τον απομονωτισμό του ΠΑΜΕ, η νοσταλγία για τα αυταρχικά και εκμεταλλευτικά καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Ούτε αποτελεί απάντηση ο τρόπος που ο ΣΥΡΙΖΑ, ακόμη και όταν αρνείται διακηρυκτικά την «κεντροαριστερά» επιμένει στη λογική του «αριστερού κυβερνητισμού» και της εναλλακτικής διαχείρισης, προβάλλει την ανάγκη «θετικών προτάσεων» και αντιμετωπίζει τους αγώνες και τα κινήματα ως βολικό προεκλογικό σκηνικό και όχι ως μοχλό ανατροπής πολιτικών.

3. Σε αυτό το φόντο το αίτημα για την ανασύνθεση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς αποκτά μια άλλη διάσταση. Δεν πρόκειται για κάποια πεισματική διεκδίκηση να παιχθεί κάποιο χαμένο εκ των προτέρων στοίχημα, ούτε για την απλή συσπείρωση εγχειρημάτων που δεν μπόρεσαν να ξεπεράσουν τα όριά τους. Αυτό για το οποίο μιλάμε είναι η δυνατότητα, σε αυτή τη συγκυρία, η αντικαπιταλιστική αριστερά να είναι πρωτοπόρα στην ανασημασιοδότηση της ίδιας της έννοιας της Αριστεράς. Ζητήματα όπως η ανεξαρτησία από το κράτος, η ολόπλευρη αμφισβήτηση των κυρίαρχων πολιτικών, η αντικαπιταλιστική προοπτική και η διεκδίκηση όχι ενός «καλύτερου» καπιταλισμού αλλά της ανατροπής του, η επιμονή σε μια αντισυνδιαχειριστική λογική, ο μαχόμενος αντιιμπεριαλισμός, η κινηματική λογική, είναι οι αναγκαίες αφετηρίες αυτής διαδικασίας. Το ίδιο ισχύει και για τη συσσωρευμένη εμπειρία από τις μεγάλες μάχες που έχει δώσει η αντικαπιταλιστική αριστερά μέσα στους μαζικούς χώρους: Τις δυο δεκαετίες δράσης της ΕΑΑΚ όχι μόνο ως πρωτοπόρας δύναμης στις κινητοποιήσεις αλλά και ως του ρεύματος που επεξεργάστηκε ουσιαστικά τη ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κριτική των αναδιαρθρώσεων στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Το γαλαξία πρωτοπόρων πρακτικών σε εργατικούς χώρους, από τα μαζικά σχήματα των παρεμβάσεων – συσπειρώσεων μέχρι τα πρωτοβάθμια σωματεία, όλη αυτή την εμπειρία διαμόρφωσης ενός σύγχρονου συνδικαλισμού βάσης, που πρωταγωνίστησε σε μεγάλες συγκρούσεις αλλά και πρωτοστάτησε στην αναγέννηση συνδικαλιστικών πρακτικών σε χώρους του ιδιωτικού τομέα. Τα τοπικά σχήματα που έδειξαν τη δυνατότητα μιας μάχιμης αριστερής παρέμβασης που να υπερβαίνει τόσο τη λογική του «προοδευτικού δήμαρχου» όσο και την ανώδυνη πολιτικά περιβαλλοντολογία.

4. Για να υπάρξει η αντικαπιταλιστική αριστερά ως διακριτός και αυτόνομος πολιτικός χώρος πρέπει να αποδείξουμε ότι μπορούμε να αλλάζουμε. Οι αυτάρεσκες απογειώσεις από την πραγματικότητα, οι μικροσεχταρισμοί, ο φετιχισμός διατυπώσεων σε κείμενα και τη σύλληψη της πολιτικής όχι ως υλικής διεργασίας αλλά ως πεδίου συμβολισμών (π.χ. να απορρίπτουμε τη συμπόρευση με τις συνομοσπονδίες σε μια αντιπολεμική διαδήλωση γιατί «συμβολικά» παραπέμπει σε συνεργασία μαζί τους), η περιφρόνηση της αγωνίας των απλών αγωνιστών, σίγουρα δεν εμπνέει μεγάλη εμπιστοσύνη. Πρέπει να ξαναπιάσουμε το νήμα από όλες εκείνες τις μάχες στις οποίες η κοινή δράση ανέδειξε την αντικαπιταλιστική αριστερά σε πρωτοπόρα δύναμη.

5. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να δούμε στρατηγικά την υπόθεση της ενότητας της αντικαπιταλιστικής αριστεράς όχι ως ένα απλό άθροισμα οργανώσεων, ούτε ως ένα παραδοσιακό πολιτικό μέτωπο. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι ένα πεδίο κοινωνικού και πολιτικού πειραματισμού για το ξεδίπλωμα νικηφόρων αντιστάσεων, τη διαμόρφωση χώρων πολιτικοποίησης των κοινωνικών δυναμικών, την επεξεργασία προγραμματικών στοιχείων για μια σύγχρονη εργατική αντι-ηγεμονία. Αυτό σημαίνει να κάνουμε βήματα όχι μόνο για ένα «ψηφοδέλτιο» ή έναν «συντονισμό οργανώσεων» αλλά για το ξεδίπλωμα μιας πολιτικής διαδικασίας, ευρύτερης και βαθύτερης συνάμα, που να μετασχηματίσει το υπάρχον δυναμικό της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και τελικά να συμβάλει στην υπέρβαση των σημερινών πολιτικών μορφωμάτων. Και γι’ αυτό το λόγο το ζήτημα μιας βαθιά δημοκρατικής λειτουργίας της μετωπικής πρωτοβουλίας, το ζήτημα μιας πολιτικής ενότητας που να αντιμετωπίζει ισότιμα οργανώσεις και ανένταχτους αγωνιστές και στηρίζεται στην ουσιαστική συμμετοχή σε όλα τα επίπεδα, δεν έχει να κάνει με ‘ισορροπίες’ οργανώσεων και επιτελείων, αλλά με το να μπορεί να λειτουργεί ως πραγματικό κινηματικό και πολιτικό εργαστήρι που θα οδηγήσει σε νέες πολιτικές και ιδεολογικές συνθέσεις. Είναι σαφές ότι δεν μιλάμε για ένα εγχείρημα μιας χρήσης, ούτε για ένα «μέτωπο επιτελείων», αλλά για μια προσπάθεια, βήμα το βήμα, να μονιμοποιούνται δεσμοί συντροφικοί και πεδία πολιτικής συζήτησης, να διαμορφώνονται δημοκρατικές μορφές συντονισμού της κοινής δράσης και της παρέμβασης σε όλα τα επίπεδα, να συγκεντρώνεται ένα κεκτημένο κοινών πολιτικών θέσεων και πρακτικών.

6. Για όλα αυτά πρέπει να γίνει τώρα το πρώτο και αποφασιστικό βήμα. Και αυτό δεν μπορεί παρά να είναι το ενωτικό κατέβασμα στις εκλογές. Όταν έχει μια υπάρξει μια ολόκληρη προεργασία και ένας δημόσιος διάλογος, έστω και οδυνηρός, στις αντικαπιταλιστικές συνελεύσεις του 2007, όταν η ΕΝΑΝΤΙΑ απέδειξε με τη στάση και τις προτάσεις της ότι δεν ήταν ένα ακόμη ‘μαγαζί’, αλλά ένα όχημα μάχιμων ενωτικών πρωτοβουλιών για την αντικαπιταλιστική αριστερά, όταν έχει μεσολαβήσει ένα χρονικό διάστημα όπου πύκνωσαν τα βήματα συνεργασίας σε κοινωνικούς χώρους και σε πολιτικά μέτωπα, όταν έχει προηγηθεί ένα μεγάλο κίνημα στο οποίο οι δυνάμεις της αντικαπιταλιστικής αριστεράς έδωσαν από κοινού τη μάχη, τότε δεν έχουν θέση ούτε δισταγμοί ούτε παλινωδίες. Ούτε αναλογεί στην ιστορία και τους αγώνες αυτού του ρεύματος η μεμψίμοιρη αναζήτηση ελλείψεων και η λογική της «μεζούρας του αντικαπιταλισμού», παρά μόνο ως άλλοθι για ένα σεχταρισμό που έχει χάσει κάθε αίσθηση της πραγματικότητας. Οι διαφορετικές απόψεις, ευαισθησίες, ιδεολογικές αναφορές μόνο μέσα σε ενωτικά και μαζικά εγχειρήματα δείχνουν την ορθότητά τους, διαφορετικά γίνονται στείρες εμμονές και ιδεοληψίες.

7. Αντίθετα, σήμερα η συγκρότηση ενωτικής πολιτικής πρωτοβουλίας και η απόφαση για κοινό εκλογικό κατέβασμα θα επιτρέψει μια πρώτη κρίσιμη συσπείρωση δυνάμεων, θα διαμορφώσει σημείο αναφοράς για χιλιάδες αγωνιστές σε όλη την Ελλάδα, θα επιτρέψει το άνοιγμα, πριν και μετά τις εκλογές, του πλατιού και ανοιχτού διαλόγου, θα οδηγήσει σε μεγαλύτερη κλίμακα πολιτικών παρεμβάσεων, θα αποτρέψει μια ακόμη λεηλασία ανθρώπων και αναγνωρίσεων από τη μεριά του ρεφορμισμού, θα βοηθήσει προοπτικά να αλλάξουν τα πράγματα συνολικά στην Αριστερά.

8. Και όλα αυτά σημαίνουν φύγουμε από το Σπόρτιγκ με συγκεκριμένες δεσμεύσεις και αποφάσεις

  • Το «Κοινό κείμενο προβληματισμού» που κατατίθεται αποτελεί αναμφίβολα πολιτική σύνθεση και βάση πάνω στην οποία μπορεί να κινηθεί η κοινή προσπάθεια. Άλλωστε, οι δυναμικές των πολιτικών εγχειρημάτων δεν κρίνονται από τις διατυπώσεις στα κείμενα αλλά από τις πρακτικές στα πολιτικά μέτωπα.
  • Η συγκέντρωση πρέπει να καταλήξει στη συγκρότηση συγκεκριμένης πρωτοβουλίας για την παρέμβαση στα μέτωπα της περιόδου, συμπεριλαμβανομένων και των εκλογών.
  • Η προσπάθεια για κοινή δράση μέσα στο κίνημα και για στήριξη από κοινού των ανεξάρτητων αριστερών σχημάτων μέσα στους κοινωνικούς χώρους, ως βασικού κυττάρου για την παρέμβαση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς στο μαζικό κίνημα, δεν μπορεί να σημαίνει και την ταύτιση των σχημάτων με το κοινό εγχείρημα. Αντίθετα, είναι απαραίτητο και να διαφυλαχθεί η αυτοτέλεια των μαζικών σχημάτων αλλά και να επιμείνουμε στην παρουσία εκεί δυνάμεων και αγωνιστών που μπορεί να παραμείνουν επιφυλακτικοί απέναντι στο κοινό εγχείρημα.
  • Μέσα στις επόμενες εβδομάδες να γίνουν συνελεύσεις σε τοπικό και κλαδικό επίπεδο σε όλη την Ελλάδα με τη συμμετοχή όσο το δυνατόν περισσότερων ανένταχτων αγωνιστών και με προσπάθεια για συζήτηση παραγωγική που να καταλήγει σε συγκεκριμένες προτάσεις για τη μορφή την κατεύθυνση και το περιεχόμενο του κοινού εγχειρήματος. Ειδικά οι κλαδικές συνελεύσεις θα μπορούσαν να συνεισφέρουν θέσεις για συγκεκριμένα μέτωπα πάλης, που να προκύπτουν και μέσα από την εμπειρία των ίδιων των αγωνιστών.
  • Η διαδικασία πρέπει να ολοκληρωθεί με μια πανελλαδική συνάντηση με εκπροσώπους από όλες τις τοπικές συνελεύσεις που θα έχουν πραγματοποιηθεί αλλά και από τις δυνάμεις που στηρίζουν το εγχείρημα, στην οποία να εξειδικευτεί το πολιτικό πλαίσιο, να διαμορφωθούν με δημοκρατικό τρόπο οργανωτικές μορφές και να οριστικοποιηθούν ζητήματα όπως το όνομα του εγχειρήματος.