ΑΠΟΦΑΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ

1. Για την πολιτική συγκυρία, τις προοπτικές του κινήματος, τον πολιτικό μας σχεδιασμό

Σε ό,τι αφορά τη συγκυρία αποτελεί σήμερα πανευρωπαϊκή τάση η λιτότητα, οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις και οι περικοπές στις δημόσιες δαπάνες. Είναι μια συνολική προσπάθεια για την ανατροπή του συσχετισμού δύναμης σε βάρος των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων. Είναι μια κατεύθυνση «φυγής προς τα εμπρός» και μια προσπάθεια για να κάνουν όσο το δυνατόν περισσότερες τομές σε μια λογική «αγώνα προς τα κάτω». Η αστική στρατηγική επικεντρώνεται στην επιδείνωση της θέσης των εργαζομένων και την εμπέδωση «καθεστώτων έκτακτης οικονομικής ανάγκης».Δεν είναι τυχαίο ότι με πρόσχημα την αναθεώρηση των στοιχείων για το έλλειμμα τα προηγούμενα χρόνια ήδη προλειαίνεται το έδαφος για νέο μνημόνιο και ακόμη πιο σκληρά μέτρα!

Ευρύτερα σήμερα η λογική της «μόνιμης κατάστασης έκτακτης οικονομικής ανάγκης» γίνεται προσπάθεια να επιβληθεί από τις δυνάμεις του κεφαλαίου πανευρωπαϊκά ως αναπόδραστη συνθήκη τόσο σε ό,τι αφορά την άσκηση πολιτικής, όσο και σε σχέση με το πώς αρθρώνεται η κυρίαρχη ιδεολογία σήμερα. Αυτό συνδυάζεται με μια ευρύτερη μετάλλαξης των όρων άρθρωσης της αστικής εξουσίας. Στο όνομα της «κατάστασης έκτακτης οικονομικής ανάγκης» οριακά τείνουμε σε μια ιδιότυπη μετα-δημοκρατική και μετα-ηγεμονική εκδοχή άσκησης της αστικής εξουσίας, όπου το κύριο χαρακτηριστικό είναι η συνεχής αναίρεση κατακτήσεων, η βίαιη αλλαγή των όρων του παιχνιδιού και η εμπέδωση της λογικής ότι κρίσιμες επιλογές αποτελούν αναπόδραστους μονοδρόμους. Σε αυτό το πλαίσιο υπάρχουν ανακατατάξεις στις κοινωνικές συμμαχίες και ρήγματα ακόμη και σε κοινωνικά στρώματα που μπορεί μέσα σε μια προηγούμενη φάση να αναγνώριζαν τον εαυτό τους στην αναδιαρθρώτική στρατηγική.

Ταυτόχρονα, μέσα στις συνθήκες της οικονομικής κρίσης και των δημοσιονομικών αποτελεσμάτων της έχουμε σημαντικές μεταλλάξεις και σε ό,τι αφορά τη σχέση ανάμεσα σε εθνικό και διεθνικό. Η ιδιότυπη οικονομική κατοχή της Ελλάδας από το μηχανισμό επιτήρησης της τρόικα δεν μπορεί να αποδοθεί μόνο στο κίνδυνο χρεοκοπίας της Ελλάδας και του τι θα σήμαινε αυτό για το σύνολο των ευρωπαϊκών οικονομιών. Εκφράζει και μια ευρύτερη προσπάθεια να αυξηθούν οι αρμοδιότητες των ευρωπαϊκών θεσμών απέναντι στις εθνικές κυβερνήσεις. Οι προτάσεις για υποχρεωτική προέγκριση των προϋπολογισμών από την Ευρωπαϊκής Επιτροπή, η συζήτηση για τα δυσβάστακτα πρόστιμα σε όσες χώρες έχουν υπερβολικά ελλειμματική διαχείριση, η ίδια η έννοια της ευρωπαϊκής επιτήρησης σε χώρα της ευρωζώνης διαμορφώνει την τάση ακόμη μεγαλύτερης απεμπόλησης από τη μεριά των ευρωπαϊκών αστικών τάξεων των όσων στοιχείων εθνικής κυριαρχίας θα μπορούσαν να επιτρέψουν παραχωρήσεις προς τις λαϊκές τάξεις.

Στην Ελλάδα η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προχωράει διαρκώς σε νέες επιθέσεις. Εκτιμούν ότι ήδη έχουμε περάσει σε συνθήκη αποδιάρθρωσης λαϊκού κινήματος και δοκιμάζουν σταδιακά να τσακίσει αντιστάσεις:

·Ξεκινούν με τη διάλυση και το ξεπούλημα του ΟΣΕ, παραβλέποντας ότι το μεγαλύτερο μέρος του λεγόμενου χρέους του ΟΣΕ είναι «επενδύσεις» και «μεγάλα έργα» των προηγούμενων κυβερνήσεων.

·Η ιστορία της επίθεσης στον ΟΣΕ λειτουργεί ως ένα μεγάλο πείραμα για τη μεγάλη ιδιωτικοποίηση που ετοιμάζεται που είναι η ιδιωτικοποίηση μεγάλου μέρους των παραγωγικών μονάδων της ΔΕΗ.

·Το νέο μισθολόγιο των δημοσίων υπαλλήλων θα σημαίνει ακόμη μεγαλύτερη μισθολογική μείωση, ενώ η λογική της εξίσωσης με τον ιδιωτικό τομέα θα οδηγήσει αντίστοιχα σε συνολικότερη επίθεση ενάντια στο εργατικό εισόδημα.

·Ο «Καλλικράτης» αμέσως μετά τις εκλογές θα οδηγήσει σε μαζικές απολύσεις υπαλλήλων και στην αποδιάρθρωση των όποιων δημοτικών κοινωνικών υπηρεσιών έχουν απομείνει.

·Οι ανατροπές στις εργασιακές σχέσεις συνεχίζονται, ενώ οι συμβάσεις είναι στον αέρα, με τους εργοδότες να αμφισβητούν ακόμη και το ισχύον καθεστώς και την Κατσέλη να προετοιμάζεται να θεσμοθετήσει και τυπικά την πλήρη καταστρατήγηση όλων των κλαδικών συμβάσεων, στο μεγαλύτερο μέρος του ιδιωτικού τομέα.

Τεράστια σημασία έχουν οι σχεδιαζόμενες αλλαγές στην ανώτατη εκπαίδευση. Αποτελούν πραγματική αλλαγή υποδείγματος, αλλαγή όρων άρθρωσης της εξουσίας εντός των ΑΕΙ και τεράστια τομή στην κατεύθυνση πραγματικά της επιχειρηματική ανώτατης εκπαίδευσης με την αγορά να ανάγεται στο πρότυπο της διοίκησης. Η πάγια κρατική χρηματοδότηση θα αντικατασταθεί από το περιβόητο «κουπόνι» (voucher) του φοιτητή και τα πανεπιστήμια θα διαγκωνίζονται για την προσέλκυση φοιτητών για να μην χρεοκοπήσουν, ενώ με αυτό τον τρόπο ανοίγει και ο δρόμος για την επιβολή διδάκτρων. Στο όνομα της αυτοτέλειας τα ΑΕΙ θα εξωθηθούν στην άγρα χορηγών και στην αναγκαστική εμπορευματοποίηση των παροχών τους. Η χρηματοδότηση θα εξαρτάται από μηχανισμούς τιμωρητικής αξιολόγησης με βάση αγοραία κριτήρια. Κάθε έννοια αυτοδιοίκησης και ακαδημαϊκής αυτοτέλειας των ΑΕΙ θα αναιρεθεί. Οι σύγκλητοι θα υποκατασταθούν από «συμβούλια διοίκησης» με εκπροσώπους των επιχειρήσεων και διορισμένους μάνατζερ, ενώ κάθε είδους συμμετοχή στη διοίκηση των φοιτητών και του μεγαλύτερου μέρους των διδασκόντων θα καταργηθεί. Με τις υποχρεωτικές συγχωνεύσεις ΑΕΙ και τον περιβόητο «εκπαιδευτικό Καλλικράτη» θα δούμε μαζικές καταργήσεις τμημάτων και συρρίκνωση ιδρυμάτων. Η μετάβαση από τα τμήματα στις Σχολές θα οδηγήσει σε ακόμη μεγαλύτερη ρευστοποίηση των πτυχίων και πλήρη αποσύνδεση ακαδημαϊκών τίτλων και επαγγελματικών δικαιωμάτων. Τα προγράμματα σπουδών θα «πιστοποιούνται» από ιδιωτικές εταιρείες οδηγώντας σε ακραίες μορφές τυποποίησης και ιδεολογικής αποστείρωσης. Οι αλλαγές στο σύστημα εξετάσεων και τους ρυθμούς σπουδών θα οδηγήσουν σε μαζικές διαγραφές φοιτητών. Η ζωντανή διδασκαλία και ο διάλογος μέσα στο αμφιθέατρο θα υποκατασταθεί από τα πακέτα «εκπαιδευτικού λογισμικού».

Εάν εφαρμοστούν αυτά τα μέτρα, τότε θα μιλάμε για το τέλος του Δημόσιου Πανεπιστημίου, για την αναίρεση του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα του, για την πλήρη ανατροπή των εργασιακών σχέσεων, για την αποστείρωση από κάθε κινηματική δράση, για την υπονόμευση του εργασιακού μέλλοντος των φοιτητών, για τον υποχρεωτικό εξοστρακισμό της κριτικής επιστημονικής σκέψης και του ριζοσπαστικού στοχασμού.

Στο ίδιο φόντο έχουμε και αντιδραστικές αλλαγές που ετοιμάζονται στο σχολείο. Η κατεύθυνση της πλήρους ρευστοποίησης των προγραμμάτων σπουδών, η υποβάθμιση του όποιου κριτικού μορφωτικού ρόλου του σχολείου, η διαγραφή της ιστορικής συνείδησης από τις προτεραιότητες, η υποβάθμιση σημαντικών επιστημών, η πρόκριση της γλωσσομάθειας και των άμεσα εφαρμόσιμων δεξιοτήτων αποτελούν βίαιη προσπάθεια προσαρμογής του εκπαιδευτικού και μορφωτικού προτύπου στις απαιτήσεις των αναδιαρθρώσεων, την ίδια ώρα που προμηνύεται ακόμη μεγαλύτερη επιδείνωση και ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων

Στο σημείο αυτό πρέπει να κάνουμε μια αναγκαία διευκρίνιση. Η αυθόρμητη τάση είναι να αντιμετωπίζονται αυτά τα φαινόμενα και οι εξελίξεις υπό το πρίσμα μιας λογικής ιδιωτικοποίησης. Αυτό δεν αντιστοιχεί πλήρως σε αυτό που συμβαίνει. Στην πραγματικότητα τα Πανεπιστήμια κατά κύριο λόγο σε όλες τις χώρες όπου δοκιμάστηκαν τέτοιες τομές παρέμειναν κρατικά ή δημόσια. Αυτό που γενικεύτηκε ήταν η λογική της επιχειρηματικής διοίκησης και της προσαρμογής στις απαιτήσεις της αγοράς, πιο σωστά της αστικής στρατηγικής όπως διαμεσολαβείται από κάθε είδους «αξιολογήσεις», «πιστοποιήσεις», «κατατάξεις». Ταυτόχρονα, εντείνεται και η λογική της εμπορευματοποίησης με την εισαγωγή διδάκτρων και μια εν γένει ανταποδοτική λογική, τάση που συναντάμε και σε άλλους τομείς του δημοσίου. Όμως, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για ιδιωτικοποίηση με την έννοια της απόδοσης σε ιδιώτες, όπως π.χ. μπορεί να γίνεται στις μεταφορές, την ενέργεια ή τις τηλεπικοινωνίες. Αντίθετα, ως προς τον αυξημένο ρόλο των κάθε είδους διορισμένων περιφερειακών συμβουλίων, των «ανεξάρτητων» αρχών, των μάνατζερ, θα ενταθεί ο βαθμός κρατικού ελέγχου. Ουσιαστικά, μπορούμε να μιλάμε ταυτόχρονα για κρατικοποίηση, επιχειρηματοποίηση και εμπορευματοποίηση της Ανώτατης Εκπαίδευσης.

Την ίδια στιγμή στο κοινωνικό πεδίο, ήδη ξεδιπλώνονται οι αποδιαρθρωτικές και πειθαρχικές πλευρές της ύφεσης και της κρίσης. Η ανεργία ήδη υπονομεύει αντιστάσεις, διαμορφώνει γενικευμένη ανασφάλεια, αποδιαρθρώνει συλλογικές αναγνωρίσεις. Επιπλέον διαμορφώνει αποτελέσματα σοκ, την αίσθηση ότι ανά πάσα στιγμή τα πράγματα μπορούν να γίνουν πολύ χειρότερα. Όπως ακριβώς στις λατινοαμερικάνικες χούντες οι μαζικές συλλήψεις και εκτελέσεις από ένα σημείο και μετά δεν γεννούσαν αντίσταση αλλά φόβο και διάλυση στα δίκτυα της αντίστασης.

Σίγουρα σήμερα οι αστοί δεν δίνουν μια προοπτική εξόδου από την κρίση. Η απλή συμπίεση προς τα κάτω των μισθών, των προοπτικών, η εξατομίκευση και η διάλυση αντιστάσεων από μόνες τους δεν συνιστούν συνθήκη μακρόχρονης ανάκαμψης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Ούτε βέβαια επενδύσεις όπως αυτές του Κατάρ ή οι συμφωνίες με τους Κινέζους μπορούν να αποτελέσουν αφετηρίες ενός νέου κύκλου οικονομικής ανάπτυξης που να στηρίζεται σε ενδογενείς δυναμικές, τομές στην παραγωγικότητα, ανάδειξη κλάδων υψηλής προστιθέμενης αξίας. Παρόλα αυτά, σήμερα το ταξικό ένστικτο των δυνάμεων του κεφαλαίου τις ωθεί στο να επενδύσουν ακριβώς στην εξαθλίωση και εξαχρείωση της κοινωνίας και σε ένα διαρκές κοινωνικό «αρνητικό σπιράλ» που δεν πρόκειται να τελειώσει, αλλά θα πιέζει προς την κοινωνική συντριβή των λαϊκών στρωμάτων.

Γι’ αυτό και σήμερα το πιο κομβικό που πρέπει να μας απασχολεί είναι το πώς θα υπάρξει ανασυγκρότηση του λαϊκού κινήματος σε αγωνιστική κατεύθυνση τέτοια που να μπορέσει να δώσει νικηφόρα τη μάχη για την ανατροπή του Μνημονίου και όλων των μέτρων που σχετίζονται με αυτό.

Όπως έχουμε τονίσει και σε άλλες περιπτώσεις είναι λάθος να πούμε ότι το πρόβλημα μέχρι τώρα με το ξεδίπλωμα του κινήματος είναι μόνο ο υποτιθέμενος ακολουθητισμός προς τη γραφειοκρατία ή οι αρνητικοί πολιτικοί συσχετισμοί (επιχειρηματολογία την οποία κατά κάποιο τρόπο μοιράζονται το ΝΑΡ και ΠΑΜΕ). Το πρόβλημα πιο συνολικό. Αφορά και τη βάση και την κορυφή. Αφορά και τα υπαρκτά πολιτικά αποτελέσματα προηγούμενων ηττών και την απουσία εμπιστοσύνης των λαϊκών μαζών στο εάν μπορούν να πάνε τα πράγματα αλλιώς, αφορά και τη μετάλλαξη της γραφειοκρατίας, με αποκορύφωμα την ανοιχτά προδοτική στάση του Παναγόπουλου και της ηγεσίας της ΓΣΕΕ.

Σήμερα καλούμαστε να συζητήσουμε τι σημαίνει ανασυγκρότηση του κινήματος, χωρίς να λέμε απλώς εμπρός για ένα νέο 2006-2007 ή εμπρός για ένα νέο Δεκέμβρη 2008 ή για έναν εργατικό Δεκέμβρη ή για ένα νέο 2001. Αυτή η σχεδόν καθεστωτική τομή δεν μπορεί να ανατραπεί με όρους απλώς και μόνο μιας μεγάλης κινητοποίησης, ακόμη και εάν π.χ. στις 5 Μάη δεν είχαν γίνει τα τραγικά περιστατικά της Marfin. Χρειαζόμαστε κάτινέο και πρωτότυπο που να συνδυάζει

·Παρατεταμένους κλαδικούς αγώνες με αποφασιστικότητα και όχι λογική μάχης για την τιμή των όπλων. Κομβικό ρόλο εδώ μπορεί να παίξει η έκβαση μαχών όπως αυτές που δίνονται ήδη στον ΟΣΕ (και όπου είναι έλλειψη μεγάλη και της Αριστεράς και του υπόλοιπου εργατικού κινήματος ότι δεν έχει κάνει σημαία της το «Κάτω τα χέρια από το Δημόσιο Σιδηρόδρομο») ή η τεράστια τομή που ετοιμάζεται στη ΔΕΗ. Εάν ηττηθούν αυτοί οι κλάδοι, αλλάζει άρδην ο συνολικός συσχετισμός δύναμης μέσα στο υπαρκτό συνδικαλιστικό κίνημα.

·Την προσπάθεια για να υπάρξει μαζική πανδημοσιοϋπαλληλική παρατεταμένη κινητοποίηση με αφορμή το νέο μισθολόγιο.

·Διατήρηση του κλίματος, με κινήσεις αλληλεγγύης, επιμέρους παρεμβάσεις, ‘μικρές μάχες’ που να γίνονται μεγάλα επίδικα. Οι μάχες ενάντια στις απολύσεις και τα κλεισίματα επιχειρήσεων που δίνονται τώρα είναι έτσι κομβικές, π.χ. ο αγώνας στα Ελληνικά Γράμματα. Εδώ μπορεί να παίξει κρίσιμο ρόλο ο συντονισμός σωματείων.

·Ανάδειξη του συντονισμού σωματείων σε εναλλακτικό αγωνιστικό σημείο αναφοράς μέσα στους εργατικούς αγώνες με συστηματική προσπάθεια να διευρυνθεί με άλλα σωματεία, ομοσπονδίες, ακόμη και εργατικά κέντρα. Ταυτόχρονα, επιμονή στη γραμμή της αγωνιστικής ταξικής ενότητας, ενάντια σε λογικές σεχταρισμού και χωριστικές πρακτικές.

·Μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις με χαρακτηριστικά εξέγερσης στη νεολαία. Εδώ πρέπει να ρίξουμε όλες τις δυνάμεις μας για να μπορέσει να υπάρξει κινηματική απάντηση με καταλήψεις διαρκείας και ανάδειξη της νεολαίας σε πρωτοπόρα δύναμη στην πάλη για την ανατροπή του Μνημονίου.

·Και μια πολιτική αριστερά που να δίνει το στίγμα της ύπαρξης αντικαπιταλιστικής εναλλακτικής λύσης.

Ειδικά για τη νεολαία η πρόκληση είναι μεγάλη. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι με κάποιου τύπου «αυτοματισμό» σήμερα θα μπορέσει να ξεσπάσει κίνημα. Αντίθετα, χρειάζεται επεξεργασία των αιχμών, προσπάθεια να υπάρξει μεγάλη συσπείρωση των φοιτητών, κατεύθυνση και πολιτικοσυνδικαλιστικών συμμαχιών μέσα στις σχολές (κάλεσμα για κοινή μαχητική στάση όλης της Αριστεράς, προσπάθεια για συστράτευση και δυναμικού της ΠΑΣΠ σε αντικυβερνητική κατεύθυνση) και κοινωνικών συμμαχιών (με κομμάτια του ΔΕΠ αλλά και με το υπόλοιπο εκπαιδευτικό κίνημα), προσπάθεια να σπάσει η απομόνωση και οι «υγειονομικές ζώνες» που θα στηθούν γύρω από το φοιτητικό κίνημα. Επιπλέον είναι μεγάλη ευκαιρία να επανακατοχυρωθούν φοιτητικοί σύλλογοι ως όργανα αγώνα και να επανιδρυθούν τα ΕΑΑΚ ως πρωτοπόρα αριστερή δύναμη. Άλλωστε, τα γεγονότα της Πάτρας συμπύκνωσαν μια έντονη κρίση φυσιογνωμίας και στρατηγικής στα ΕΑΑΚ. Πιο σωστά, είναι η οριακή εκδοχή της απουσίας στρατηγικής τα τελευταία χρόνια, της εσωτερίκευσης της πολιτικής αποτυχίας μετά το 2007 να δοθούν μάχες με μαζικούς όρους και της αμηχανίας μπροστά στις προκλήσεις της περιόδου (κύρια ως προς το γεγονός ότι αντικειμενικά πλευρές της αναδιάρθρωσης άρχισαν να μπαίνουν σε εφαρμογή). Δεν είναι τυχαίο ότι δεν έχει γίνει μια σοβαρή αποτίμηση των μαχών που δόθηκαν (π.χ. των προβλημάτων στη μάχη ενάντια στον περιορισμό της φοιτητικής συμμετοχής) αλλά αυτών που δεν δόθηκαν από τότε (π.χ. το ερώτημα γιατί το θέμα των ‘Κολεγίων’ δεν μπόρεσε να λειτουργήσει ως καταλύτης). Μία από τις μορφές που εμφανίζεται αυτήκρίση είναι και η απουσία οποιοσδήποτε αίσθησης κοινού πολιτικού χώρου στα ΕΑΑΚ σε Πάτρα και Θεσσαλονίκη.

Όμως, δεν αρκεί να έχουμε μια πρωτότυπη συνάρθρωση διαφορετικών μορφών επιπέδων και ρυθμών κλιμακούμενης κινηματικής δράσης για να μπορέσει να ανατραπεί η πολιτική του Μνημονίου. Όλα αυτά θα πρέπει να έχουν και πολιτικά αποτελέσματα, να τροποποιούν το συνολικό πολιτικό συσχετισμό δύναμης, να συνδυάζονται με ανοιχτά στοιχεία πολιτικής κρίσης, ανοιχτής απονομιμοποίησης του κυβερνητικού κέντρου και του πλέγματος εξουσίας ΕΕ – ελεγκτές – κυβέρνηση που σήμερα λαμβάνει τις αποφάσεις. Εάν δεν αισθανθούν τα κέντρα εξουσίας τον κίνδυνο ευρύτερης αποσταθεροποίησης και αμφισβήτησης του πυρήνα των σημερινών όρων άρθρωσης της καπιταλιστικής εξουσίας δεν πρόκειται να υποχωρήσουν.

Γι’ αυτό και πρέπει πέραν της μαζικής κινηματικής δράσης να μπορούμε να έχουμε και μια συγκεκριμένη, απτή και κατανοητή κεντρική πολιτική στοχοθεσία και απεύθυνση:

·Να επιμείνουμε στην προβολή του άμεσου αντικαπιταλιστικού προγράμματος απάντησης στην κρίση: Διαγραφή χρέους – Έξοδος από ΟΝΕ και ευρώ – Εθνικοποίηση Τραπεζών – Αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου – Μόνιμη και σταθερή δουλειά. Να μπορέσουμε να εμπνεύσουμε ευρύτερες μάζες ότι υπάρχει εναλλακτική λύση και δεν είναι μονόδρομος το «Μνημόνιο».

·Με τρόπο συστηματικό να υπερασπιστούμε το δημόσιο τομέα ενάντια σε μια γενικευμένη απαξίωσή του προς όφελος λογικών είτε ανοιχτής ιδιωτικοποίησης είτε επιχειρηματικής μετάλλαξής του.

·Απέναντι στην κυβερνητική ρητορεία να τονίζουμε συστηματικά ότι τα μέτρα αυτά δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι θα οδηγήσουν σε έξοδο από την κρίση. Αντίθετα, είναι πολύ πιθανό να έχουμε ένα φαύλο κύκλο ακόμη μεγαλύτερης ύφεσης και ταυτόχρονα συντριβής των κοινωνικών δικαιωμάτων και πραγματικής εξαθλίωσης των εργαζομένων.

Απέναντι σε αυτή την πρωτοφανή σκλήρυνση των όρων άρθρωσης της πολιτικής και κοινωνικής εξουσίας η απάντηση δεν μπορεί να είναι ούτε η τεχνητή αισιοδοξία, ούτε όμως και μια λογική γενικευμένης ηττοπάθειας. Αυτό που χρειάζεται είναι η αναμέτρηση με τα πραγματικά ενδεχόμενα και τους πραγματικούς κινδύνους

·Ο πραγματικός κίνδυνος είναι μια πραγματική συντριβή του λαϊκού κινήματος από τα μέτρα και από τη γενίκευση της εσωτερικής υποτίμησης και της υποχρεωτικής αποπτώχευσης που θα οδηγήσει σε παρατεταμένη συνθήκη εσωτερικευμένης ήττας που κυριολεκτικά θα «τραβήξει το χαλί κάτω από τα πόδια» και των σημερινών πολιτικών εκφράσεων της Αριστεράς.

·Η πραγματική δυνατότητα πάλι είναι όντως μια συνθήκη παρατεταμένης κοινωνικής αναταραχής να οδηγήσει σε αναγκαστικές αναδιπλώσεις από τη μεριά των αστικών επιτελείων και αυτό να ανοίξει ευρύτερους δρόμους και για την Αριστερά στο επίπεδο της αμφισβήτησης του πυρήνα του κεφαλαίου.

Η σημερινή Αριστερά είναι δομικά ανεπαρκής να απαντήσει σε αυτή την πρόκληση.

·Ο χώρος του ΣΥΝ / ΣΥΡΙΖΑ είναι υπερβολικά εγκλωβισμένος στα όρια του ευρωπαϊσμού (αδυνατώντας να σκεφτεί ότι «υπάρχει ζωή και έξω από την ΕΕ») και του κυβερνητισμού («κάθε πρόταση πρέπει να έχει τη μορφή πρότασης έτοιμης προς ψήφιση») την ίδια στιγμή δεν είχε την ευθύνη κανενός μεγάλου κινήματος τα τελευταία 15 χρόνια (σε αντίθεση με το ΚΚΕ, τη ριζοσπαστική αριστερά, το ΠΑΣΟΚ ακόμη και τη… στους αγρότες). Επιπλέον, σήμερα είναι σαφές στην ηγεσία του ΣΥΝ ωριμάζουν σκέψεις για έναν απεγκλωβισμό από τα όρια του ΣΥΡΙΖΑ προς όφελος μιας εκδοχής αντινεοφιλελεύθερου μετώπου μές από τη συνεργασία με το λεγόμενο «σοσιαλιστικό χώρο» συνεργασία που γίνεται μοχλός για ευρύτερες δεξιότερες μετατοπίσεις. Τηνίδια ώρα οι όποιες αριστερές διαφοροποιήσεις αποπνέουν ακόμη τον καιροσκοπισμό της απλής προσπάθειαςαλλαγής συσχετισμών μέσα στο ΣΥΡΙΖΑ και τη διεκδίκηση και των δεξιών πλευρών της κληρονομιάς του, όπως αποτυπώνεται στο λόγο και την πρακτική του «Μετώπου Αλληλεγγύης και Ανατροπής»

·Ο χώρος του ΚΚΕ προσπαθεί να συγκροτήσει ένα περίκλειστο πολιτικό και εν δυνάμει κοινωνικό σύμπαν που να λειτουργήσει ως καταφύγιο εν μέσω της γενικευμένης συντριβής, και άρα συνειδητά θα υπονομεύσει κάθε προσπάθεια για πλειοψηφική κοινωνική αντιπαράθεση. Η κατάσταση αυτή του ΚΚΕ γεννά σήμερα αντιθέσεις στο εσωτερικό του και αυτό εκδηλώνεται είτε π.χ. με τη συμμετοχή στελεχών του με πιο μαζική και ενωτική εκδοχή των συνεργασιών π.χ. στο Αριστερό Βήμα είτε με αποχωρήσεις και προσέγγιση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αναμφίβολα αισιόδοξη εξέλιξη, έστω και εάν συχνά όσοι αποχωρούν συχνά κουβαλούν και πλευρές της πολιτικής κληρονομιάς του ΚΚΕ (π.χ. μια περισσότερο σεχταριστική εκδοχή της συνδικαλιστικής δράσης).

·Η ριζοσπαστική αριστερά, παρά την πραγματική ανάληψη ευθύνης πολλές φορές για κινήματα, επίσης είναι εγκλώβισμένη σε σχήματα που αφορούν την πολιτική αναπαραγωγή πολιτικών τάσεων και όχι την αναμέτρηση με τις προκλήσεις του ταξικού αγώνα. Αυτό εξηγεί την εμφάνιση του μεγαλύτερου φάσματος από αποκλίσεις από τον οπορτουνισμό μέχρι τη λογική του «επαναστατικού πόλου».

Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι με όρους ξεδιπλώματος των αντιθέσεων και κατά συνέπεια χάραξης της τακτικής ζούμε εξαιρετικά πρωτότυπες συνθήκες. Η κυβέρνηση, αλλά και ευρύτερα τα αστικά επιτελεία προχωρούν σε ένα εξαιρετικά βίαιη εκδοχή «πολέμου κινήσεων, που στόχο έχει όχι απλώς την κατάληψη θέσεων αλλά και την προληπτική διάλυση των πιθανών θέσεων που θα έπαιζαν το ρόλο χαρακωμάτων σε μια εκδοχή «πολέμου θέσεων» από τη μεριά του λαϊκού κινήματος. Απέναντι σε αυτό απαιτείται μια εξαιρετικά πρωτότυπη εκδοχή τακτικής που να συνδυάζει τον παρατεταμένο λαϊκό αγώνα και την οικοδόμηση βάσεων του αγώνα, στο κέντρο και την περιφέρεια, σε πείσμα της συνθήκης κοινωνικής συντριβής, τις αναγκαστικές κατά μέτωπο συγκρούσεις εκεί όπου δεν υπάρχει άλλη επιλογή, ακόμη και εάν οι συσχετισμοί δεν είναι ευνοϊκοί, και την ικανότητα οικοδόμησης της δυνατότητας αντεπιθέσεων και αναταραχών, ιδίως με δυνάμεις που να μην μπορούν να καμφθούν εύκολα. Είναι μια περίπλοκη εκδοχή κοινωνικής αντιπαράθεσης, που δεν θα είναι ούτε κοινωνικός ανταρτοπόλεμος, ούτε παρατεταμένη εξέγερση, ούτε βέβαια επένδυση σε ένα χρονικό σημείο όπου όλα θα κριθούν. Πόσο μάλλον που σε όλη αυτή τη διαδικασία η διαμόρφωση του «λαϊκού στρατού», των δυνάμεων, των δικτύων αλληλεγγύης, των βάσεων, του πολιτικού νεύρου θα είναι ένα διαρκές διακύβευμα, θα είναι το επίδικο και όχι το δεδομένο.

Ακριβώς επειδή δεν υπάρχουν «διευκολύνσεις» στην πραγματική ιστορία οφείλουμε να σκεφτούμε ότι σήμερα δεν έχουμε πολυτέλειες του τύπου πρώτα οικοδομούμε την πολιτική αριστερά και τις επαρκείς μορφές της σε πολιτικό και κοινωνικό επίπεδο και στη συνέχεια ανασυγκροτούμε το λαϊκό κίνημα και μετά ριχνόμαστε στη μάχη. Αυτό δεν μπορεί να γίνει. Ότι ο αγώνας θα είναι παρατεταμένος και θα έχει γυρίσματα και ανατροπές, δεν σημαίνει ότι δεν είναι κρίσιμη και κάθε στιγμή, κάθε αντιπαράθεση, ακριβώς επειδή από την έκβαση καθορίζεται και ο συσχετισμός των επόμενων.

Γι’ αυτό και έχουμε πει ότι σήμερα το λαϊκό κίνημα καλείται να δώσει τη μεγαλύτερη πολιτική του μάχη από τη μάχη – που δεν έδωσε… - ενάντια στην δικτατορία των συνταγματαρχών. Την ίδια στιγμή καλούμαστε όχι μόνο να δώσουμε τη μάχη αυτή αλλά και μέσα στη μάχη να ανασυνθέσουμε το πολιτικό και κοινωνικό υποκείμενο που θα μπορέσει να τη δώσει με τρόπο νικηφόρο. Είναι σαν να ξεκινούμε ένα υπερατλαντικό ταξίδι προσπαθώντας ταυτόχρονα να χτίσουμε το καράβι εν πλω.

Αυτό επιβάλλει σε όλους μας μια πραγματική αλλαγή παραδείγματος στο πως κάνουμε πολιτική, πώς βλέπουμε το εαυτό μας, πώς παρεμβαίνουμε. Και από ό,τι φαίνεται η εικόνα της αριστεράς που περιγράψαμε πιο πάνω ακόμη απέχει από αυτές τις απαιτήσεις. Προφανώς και η Αριστερά που θεωρεί ότι μπορεί να πάει μπροστά με αλλεπάλληλες καμπάνιες, ή με διαρκή κριτική όλων των άλλων ως δεξιών (ή σεχταριστών), ή με απλές αρπαχτές και κάθε είδους «σημαίες ευκαιρίας» δεν μπορεί να πάει μπροστά.

Σε ό,τι αφορά την κατάσταση στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι σαφές ότι μια περίοδος κρίσης αναγκαστικά φέρνει στο προσκήνιο και τα συμπτώματα κρίσης μέσα στην Αριστερά. Το στοιχείο κρίσης σήμερα συμπυκνώνει πρώτιστα τις αδυναμίες και τις αντιφάσεις που συναντάμε στη σύγκρουση με το Μνημόνιο. Όλες οι δυσκολίες που καταγράφηκαν πιο πάνω πρέπει να τις δούμε και ως βαθύτερες αιτίες των αντιφάσεων και των προβλημάτων που καταγράφονται τώρα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αυτές δεν είναι απλώς τα γεγονότα της Πάτρας. Σημαντικό πρόβλημα είναι και:

·Το βιαστικό κλείσιμο της γεωμετρίας και της φυσιογνωμίας των κατεβασμάτων

·Η φοβική αντιμετώπιση οποιουδήποτε ανοίγματος (Δυτ. Ελλάδα, Θεσσαλία)

·Η λογική της κατανομής προσώπων που επελέγη, όπου προκρίθηκαν οι ισορροπίες τάσεων και όχι το μαζικό άνοιγμα.

·Η αντίληψη ψηφοδελτίων – παρατάξεων ΑΝΤΑΡΣΥΑ

·Οι κάθε είδους εκβιασμοί του ΣΕΚ αλλά και η συναίνεση του ΝΑΡ σε πλευρές τους.

·Η αδυναμία συνειδητοποίησης της κρισιμότητας της αντιπαράθεσης στην Πάτρα

·Η σχετική απομάκρυνση και της ΟΚΔΕ και της Κομμ. Ανανέωσης από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ σήμερα ταυτόχρονα είναι και δεν είναι σε κρίση. Είναι στο βαθμό που αποτελεί κομμάτι της συνολικής κρίσης της Αριστεράς. Είναι ακόμη ως πιθανή εμμονή σε μια αριστερίστικη κατεύθυνση. Δεν είναι στο βαθμό που εμπεριέχει μια κινηματική δυναμική, την ιστορικότητα των αγώνων και τη σχετική ηθικότητα, τη λογική ότι «η πολιτική δεν είναι χόμπι ή επάγγελμα», που συναντάμε σε άλλους χώρους τη; Αριστερά

Το ΣΕΚ κάνει ό,τι μπορεί να κρατήσει την ΑΝΤΑΡΣΥΑ μέσα σε πεπερασμένα όρια και μάλλον τα πλησιάζει. Εγκλωβίζεται σε κλασική αντίληψη ότι περιμένουμε την μαζική έξοδο από ΠΑΣΟΚ και υποτιμά τις εξελίξεις στην Αριστερά. Ταυτόχρονα, δεν μπορεί εύκολα να βρεθεί σε μέτωπα που θα το πιέζουν. Δεν έχει, όμως, εύκολα και εναλλακτική λύση. Αυτή η αντίφαση είναι που το κρατά μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ Παρ’ όλα αυτά είναι συγκροτημένο και μπορεί και κάποιους όρους να επιβάλει και πλευρές του υποκειμενισμού του να αναπαράγει.

Το ΝΑΡ, τουλάχιστον σε επίπεδο ηγεσίας αντιλαμβάνεται τμήμα των διακυβευμάτων και των προκλήσεων, όμως τείνει να υποτιμά τις συζητήσεις στο ΣΥΡΙΖΑ, κοιτάζει περισσότερο προς το ΚΚΕ, τείνοντας ταυτόχρονα να θεωρεί ότι θα μπορούσαμε ως ριζοσπαστική αριστερά να είμαστε η περισσότερο συνεπής εκδοχή της γραμμής του ΚΚΕ. Πρόβλημα οι φοβικές αντιδράσεις και η λογική ότι πρέπει να περιχαρακώσουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Εξακολουθεί, όμως, να έχει τους πολιτικούς και τους οργανωτικούς όρους (σε χώρους όπως η νεολαία επιδεικνύει αναβαθμισμένη συγκρότηση σε επίπεδο οργάνωσης) για να επηρεάζει εξελίξεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.

Αλλά και έξω από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να δούμε την αντιφατικότητα που επικρατεί. Έχουμε έτσι ανάγλυφα τα όρια του «Αριστερού Ρεύματος» που δεν τολμά να κάνει τομές με τον εαυτό του και να τολμήσει τη ρήξη με τη δεξιόστροφη πορεία της ηγετικής ομάδας του ΣΥΝ, οι καθ’ έξη οπορτουνισμοί της ΚΟΕ, η υποκατάσταση της πολιτικής από την αισθητική στην περίπτωση Αλαβάνου, οι ατολμίες στην τομή, όλα αυτά κάνουν τα πράγματα δύσκολα.

Σήμερα είναι σαφές ότι εάν μείνουμε απλώς και μόνο στην αναπαραγωγή της σημερινής γεωμετρίας στην Αριστερά, χωρίς ανακατατάξεις, τότε δεν μπορούμε να ελπίζουμε στην ανασύνθεση του πολιτικού υποκειμένου. Πρέπει να τα δούμε όλα αυτά και εμείς και να συνειδητοποιήσουμε ότι για να πάνε τα πράγματα αλλιώς, θα πρέπει και εμείς να αναμετρηθούμε με προκλήσεις ευρύτερες.

Προφανώς και σήμερα η πολιτική μας στρατηγική δεν είναι απλώς η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δεν τελειώνει ο πολιτικός μας ορίζοντας με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Διεκδικούμε τη συνολικότερη ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς που απαιτούν οι καιροί. Όμως, αυτό το σχέδιο περνά μέσα από το να πάμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κατεύθυνση, εάν δεν μπορούμε να πάμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ σε αυτή την κατεύθυνση, τότε δύσκολα μπορούμε από μόνοι μας να αλλάξουμε τους συσχετισμούς στην Αριστερά. Να το πούμε πολύ απλά ακόμη και εάν πρέπει να περιγράψουμε τη διαδικασία ανασύνθεσης της αριστεράς ως χτίσιμο πλοίου εν πλώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ έστω και ως μικρό σκάφος είναι η αναγκαία αφετηρία. Ειδάλλως είναι σαν ξεκινάμε απλώς κολυμπώντας…

Εμείς εάν μπορούμε να παίξουμε ένα ρόλο μέσα στην Αριστερά, εάν έχουμε τη φιλοδοξία πράγματα που θεωρούμε κρίσιμα να ηγεμονεύσουν μέσα στο λόγο και την πρακτική της, τότε αυτό θα κριθεί από το τι θα μπορέσουμε να κάνουμε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Διαφορετικά δεν θα μπορέσουμε να έχουμε βάρος. Εάν δεν μπορέσουμε να πάμε προς την κατεύθυνση που θέλουμε την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τότε δεν έχουμε μεγαλύτερο βάρος πολιτικά π.χ. από την ΚΟΕ. Και μια ‘μοναχική’ οργάνωση εύκολα μπορεί να διολισθήσει προς τα δεξιά, ακόμη και εάν γίνει πολύφερνη νύφη διαφορετικών σχεδίων για την Αριστερά.

Η οργάνωση έχει κάνει αναμφισβήτητα σημαντικά βήματα όλη την προηγούμενη περίοδο και αυτό συνεπάγεται αναβαθμισμένες δυνατότητες. Έχουμε σημαντική αύξηση της μαζικότητας. Έχουμε πια σημαντικό αριθμό συνδικαλιστών σε αρκετούς χώρους και περιοχές. Αποκτούμε σταδιακά τοπική γείωση σε επαρχιακές πόλεις. Έχουμε πια πρωταγωνιστικό ρόλο σε αρκετές αυτοδιοικητικές παρεμβάσεις. Το κάμπινγκ., η Λέσχη, το οργανωτικό βάρος που αναλαμβάνουμε στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ δείχνουν ότι έχουμε κάνει βήματα στη συγκρότησή μας, κάτι που αποτυπώθηκε και στη συνδιάσκεψη. Θα πρέπει να αναμετρηθούμε με το ερώτημα – και την πρόκληση – και των δικών μας ορίων.Π.χ. σε πόσους χώρους όπου έχουμε δυνάμεις μπορούμε όντως να πηγαίνουμε τα πράγματα προς τα κάπου, με την έννοια ότι μπορούμε να επηρεάζουμε καθοριστικά τη συνολική φυσιογνωμία σχημάτων και μετώπων και να τα κάνουμε πετυχημένα πειράματα του τι σημαίνει η δική μας γραμμή; Σε χώρους όπου έχουμε σχετικά μεγάλες δυνάμεις, όπως είναι οι τεχνικοί και οι μηχανικοί, μπορούμε σήμερα να χρωματίσουμε καθοριστικά τα σχήματα όπου παρεμβαίνουμε ή άλλες λογικές διατηρούν την ηγεμονίας; Πόσες φιγούρες έχουμε με ένα κύρος μέσα στη δημόσια συζήτηση που να είναι κατοχυρωμένοι ως προσωπικότητες ευρύτερου βεληνεκούς; Πόσους δημόσιους διανοουμένους διαθέτουμε; Αλλά και η πολιτική μας τοποθέτηση, πέραν ορθών γενικών οριοθετήσεων, πόσο συγκεκριμένη είναι; Πόσο καταλήγει σε πρακτικά βήματα; Πόσο σχηματοποιεί μια πολιτική κατεύθυνση; Και η δική μας φυσιογνωμία κρίνεται. Σε όλες τις πλευρές της. Που είναι πραγματικά πολιτική;Που είναι ‘αισθητική’; Που έχουμε καθυστερήσεις; Έχουμε και εμείς τον κίνδυνο να υποκαταστήσουμε τα πραγματικά ανοιχτά μας στρατηγικά ερωτήματα με την απλή προσπάθεια επίδειξης δύναμης και αποφασιστικότητας εντός του εσωτερικού συσχετισμού στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Δεν το υποτιμούμε, όμως, ξέρουμε ότι δεν εξαντλεί την πολιτική μας. Με όλα αυτά πρέπει να αναμετρηθούμε, πρώτα και κύρια γιατί ούτως ή άλλως στην οργάνωσή μας αναλογεί μεγάλη ευθύνη, με βάση την πολιτική της κατεύθυνση, να παίξει πρωτοπόρο ρόλο στην υπόθεση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς. Η κριτική και αυτοκριτική, η συνεχής προσπάθεια διόρθωσης, το βάθεμα της πολιτικοποίησης, το μέτρημα της αποτελεσματικότητας με βάση τη συμβολή στην τροποποίηση του πραγματικού συσχετισμού δύναμης, όλα αυτά πρέπει να καθοδηγούν την πολιτική συζήτηση και παρέμβαση.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι ιδιαίτερα κομβικό να βαθύνουμε το στρατηγικό χαρακτήρα της πολιτικής μας κατεύθυνσης, να μη μένουμε στη σκιαγράφηση απλώς οριοθετήσεων, αλλά να τολμούμε να μπορούμε να σκεφτούμε, να σχεδιάσουμε τη γραμμή της ανασύνθεσης στην ολότητά της. Η πολιτική απόφαση της συνδιάσκεψης αποτέλεσε σίγουρα μεγάλο προχώρημα, αλλά απαιτεί βάθεμα και εξειδίκευση. Ζητήματα και ορθές οριοθετήσεις όπως είναι το αριστερό μέτωπο σε αριστερή και αντικαπιταλιστική κατεύθυνση, η ανάγκη για την κομμουνιστική συνιστώσα, το αίτημα επαναδιατύπωσης της κομμουνιστικής στρατηγικής και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος, όλα αυτά απαιτούν αναζήτηση και συστηματική προσπάθεια εμπλουτισμού και όχι αυτάρκεια και αυταρέσκεια στην εσωτερική μας συζήτηση.

Χρειάζεται επίσης να καταλάβουμε, όλες και όλοι, ότι οι αποκλίσεις στην πολιτική είναι υπόθεση αντικειμενικών τάσεων και πιέσεων και όχι υποχρεωτικά υποκειμενικών αποκλίσεων. Μπορείς να βρεθείς εύκολα σε θέση δεξιάς στροφής π.χ. λέγοντας δεν πάει άλλο με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τις αντιφάσεις της. Μπορείς να πας στο σεχταρισμό μέσα από μια καλώς εννοούμενη προσπάθεια να οριοθετηθείς απέναντι στην κρίση του ρεφορμισμού. Είναι πιθανό να διολισθήσεις σε μια κατεύθυνση αυτόκεντρης ανάπτυξης μέσα από την ίδια τη δυναμική της αντιπαράθεσης μέσα σε ένα μετωπικό σχήμα. Το πρόβλημα δεν είναι να έχεις αποκλίσεις, είναι το να μη τις παραδέχεσαι και να μην τις μετασχηματίζεις.

Άλλωστε, ούτως ή άλλως η διαδικασία οικοδόμησης μιας μεταβατικής οργάνωσης που έχει ορίζοντα την αυτοδιάλυσή της μέσα σε ένα μετωπικό μόρφωμα που επίσης το θεωρούμε μεταβατικό και όλα αυτά μέσα σε μια συνθήκη κρίσιμης πολιτικής μάχης, είναι μια διαδικασία εγγενώς αντιφατική, όπου είναι πολύ δύσκολο να υπάρχουν ευθείες γραμμές στην κίνηση.

Σε αυτό το πλαίσιο η οργάνωση έχει ανάγκη να αναμετρηθεί με τις αντιφάσεις της. Το μόνο που δεν χρειάζεται είναι επιλεκτικές στοχοποιήσεις μέσα στο εσωτερικό της και με έναν εύκολο να τρόπο να ορίζουμε αντιπάλους. Όχι, γιατί δεν πρέπει να έχουμε συγκρούσεις, αλλά γιατί πρέπει να συνηθίσουμε να βλέπουμε τις συγκρούσεις όχι ως μανιχαϊστικές αντιπαραθέσεις αλλά ως αντικειμενικές αντιφάσεις, με τις οποίες πρέπει να αναμετρηθούμε.

Σε αυτό το φόντο αποκτά μια στρατηγική βαρύτητα η πρότασή μας για την κομμουνιστική συνιστώσα. Η πρόταση για την κομμουνιστική συνιστώσα πρέπει να βγει τώρα ως ανοιχτό δημόσιο κάλεσμα για να ανοίξει η συζήτηση. Η διατύπωση της πρότασης πρέπει να αποτυπώνει ένα πλούτο ως προς την αναζήτηση του ίχνους του κομμουνισμού στις σημερινές μορφές του κοινωνικού ανταγωνισμού, να είναι αυτοκριτική ως προς την πορεία της ελληνικής κομμουνιστικής αριστεράς και ιδιαίτερα των κομμουνιστικών τάσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς και να αναδεικνύει τα όρια της τωρινής φυσιογνωμίας της, να διατυπώνεται με αναφορά και γείωση σε κινηματικές δυναμικές, να περιλαμβάνει συνάρθρωση του στρατηγικού και του τακτικού (αριστερό μέτωπο). Δεν είναι οπορτουνισμός, είναι μια πραγματική παρέμβαση σε μια συζήτηση που είναι ανοιχτή.

Παράλληλα, μεγάλη ευκαιρία να ανοίξει το θέμα της δημοκρατίας μέσα στα μετωπικά σχήματα. Δεν αφορά μόνο ΑΡΑΣ αλλά όλα τα προβλήματα. Π.χ. ηγεμονισμοί του ΣΕΚ εκεί θα πληρωθούν στη συζήτηση για τη δημοκρατία, να αποτελέσουν το βασικό παράδειγμα.

Η τοποθέτησή μας για το αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική και ανατρεπτική κατεύθυνση, η πρότασή μας για την κομμουνιστική συνιστώσα και η αντίληψή μας για τη δημοκρατία στα μετωπικά σχήματα είναι τρεις κρίσιμες πλευρές της πολιτικής μας κατεύθυνσης που πρέπει να ζυμωθούν και να δουλευτούν με τον πιο πλατύ τρόπο γιατί ορίζουν πραγματικές δυνατότητες εξόδου από τα σημερινά κρισιακά φαινόμενα μέσα στην Αριστερά.

Στα ΕΑΑΚ η καταγγελία της ΑΡΑΣ και σε επίπεδο σχημάτων και σε επίπεδο συντονιστικών πόλεων αποτέλεσε σημαντική εξέλιξη. Όμως, αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να αποτελέσει τη μόνη ή τη βασική πλευρά του σχεδιασμού μας. Παράλληλα, πρέπει ΤΩΡΑ να αναβαθμιστεί η στρατηγική συζήτηση και σχεδιασμός ολόπλευρος για την μάχη ενάντια σε Διαμαντοπούλου. Σε τελική ανάλυση αυτό που θα κρίνει το συσχετισμό μέσα στα ΕΑΑΚ είναι το ποια τάση θα μπορέσει να έχει την πιο σωστή, μαζική και αποτελεσματική γραμμή. Με αυτή την έννοια και εμείς είχαμε αντιφάσεις στη στάση μας μέσα. Δεν είναι τακτική μόνο η πολιτική πίεση προς άλλες τάσεις. Δεν μπορούμε να έχουμε μια πολιτική τοποθέτηση του τύπου «δεν ξαναμπαίνουμε σε ΕΑΑΚ μαζί με εκείνους». Χρειάζεται ο πολιτικός σχεδιασμός για να επιβάλεις άλλου τύπου πολιτική συζήτηση, άλλου τύπου πολιτική αντιπαράθεση και κυρίως νικηφόρα γραμμή. Η μάχη ενάντια στη Διαμαντοπούλου δεν θα είναι αυτοματισμός ή αντανακλαστικό. Χρειάζεται εκτίμηση, χρειάζεται να εντοπίσουμε τα αδύναμα σημεία, χρειάζεται να σπάσουμε τις υγειονομικές ζώνες γύρω από το νεολαΐστικο κίνημα, χρειάζονται συμμαχίες κοινωνικές και πολιτικές. Αυτά πρέπει να απασχολήσουν τα ΕΑΑΚ και όχι ένα γενικό μαξιμάρισμα στις μορφές πάλης. Η γραμμή μας πρέπει να είναι να έχουμε:

·Εκτεταμένη εκστρατεία ενημέρωσης – αποκάλυψης – προπαγάνδας σε όλες τις σχολές για το τι σημαίνουν τα μέτρα Διαμαντοπούλου.

·Διαμόρφωση κοινού βηματισμού κλιμάκωσης κινητοποιήσεων σε όλη την Ελλάδα.

·Ανάδειξη συγκεκριμένων πόλεων και σχολών σε πρωτοπόρους κινηματικούς χώρους και καθοριστικό στο πολιτικό στίγμα που θα δοθεί.

·Προσπάθεια για διαμόρφωση καλύτερων κινηματικών συσχετισμών απέναντι σε άλλες λογικές (π.χ. στη Θεσσαλονίκη δεν πρέπει η αναρχοαυτονομία να έχει το ρόλο που είχε στο κίνημα του 2006-2007).

·Κατοχύρωση ότι ο λόγος και το πρόσωπο του κινήματος προς τα έξω θα είναι μαζικό και ικανό να μεταφέρει ένα μήνυμα κατανοητό από την κοινωνία.

·Πάλη για να περάσει μια γραμμή πλατιού αγωνιστικού μετώπου και όχι απογείωσης και σεχταρισμού.

·Κατοχύρωση μιας μάχιμης και δημοκρατικής αντίληψης για το συντονισμό και την οργάνωση του κινήματος, ιδίως από τη στιγμή που θα έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλο το σεχταρισμό του ΜΑΣ.

·Αποφυγή της τρικλοποδιάς που θα βάζουν διάφοροι κοντόθωρα ως προς την εξέλιξη του κινήματος, το ποιες σχολές έχουν την πρωτοβουλία (από το ΚΚΕ έως την ΑΡΑΣ).

·Άνοιγμα σε άλλα κομμάτια νεολαίας και συστηματική δουλειά ώστε να πάρουν μορφή οι κινηματικές δυναμικές που αποτυπώνονται ήδη στα σχολεία, έτσι ώστε η σύγκρουση να πάρει πανεολαΐστικα χαρακτηριστικά. Εδώ και τώρα ανοιχτό κάλεσμα στους μαθητές για κοινό μέτωπο αγώνα ενάντια στην κυβερνητική πολιτική, για συντονισμένες καταλήψεις, για κοινές διαδηλώσεις.

·Προσπάθεια ώστε όλο και περισσότεροι πρωτοπόροι φοιτητές να στρέφεται προς εμάς για πολιτική τροφοδοσία. Να σπάσει η εικόνα ότι όλες οι τάσεις λένε λίγο πολύ τα ίδια και οι αριστεροί φοιτητές οργανώνονται πολιτικά με βάση το σε ποια τάση θα τύχει να πέσουν πάνω. Μπορούμε σε αυτό το «διαγκωνισμό» να κερδίζουμε επειδή έχουμε καλύτερη γραμμή και φυσιογνωμία και όχι επειδή έτυχε να ελέγχουμε το σχήμα;

Σε σχέση με τα γεγονότα της Πάτρας, ορθά ανοίγουμε το θέμα όπως το κάνουμε. Δεν είναι θέμα βεντέτας. Είναι θέμα φυσιογνωμίας, ηθικής και δημοκρατίας μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Καταφέραμε να έχουμε το ηθικό πλεονέκτημα και να αναδείξουμε μια ανοιχτή πληγή. Δεν καταφέραμε να σπάσουμε την εικόνα καυγά στην κλίμακα που έπρεπε και βέβαια πέσαμε πάνω στα όρια, την καχυποψία και τον υπολογισμό τμήματος του υπαρκτού αριστερισμού.

Πρέπει, όμως, να μην αφήσουμε την ιστορία να έχει κόστος. Ήδη αντικειμενικά είχε. Στην Αττική και στην Αθήνα αντικειμενικά υπήρξε καθυστέρηση στο ξεδίπλωμα των ψηφοδελτίων, παρότι ειδικά η Αττική, εξαιτίας του μεγέθους, εξαιρετικά κρίσιμη για τη συνολική παρουσία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η καθυστέρηση δεν αφορούσε τόσο τους χρόνους και την κλίμακα της παρέμβασης, αλλά πρωτίστως τη φυσιογνωμία. Αντικειμενικά εκχωρήσαμε χώρο και στοιχεία φυσιογνωμίας. Προφανώς και η ρίζα των προβλημάτων στην πολιτική εικόνα, αισθητική, γραμμή και φυσιογνωμία που έχουν τα κεντρικά κατεβάσματα βρίσκεται σε συνολικότερες αντιφάσεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των συνιστωσών, όμως αντικειμενικά εδώ και σχεδόν 4 εβδομάδες δεν μπορέσαμε να δώσουμε αυτές τις πολιτικές μάχες με όλες μας τις δυνάμεις.

Τώρα μπορούμε να κάνουμε αποτίμηση: Έχουμε καταφέρει σημαντικά πλήγματα στην πολιτική αλητεία της ΑΡΑΣ.

·Δημόσια καταγγελία της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

·Αποκλεισμός τους στην Πάτρα

·Αποκλεισμός δύο πρωτεργατών στην Αθήνα

·Αποκλεισμός από ό,τι φαίνεται και κάποιων συμμετεχόντων στην Κεντρική Μακεδονία / Θεσσαλονίκη

·Δημόσια ταπείνωση της ΑΡΑΣ μέσα σε διαδικασίες χωρίς να απαντήσει ουσιαστικά.

Δεν πετύχαμε την ολόπλευρη εξώθηση της ΑΡΑΣ όπως θα ήταν το σωστό με βάση τις ανταγωνιστικές πρακτικές. Αυτό αντανακλά και τα όρια της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και της πολιτικοποίησης των υπολοίπων, αφορά καθυστερήσεις ή και υπολογισμούς για μια ΑΝΤΑΡΣΥΑ «περιορισμένης ευθύνης». Όμως, πετύχαμε καίρια χτυπήματα στην πολιτική αλητεία σε μια μάχη που θα συνεχίσουμε να τη δίνουμε.

Με βάση τα δεδομένα που έχουμε αυτή τη στιγμή προχωράμε στην πλήρη συμμετοχή μας σε όλα τα ψηφοδέλτια και να δώσουμε αποφασιστικά τη μάχη των εκλογών με βάση και την απόφαση του ΚΣΟ στις 3 Οκώβρη

Μπροστά μας είναι μια μεγάλη πολιτική μάχη. Αυτή των αυτοδιοικητικών εκλογών. Να μην ξεχνάμε ότι τα αποτελέσματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τόσο τα συνολικά όσο και οι διαφορές μεταξύ τους θα αποτυπώσουν και τη δυναμική τόσο του συνολικού εγχειρήματος όσο, όμως, και των ιδιαίτερων λογικών. Να δώσουμε τη μάχη με όλες μας τις δυνάμεις για να μπορούμε να κάνουμε και αυτή την αποτίμηση την επόμενη μέρα. Να μην ξεχνάμε ότι αρνητικά αποτελέσματα θα ενισχύσουν φυγόκεντρες τάσεις και τα στοιχεία κρίσης του εγχειρήματος. Αντίθετα, πάνω σε σχετικά θετικά αποτελέσματα θα μπορέσουμε μα πολύ καλύτερη αφετηρία να δώσουμε τη μάχη για να αποτελέσει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ την αφετηρία ευρύτερων διαδικασιών ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς που απαιτούν οι καιροί.


2. Για τη μάχη των αυτοδιοικητικών εκλογών σε Αθήνα και περιφέρεια Αττικής

Οι εκλογές και στο Δήμο της Αθήνας και στην περιφέρεια της Αττικής έχουν πολύ μεγάλη πολιτική σημασία, όχι μόνο λόγω του μεγέθους του εκλογικού σώματος αλλά και λόγω της βαρύτητας που αποδίδουν όλοι οι πολιτικοί φορείς στο αποτέλεσμά τους. Αποτελούν αντικειμενικά δημοψήφισμα για το Μνημόνιο και την κυβέρνηση.

Το ΠΑΣΟΚ επενδύει πολιτικά ότι η όποια αποδοκιμασία δεν θα πάρει συντριπτική μορφή γι’ αυτό και δεν θα βάλει θέμα αποσταθεροποίησης. Επενδύει ότι η κρίση της ΝΔ τελικά θα του επιτρέψει να πάρει την περιφέρεια και άρα να αντισταθμίσει τυχόν απώλειες αλλού. Ταυτόχρονα, στο δήμο της Αθήνας επενδύει στην υποψηφιότητα Καμίνη περισσότερο για να κατοχυρώσει την πολιτική γεωμετρία των συμμαχιών του παρά για να πάρει το δήμο. Χρειάζεται το πιο οξύ πολιτικό μέτωπο απέναντι στους υποψηφίους του ΠΑΣΟΚ για να εισπράξουν όλη την αποδοκιμασία που αναλογεί στην κυβερνητική πολιτική.

Η ΝΔ εξακολουθεί να βρίσκεται σε κρίση τόσο σε σχέση με τα εσωκομματικά προβλήματά της όσο και σε σχέση με το πώς μπορεί να συνδυαστεί η κριτική στο Μνημόνιο με την κατοχύρωση ως εν δυνάμει κυβερνητικής δύναμης. Στο Δήμο Αθήνας ελπίζει ότι ο Κακλαμάνης θα επανεκλεγεί ενώ η λογική της «άφθαρτης» Κικίλια, μοιάζει περισσότερο με προσπάθεια αποφόρτισης της ήττας παρά με προσπάθεια να κερδίσει την περιφέρεια. Χρειάζεται ιδιαίτερα οξύ μέτωπο απέναντι στον Κακλαμάνη και το ό,τι αυτός συμβόλισε αλλά και μέτωπο απέναντι στον Κικίλια με το σκεπτικό ότι ψήφος σήμερα αποδοκιμασίας της κυβέρνησης είναι μόνο η ψήφος στην Αριστερά.

Το ΛΑΟΣ προσπαθεί ταυτόχρονα να καταγραφεί ως κομμάτι της «πολυκατοικίας» της Δεξιάς αλλά και ως αυτοτελής ακροδεξιά δύναμη, συναντώντας αρκετές αντιφάσεις και στο εσωτερικό του. Το μέτωπο απέναντί του δεν πρέπει να είναι μόνο σε σχέση με τη φασίζουσα ρητορεία του αλλά και σε σχέση με το πώς έχει βγει ιδιαίτερα ανοιχτά υπέρ του Μνημονίου.

Ταυτόχρονα, εμφανίζονται και νέες μορφές χειρισμού της δυσαρέσκειας και επανασταθεροποίησης του σκηνικού. Το παράδειγμα της υποψηφιότητας Δημαρά είναι ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα, π.χ. με την παρουσία του μητσοτακικού Κουρούση ως υποψηφίου. Χρειάζεται σαφές μέτωπο απέναντί του, επιμένοντας στο ότι σήμερα η λογική του «συνεπούς» ΠΑΣΟΚ δεν μπορεί να δώσει προοπτική.

Η Δημοκρατική Αριστερά πλασάρεται ως ανοιχτά συμπληρωματική δύναμη του κυβερνητικού κέντρου, κάτι που αποδεικνύεται από τη μεθόδευση για την υποψηφιότητα Καμίνη. Επιπλέον, και με αυτή την υποψηφιότητα και με τον συνειδητά χαζοχαρούμενο τόνο της ‘κομματικής’ υποψηφιότητας Ψαριανού στην Αττική συμβάλλει στην αποπολιτικοποίηση των εκλογών και στο να μην ανάγεται το Μνημόνιο στο βασικό επίδικο.

Οι Οικολόγοι – Πράσινοι και αυτοί αποτελούν ένα εν δυνάμει κομμάτι μιας κυβέρνησης που θα έκανε πράξη την «πράσινη ανάπτυξη». Απόντες ουσιαστικά από τα μεγάλα κινήματα που αφορούν το περιβάλλον σπεύδουν να στηρίξουν Καμίνη, διατηρώντας κομματική υποψηφιότητα στην περιφέρεια για να έχουν και κομματική καταγραφή.

Η ηγετική ομάδα του Συνασπισμού επενδύει πολιτικά στη διεύρυνση προς το σοσιαλιστικό χώρο, θεωρώντας ότι αυτό μπορεί να αποτελέσει το αντίβαρο στη διαφαινόμενη αποδιάρθρωση του ΣΥΡΙΖΑ. Αντικειμενικά και ανεξάρτητα από την όποια ρητορεία εκπέμπεται σήμερα αυτό σημαίνει επιστροφή σε μια δεξιότερη εκδοχή αντινεοφιλελεύθερου μετώπου. Δεν διστάζει έτσι να κινηθεί ανοιχτά οπορτουνίστικα παραχωρώντας την πολιτική εκπροσώπηση σε έναν διαπλεκόμενο μεγαλοδικηγόρο που καιροσκοπικά έρχεται σε ρήξη με το ΠΑΣΟΚ. Το «Όχι στο Μνημόνιο» διατυπώνεται με ένα πνεύμα αριστερού κυβερνητισμού και καταναγκαστικού Ευρωπαϊσμού. Στο δήμο της Αθήνας διαλέγει πιο κινηματική προσωπικότητα, αφού βέβαια έσπευσε στο όριο του να διαλέξει άλλη υποψηφιότητα. Έχει, όμως, να αντιμετωπίσει και εκεί πέραν των εσωτερικών προβλημάτων και την αντίφαση ανάμεσα στις κινηματικές διακηρύξεις και την πρακτική π.χ. του Τσίπρα να τα βρίσκει με το Βαρδινογιάννη ξεπουλώντας τον αγώνα ενάντια στην τσιμεντοποίηση του Βοτανικού. Χρειάζεται σαφές μέτωπο που να εξηγεί ότι τέτοιες επιλογές, τέτοιες στάσεις και τοποθετήσεις και τέτοιες εκπτώσεις στο επίπεδο της ηθική απλώς βαθαίνουν την κρίση της Αριστεράς.

Το ψηφοδέλτιο Αλαβάνου και η όλη παρουσία του «Μετώπου» έχει την ιδιαιτερότητα να δηλώνει ότι είναι σε ρήξη με την κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ την ίδια ώρα που ρητά δηλώνει ότι διεκδικεί να είναι η ορθή εκδοχή του ΣΥΡΙΖΑ. Επιπλέον, στο πλαίσιο της υποκατάστασης της πολιτικής από την αισθητική όσο ανεβαίνει η οξύτητα της φρασεολογίας τόσο υποχωρεί το πολιτικό περιεχόμενο και οι συγκεκριμένες αιχμές που θα οριοθετούσαν τη ρήξη με τον αριστερό κυβερνητισμό και τον ευρωπαϊσμό. Για παράδειγμα η ρήξη με την ΕΕ ουσιαστικά απουσιάζει και η επικέντρωση είναι μόνο στο Μνημόνιο. Επιπλέον, ο βαθμός πραγματική εμπλοκής με τα κινήματα είναι εμφανώς μικρότερος από το βαθμό στον οποίο δηλώνει ότι το εκπροσωπεί. Χρειάζεται μέτωπο γιατί αυτό που χρειάζεται η Αριστερά είναι πολιτικό στίγμα και μάχιμο αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα και όχι «σωτήρες» και «μέτωπα μιας χρήσης».

Το ΚΚΕ κατεβαίνει αναμφίβολα με την πιο σαφή πολιτική φυσιογνωμία. Ταυτόχρονα αναπαράγει όλη την ηττοπάθεια και το σεχταρισμό της κεντρικής γραμμής του ΚΚΕ. Η λογική της απλής πολιτικής καταγραφής και η υποτίμηση κάθε κινηματικού τόνου αποτυπώνεται και στο πώς διαλέγει πολιτικά στελέχη για υποψηφίους, ακόμη και εάν δεν έχουν καμιά σχέση με τις αντιστάσεις στην περιοχή που κατεβαίνουν (π.χ. ο γραμματέας της Κ.Ο.Π. υποψήφιος στην… Αθήνα). Το ΚΚΕ παραμένει σήμερα βασική πλευρά της υπαρκτής κρίσης της Αριστεράς, λειτουργώντας οριακά ως μηχανισμός υπονόμευσης των κινημάτων και σταθεροποίησης του συσχετισμού προς όφελος του κεφαλαίου, γι’ αυτό και πρέπει να έχουμε μέτωπο απέναντι στην παρέμβασή του. Πρέπει να του ασκηθεί η πιο συστηματική κριτική γιατί την ίδια ώρα που προσπαθεί να καρπωθεί τη δυσαρέσκεια απέναντι στην κυβερνητική πολιτική κάνει ό,τι μπορεί για να μην διαμορφωθεί ένα κίνημα που να μπορεί πραγματικά να αμφισβητήσει την κυβέρνηση και το «Μνημόνιο».

Απέναντι σε αυτή τη διάταξη των πολιτικών δυνάμεων στην Αττική είναι ιδιαίτερη ανάγκη να προβληθούν με συγκεκριμένο τρόπο και μαζικά τα ψηφοδέλτια που στηρίζει η ΑΝΤΑΡΣΥΑ στην Αττική. Σίγουρα οι συσσωρευμένες αδυναμίες της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τα ελλείμματα στην πολιτική φυσιογνωμία, η μη συνειδητοποίηση των δυνατοτήτων που ανοίγονταν για μια πιο έντονη παρέμβαση στη συζήτηση της Αριστεράς, όλα αυτά οδήγησαν σε ψηφοδέλτια σε Αθήνα, Πειραιά και περιφέρεια που είναι περισσότερο κοντά στη λογική της «παράταξης ΑΝΤΑΡΣΥΑ» παρά στη μάχιμη φυσιογνωμία. Έπαιξε ρόλο σε αυτό και η αναγκαστική ενασχόληση με τα γεγονότα της Πάτρας. Ως οργάνωση δεν υποστέλλουμε την κριτική μας απέναντι σε αυτές τις φυσιογνωμικές υποχωρήσεις και τον τρόπο που άλλες τάσεις, ιδίως το ΣΕΚ και το ΝΑΡ, έχουν ευθύνη γι’ αυτές. Και αυτή τη συζήτηση θα την ανοίξουμε ιδιαίτερα συστηματικά όταν έρθει η ώρα του απολογισμού. Ο τρόπος που το ΣΕΚ βλέπει σήμερα το ψηφοδέλτιο της Αθήνας ως απλή προέκταση και συνέχεια των δικών του πολιτικών καμπανιών είναι πολύ χαρακτηριστικός, μεταθέτοντας ουσιαστικά για μετά τις εκλογές το διαμόρφωση ενός μάχιμου δημοτικού σχήματος – παρά τις υπαρκτές δυνατότητες που υπήρχαν -, ενώ το ίδιο ισχύει και για τον τρόπο που το ΝΑΡ βλέπει το ψηφοδέλτιο της περιφέρειας ως όχημα για την ιδιαίτερη τοποθέτηση του για το πολιτικό πρόβλημα της Αριστεράς σήμερα.

Παρ’ όλα αυτά μπορούμε και πρέπει να δώσουμε τη μάχη, ώστε να έχουν αυτά τα κατεβάσματά μάχιμη πολιτική κατεύθυνση, Για εμάς η προσπάθεια μαζικής απεύθυνσης πρέπει καταρχάς να τονίσει ότι:

Πρώτον, είναι ψηφοδέλτια αντικαπιταλιστικά που προβάλλουν τη θέση ότι σήμερα το μνημόνιο δεν είναι μονόδρομος και υπάρχει εναλλακτική λύση και αυτή μπορεί να είναι οι βασικές αιχμές ενός αντικαπιταλιστικού προγράμματος πάλης: Διαγραφή Χρέους, Έξοδος από ΟΝΕ και ευρώ, Εθνικοποίηση Τραπεζών, Αναδιανομή εισοδήματος σε βάρος του κεφαλαίου, μόνιμη και σταθερή δουλειά για όλους.

Δεύτερον, είναι ψηφοδέλτια αντι-ΕΕ. Σήμερα περισσότερο παρά ποτέ έχει φανεί ότι η ΕΕ δεν είναι «σπίτι των λαών» είναι βασικός μηχανισμός προώθησης των αντιλαϊκών πολιτικών, είναι το ΔΝΤ της Ευρώπης. Γι’ αυτό και τα ψηφοδέλτια αυτά επιμένουν ότι σήμερα πρέπει να πούμε Ρήξη τώρα με την ΟΝΕ – Έξοδος από το ευρώ – Ανυπακοή στις επιταγές της ΕΕ – πάλη για την έξοδο της Ελλάδας από την ΕΕ.

Τρίτον, είναι ψηφοδέλτια «αντι-Καλλικρατικά». Ο Καλλικράτης είναι μια τεράστια θεσμική τομή στο τοπικό επίπεδο, που κάνει πράξη τις πολιτικές του Μνημονίου, επιβάλει τις απολύσεις, την ελαστικοποίηση και τις ιδιωτικοποιήσεις, και προσπαθεί να περιορίσει τις δυνατότητες δράσης των τοπικών κινημάτων. Γι’ αυτό το λόγο είναι βασικό αίτημα και αιχμή αυτό που αφορά την κατάργηση του Καλλικράτη.

Τέταρτον, είναι ψηφοδέλτια αντισυνδιαχειριστικά. Δεν έχουμε αυταπάτες για το ρόλο της τοπικής αυτοδιοίκησης ως «τοπικού κράτους». Δεν διεκδικούμε να το συνδιαχειριστούμε. Εϊμαστε με τη μαζική αγωνιστική κινηματική δράση και θέλουμε με τη δύναμη των κινημάτων να επιβάλουμε λύσεις υπέρ των εργαζομένων.

Πέμπτον, είναι ψηφοδέλτια κινηματικά που αντλούν την έμπνευσή τους από τους μεγάλους αγώνες και σήμερα λένε ότι η ελπίδα βρίσκεται σε έναν παρατεταμένο πανεργατικό και παλλαϊκό ξεσηκωμό για την ανατροπή του Μνημονίου και η δύναμη στις απεργίες, τις καταλήψεις και τις διαδηλώσεις. Γι’ αυτό και συμμετέχουν αγωνιστές από τις μεγάλες απεργίες, από το συντονισμό σωματείων, από το αντιπολεμικό και αντιρατσιστικό κίνημα, από της φοιτητικές καταλήψεις, από τους αγώνες για τους ελεύθερους χώρους. Γι’ αυτό και αποφεύγουν έναν εκλογικό κρετινισμό όπως αυτός του ΚΚΕ που σήμερα λέει ότι η… ψήφος είναι κίνημα.

Έκτον, είναι ψηφοδέλτια ενωτικά γιατί πλάι στην πολεμική που κάνουν στην υπόλοιπη Αριστερά επιμένουν στην κοινή δράση μέσα στους αγώνες, καλούν σε αγωνιστική συσπείρωση και δουλεύουν για ένα αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο.

Σε σχέση με τις ιδιαίτερες αιχμές, αναμφίβολα βασική πλευρά της μάχης που έχουμε να δώσουμε είναι η κεντρική πολιτική παρέμβαση ενάντια στο Μνημόνιο και τις πολιτικές της τρόικας ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ καθώς και η διατύπωση του ιδιαίτερου στίγματος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ για την αναγκαίο αντικαπιταλιστικό προσανατολισμό της Αριστεράς. Όμως, χρειάζεται και μια παρέμβαση για τις συγκεκριμένες μορφές με τις οποίες εξειδικεύεται σήμερα η κυρίαρχη πολιτική ως προς τις κοινωνικές, περιβαλλοντικές και χωροταξικές αναδιαρθρώσεις στην Αττική. Έτσι λοιπόν οι τοποθετήσεις μας πρέπει να επικεντρώσουν:

·Στο μηχανισμό επιτήρησης προς του «υπερχρεωμένους» Δήμους από Περιφέρεια και κεντρική διοίκηση που συνεπάγεται τεράστια πίεση για απολύσεις, για αναδιαρθρώσεις, για ανταποδοτική λειτουργία. Είναι ουσιαστικά το ΔΝΤ για τους Δήμους. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και πρέπει να προβληθεί το αίτημα για παύση πληρωμών του κεντρικού και δημοτικού χρέους.

·Στην ένταση των κοινωνικών πολώσεων στο χωροταξικό επίπεδο, με τη διαρκή αναπαραγωγή μεγάλων διαιρέσεων ανάμεσα σε περιοχές κοινωνικής υποβάθμισης και περιοχές καπιταλιστικής ανάπτυξης, επιχειρηματικής δράσης, επενδύσεων

·Στη λογική της «ανάπτυξης» μέσω της απόδοσης «φιλέτων» στον ιδιωτικό τομέα και τη γενικευμένη τσιμεντοποίηση των όποιων ελεύθερων χώρων έχουν απομείνει. Κομβική μάχη εδώ είναι το θέμα του Ελληνικού. Η διαφαινόμενη εκποίηση στους επενδυτές του Κατάρ του χώρου που μπορούσε να αποτελέσει το μεγαλύτερο πάρκο, αποτελεί την πιο μεγάλη μάχη σε αυτό το επίπεδο στην Αττική και πρέπει να αποτελέσει βασική αιχμή. Αλλά και η διαμόρφωση ενός κράτους εν κράτει της Cosco στο λιμάνι με ιδιαίτερα υποβαθμισμένες εργασιακές σχέσεις επίσης στην ίδια λογική κινείται.

·Στη λογική της αναίρεσης κάθε περιβαλλοντικού, χωροταξικού, αρχαιολογικού περιορισμού στις επενδύσεις μέσα από το περιβόητο fast track που μεθοδεύει η κυβέρνηση που θα οδηγήσει και σε ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση του ιδιωτικού κεφαλαίου και στην ακόμη μεγαλύτερη υποβάθμιση της ποιότητας ζωής στηνΑττική.

·Στη διαρκή ενίσχυση των περιβαλλοντικών κινδύνων στην Αττική. Οι αλλεπάλληλες υπερβάσεις των ορίων συναγερμού στους αέριους ρύπους, το διαρκές πρόβλημα με την άναρχη κατανομή των κεραιών κινητής τηλεφωνίας, το διαρκές περιβαλλοντικό έγκλημα στον Ασωπό που επιβαρύνει μεγάλο μέρος και των τροφίμων που διατίθενται στην Αττική είναι μερικά μόνο παραδείγματα. Το ίδιο και οι διάσπαρτες τοξικές βόμβες σε αρκετά σημεία της Αττικής. Εξίσου σημαντικό πρόβλημα και η διαρκής επιδείνωση του τοπικού κλίματος και η αύξηση της μέσης θερμοκρασίας από την τρομαχτική αύξηση του συνολικού όγκου δόμησης στην Αττική.

·Στην αλλεπάλληλες δασοκτόνες πολιτικές που έχουν αφήσει τις πυρκαγιές να γίνουν βασικός μηχανισμός επέκτασης του δομημένου χώρου, με τεράστιες αρνητικές συνέπειες στο περιβάλλον, στο κλίμα της Αττικής, στη διαχείριση των υδάτων, τον κίνδυνο για πλημμύρες κ.λπ. Στον υπαρκτό κίνδυνο να υπάρξουν μη αντιστρέψιμες καταστροφές στους ορεινούς όγκους της Αττικής, με την Πάρνηθα, τον Υμηττό και την Πεντέλη να είναι στο στόχαστρο ιδιαίτερα επιθετικών σχεδίων «ανάπλασης» και οικοδόμησης.

·Στη λογική της γενικευμένης ιδιωτικοποίησης και συνάμα υποβάθμισης που συνεπάγεται η λογική των ιδιωτικών λεωφόρων με τα πανάκριβα διόδια. Πλάι στην περιβαλλοντική υποβάθμιση από τις λεωφόρους έρχεται και η καθημερινή οικονομική αφαίμαξη. Βασικό αίτημα πρέπει να είναι να σταματήσουν όλα τα σχέδια για νέες λεωφόρους και αυτοκινητοδρόμους στην Αττική και η απαίτηση να καταργηθούν τώρα όλα τα διόδια. Βασική πλευρά της απεύθυνσης πρέπει να είναι η στήριξη του κινήματος άρνησης πληρωμής διοδίων.

·Στην προνομιμοποίηση του ΙΧ την ίδια ώρα που ανακοινώνονται συνεχείς περικοπές στα Μέσα Μαζικής μεταφοράς, επιτείνοντας το φαύλο κύκλο αναγκαστική καταφυγή στο ΙΧ – κυκλοφοριακό πρόβλημα – ατμοσφαιρική ρύπανση και μεταφέροντας κόστος στις πλάτες των εργαζομένων.

·Στην διαχείριση του προβλήματος των απορριμμάτων με μια λογική ενίσχυσης των επιχειρήσεων και υποβάθμισης περιοχών. Την ίδια ώρα που δεν γίνεται κανένα βήμα για την ανακύκλωση με διαχωρισμό στην πηγή, σχεδιάζονται νέοι ΧΥΤΑ που με τα χαρακτηριστικά που θα έχουν αντικειμενικά θα συνεπάγονται υποβάθμιση περιοχών.

·Στη γενίκευση της ανταποδοτικής και ιδιωτικοοικονομικής λειτουργίας των ΟΤΑ. Αρκεί να αναλογιστούμε ότι στους ΟΤΑ θα εφαρμόζεται πλέον υποχρεωτικό σύστημα κλειστού προϋπολογισμού, που θα οδηγήσει σε τεράστιες περικοπές στις παρεχόμενες υπηρεσίες και στην αναγκαστική επιβολή ολοένα και πιο δυσβάσταχτων ανταποδοτικών τελών.

·Στη γενίκευση των ελαστικών εργασιακών σχέσεων αλλά και τις μαζικές απολύσεις στους ΟΤΑ ως αποτέλεσμα των πολιτικών του Μνημονίου στην Αττική που θα σημάνουν οριακή υποβάθμιση και αποδιάρθρωση των υπηρεσιών των ΟΤΑ.

·Στη διαρκή υποβάθμιση και την κρίση ουσιαστικά του συστήματος Υγείας και στα προβλήματα της εκπαίδευσης. Σήμερα, εν μέσω μνημονίου η κατάσταση και στα σχολεία, και μέσα από τις περικοπές του Μνημονίου και μέσα από τις αναδιαρθρώσεις στην οργάνωση και διοίκηση, είναι οριακή. Η υπολειτουργία των νοσοκομείων, οι τραγικές ελλείψεις σε προσωπικό αλλά ακόμη και σε στοιχειώδη αναλώσιμα υλικά, οι ελλείψεις σε εκπαιδευτικούς και τα προβλήματα που δημιουργεί η γενίκευση των υπεράριθμων τμημάτων, οι πολύ μεγάλες περικοπές στη χρηματοδότηση των σχολικών επιτροπών, όλα αυτά διαμορφώνουν ακόμη πιο αρνητική συνθήκη για τους εργαζόμενους στην Αττική.

·Στη διαρκή αναπαραγωγή ρατσιστικών πρακτικών και φαινομένων, ιδιαίτερα από τη στιγμή που οι κυρίαρχες δυνάμεις επενδύουν σήμερα πολιτικά στην αναπαραγωγή ρατσιστικών διακρίσεων και διαιρέσεων εντός της εργατικής τάξης και στην αντιμετώπιση των μεταναστών και των προσφύγων ως πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο αστυνομικά. Σε αυτό το έδαφος είναι που αναπαράγονται και πρακτικές φασιστικών συμμοριών σε μια ιδιότυπη επικοινωνία και όσμωση και με τους τοπικούς μηχανισμούς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Αυτό βέβαια που παραβλέπεται είναι ότι σήμερα απέναντι στο φαύκο κύκλο παρανομία – εξαθλίωση – περιθωριοποίηση η νομιμοποίηση των μεταναστών και των προσφύγων, η πλήρης κατοχύρωση του δικαιώματος στο πολιτικό άσυλο και το σπάσιμο των περιορισμών που επιβάλλει το «Δουβλίνο ΙΙ» θα αποτελούσε πραγματική βελτίωση, Και βέβαια στο ίδιο πλαίσιο η υπεράσπιση της ταξικής αλληλεγγύης και της ουσιαστικής κοινότητας συμφερόντων ελλήνων και μεταναστών εργαζομένων.

·Στον ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχικοποίηση. Η συνειδητή επιλογή και της κυβέρνησης αλλά και της ΝΔ, του ΛΑΟΣ και της Δημοκρατικής Αριστεράς να επενδύσουν πολιτικά σε μια λογική «νόμου και τάξης» και «αντιμετώπισης της εγκληματικότητας» έχει διαμορφώσει εκτεταμένο κλίμα αστυνομοκρατίας που αποσκοπεί περισσότερο στην διαμόρφωση κλίματος προληπτικής τρομοκρατίας απέναντι στον κοινωνικό διεκδικητισμό παρά αντιμετώπιση των όποιων προβλημάτων παραβατικότητας. Πόσο μάλλον που είναι παραπάνω από εμφανές ότι τόσο η συνειδητή ανοχή σε εκτεταμένες ζώνες παραβατικότητας (π.χ. υποβαθμισμένες περιοχές του κέντρου της Αθήνας) όσο και οι επιλεκτικές «εκκαθαριστικές επιχειρήσεις» έχουν σχέση πολύ περισσότερο με την εξυπηρέτηση σχεδίων επιχειρηματικής ανάπλασης (πρώτα «υποβάθμιση» για να πέσουν οι τιμές των ακινήτων και να εκδιωχθούν οι κάτοικοι και μετά «αναβάθμιση» για να ικανοποιηθούν οι ιδιώτες επενδυτές). Κομμάτι αυτής της αυταρχικής θωράκισης η διαρκής ενίσχυση των αστυνομικών συμμοριών, η συνθήκη αστυνομικής κατοχής σε περιοχές όπως τα Εξάρχεια, η διαρκής στοχοποίηση της ριζοσπαστικής νεολαίας.

·Στον περιορισμό της δράσης των τοπικών κινημάτων μέσα από τη βαθιά αντιδημοκρατική διάρθρωση που συνεπάγεται ο Καλλικράτης.

Όλα τα παραπάνω σημαίνουν ότι πρέπει μέσα στο υλικό, την απεύθυνση, την παρέμβαση των αντικαπιταλιστικών ψηφοδελτίων στην Αττική να υπάρξουν συγκεκριμένες αιχμές και αιτήματα πέραν των γενικών αιτημάτων της άρνησης του Μνημονίου και του αντικαπιταλιστικού προγράμματος άμεσων στόχων:

·Όχι στους μηχανισμούς «οικονομικής επιτήρησης» που εισάγει ο Καλλικράτης.

·Ριζική αύξηση της δημόσιας χρηματοδότησης για τις υπηρεσίες των ΟΤΑ όχι στη λογική των ανταποδοτικών τελών – να πληρώσουν οι επιχειρήσεις και οι «επενδυτές»

·Μόνιμη και σταθερή εργασία στους ΟΤΑ - όχι στις ελαστικές σχέσεις εργασίας – μαζικοί διορισμοί για να καλυφθούν οι ανάγκες

·Κάλυψη όλων των αναγκών σε προσωπικό και υποδομές στα σχολεία και τα Νοσοκομεία

·Όχι στο ξεπούλημα των φιλέτων – Μητροπολιτικό Πάρκο στο Ελληνικό – Όχι στα σχέδια για επιχειρηματική αξιοποίηση του Φαληρικού μετώπου – Κανένα γήπεδο και κανένα εμπορικό κέντρο στο Βοτανικό. Να καταγγελθεί τώρα η συμφωνία με την Cosco – δημόσια λιμάνια.

·Όχι στις νέες λεωφόρους και τους αυτοκινητοδρόμους – Κατάργηση των διοδίων

·Καθιέρωση πλήρους δημόσιου συστήματος ανακύκλωσης με έμφαση στο διαχωρισμό στην πηγή

·Πλήρη κατοχύρωση του δασικού χαρακτήρα όλων των καμένων εκτάσεων των τελευταίων δεκαετιών. Πλήρης καθολική απαγόρευση κάθε δόμησης. Να γκρεμιστούν τώρα όλες οι αυθαίρετες βίλες μέσα σε δασικούς χώρους. Καμιά επέκταση του καζίνο της Πάρνηθας. Καμιά περαιτέρω δόμηση στον Υμηττό. Πραγματική ανάπλαση της Πεντέλης.

·Να προστατευτούν όσες αγροτικές δραστηριότητες έχουν μείνει στην Αττική. Να σταματήσουν τα Μεσόγεια να αντιμετωπίζονται ως χώρος οικιστικής και βιομηχανικής επέκτασης. Να σωθεί ο αμπελώνας.

·Να ενισχυθούν οι περιβαλλοντικοί περιορισμοί και να κατοχυρωθεί πλήρως η προστασία των αρχαιολογικών χώρων και της πολιτιστικής κληρονομιάς.

·Υποχρεωτική λήψη αυστηρότερων μέτρων περιβαλλοντικής προστασίας σε όλες τις ρυπογόνες δραστηριότητες – να φύγουν όλες οι κεραίες κινητής τηλεφωνίας από χώρους κατοικίας και σπουδών.

·Ενίσχυση των δημόσιων μέσων μεταφοράς, ενίσχυση του ποδήλατου, όχι στον πολιτισμό του ΙΧ

·Όχι στο ρατσισμό και την ξενοφοβία. Πλήρης κατοχύρωση των κοινωνικών και πολιτικών δικαιωμάτων των μεταναστών και των προσφύγων. Άμεση κατασκευή λατρευτικών χώρων.

·Όχι στην αστυνομοκρατία – να φύγουν οι ειδικές αστυνομικές συμμορίες από τις γειτονιές στην Αθήνα – να σταματήσει η λειτουργία του συστήματος των καμερών

Τέλος, χρειάζεται να πούμε ότι πέραν από τα κεντρικά κατεβάσματα σε Αθήνα, Πειραιά και Περιφέρεια Αττικής, είναι ιδιαίτερα σημαντικό ότι υπάρχουν και ιδιαίτερα μάχιμα κατεβάσματα σε μια σειρά από Δήμους της Αττικής που πρέπει επίσης να στηριχτούν συντονισμένα από το σύνολο της συλλογικότητας.

·Η σημαντική δουλειά που γίνεται στο Χαλάνδρι πρέπει να στηριχτεί και αυτή τη φορά και να καταγράψει ακόμη μεγαλύτερη ενίσχυση

·Το «Κίνημα στου Ζωγράφου» ύστερα από τις μεγάλες μάχες στις οποίες πρωταγωνίστησε μπορεί αυτή τη φορά να έχει ιδιαίτερη εκλογική δυναμική.

·Η τομή που γίνεται στη Γλυφάδα όχι μόνο δικαιώνει τη δουλειά της ΠΡΩ.ΚΑΤ. αλλά και δείχνει ότι μπορούμε να πάρουμε επάνω μας την υπόθεση της διαμόρφωσης ενός σχήματος.

·ΤΟ σχήμα στη Νέα Σμύρνη επίσης έχει καταγράψει μια ιστορία αγώνων και μπορεί και αυτή τη φορά να έχει μια σημαντική παρουσία. Σημειώνουμε εδώ ότι έχει ενισχυθεί και η δική μας παρουσία εκεί.

·Το σχήμα στο Βύρωνα επίσης με μια ιστορία μαζικής αριστερής παρέμβασης πρέπει να στηριχτεί.

·Η προσπάθεια που γίνεται στο Νέα Ιωνία επίσης πρέπει να πάρει χαρακτηριστικά μαζικής αριστερής παρέμβασης.

·Το σχήμα στο Περιστέρι, παρ’ όλη την τάση προς έναν υπερπολιτικό τόνο έχει μια σημαντική ιστορία και παρουσία μέσα σε αγώνες.

·Και στο Μαρούσι είναι σημαντικό ότι κατεβαίνει το σχήμα, παρ’ όλα τα προβλήματα που αντιμετώπισε από αριστερίστικές λογικές στο εσωτερικό του.

·Σημαντική εξέλιξη είναι επίσης ότι στο Αιγάλεω συγκροτήθηκε δημοτική κίνηση ριζοσπαστική, έστω και εάν αποφάσισε τελικά να μην κατέβει στις εκλογές.

Παράλληλα, εκτιμούμε ότι είναι σημαντικό να στηριχτούν οι υποψηφιότητες Κορτζίδη σε Αργυρούπολη - Ελληνικό γιατί πραγματικά έδειξε μια μάχιμη δράση και κατεύθυνση, αλλά και το σχήμα της Δάφνης (Μαχόμενη αριστερή δύναμη ανατροπής Δάφνης – Υμηττού).


Για τη σημασία της συγκρότησης οργάνωσης Αθήνας

Η συγκρότηση της οργάνωσης της Αθήνας αποτελεί μια ιδιαίτερα κρίσιμη τομή στην πορεία της οργάνωσης συνολικά. Θα ήταν λάθος να πούμε ότι σήμερα προχωράμε σε αυτή την τομή στη συγκρότησή μας μόνο και επειδή πρέπει να λύσουμε προβλήματα συντονισμού και δράσης στην παρουσία μας στην Αττική ή για να μπορέσουμε να ανταποκριθούμε στη μάχη που είναι μπροστά μας για τις αυτοδιοικητικές εκλογές. Δεν το κάνουμε καν για να λύσουμε το πρόβλημα ότι εμείς έχουμε κατανομή με βάση κοινωνικούς χώρους, ενώ η ΑΝΤΑΡΣΥΑ συγκροτείται στη βάση των τοπικών συνελεύσεων. Όλα αυτά είναι υπαρκτά προβλήματα, στα οποία εκτιμούμε ότι η συγκρότηση οργάνωσης Αθήνας θα δώσει λύσεις, αλλά δεν αποτελούν το βασικό λόγο που σήμερα προχωράμε σε αυτή την οργανωτική τομή.

Ο βασικός λόγος είναι θέλουμε μια τομή στην πολιτικοποίηση της συλλογικότητας. Μέχρι τώρα αντικειμενικά η βασική μας διάρθρωση γύρω από πυρήνες κοινωνικών χώρων δημιουργούσε ένα έλλειμμα ως προς τη συνολικότερη πολιτική μας στράτευση στα κεντρικά πολιτικά επίδικα, τη συνολικότερη κεντρική μας πολιτική μας παρέμβαση. Προφανώς και η στράτευση στους κοινωνικούς χώρους οφείλει να παραμένει η πραγματική κοινωνική και ηθική ραχοκοκαλιά της οργάνωσης. Όμως, χρειαζόμαστε και την ολόπλευρη στράτευση στην κεντρική πολιτική παρέμβαση και επομένως χρειαζόμαστε και για το δυναμικό μας στην Αθήνα εκείνη την πολιτική δομή που θα εξασφαλίζει ότι το σύνολο της οργάνωσης καλείται να παλέψει και για κεντρικές πολιτικές κατευθύνσεις και μάχες.

Από εκεί και πέρα αναμφίβολα η συγκρότηση της οργάνωσης Αθήνας θα μας βοηθήσει να αντιμετωπίσουμε συγκεκριμένες προκλήσεις

·Να αποκτήσουν περισσότερο επιτελικό χαρακτήρα και το γραφείο και τα τομεακά συντονιστικά

·Να υπάρξει καλύτερος συντονισμός και παρουσία σε κινητοποιήσεις και άλλες πολιτικές μάχες που απαιτούν οργανωτική ενεργοποίηση.

·Να μπορούμε να καθοδηγούμε την παρουσία των σ. μέσα στις τοπικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

·Να μπορεί πολύ πιο αποτελεσματικά να κατεβαίνει και να δοκιμάζεται στην πράξη η όποια πολιτική κατεύθυνση έχουμε κάθε στιγμή μια που συχνά έχουμε ένα πρόβλημα στο πως γίνεται κτήμα όλης της οργάνωσης μια πολιτική κατεύθυνση, ανάλυση, τοποθέτηση.

·Να στηρίζουμε μεγάλες μάχες όπως αυτές των αυτοδιοικητικών εκλογών.

Σε αυτό το πλαίσιο είναι σημαντικό:

·Οι υπεύθυνοι Αθήνας των τομεακών που θα συμμετέχουν και στο γραφείο Αθήνας να αναλάβουν το ρόλο και την ευθύνη που αναλογεί ως εκπρόσωποι των τομέων στη δομή της οργάνωσης Αθήνας

·Οι «αχτιδικοί» συντονιστές να παρακολουθήσουν και να συντονίσουν την παρουσία μας στις τοπικές της ΑΝΤΑΡΣΥΑ

·Ο υπεύθυνος της οργάνωσης Αθήνας να είναι ο βασικός σύνδεσμος με το πανελλαδικό γραφείο και το ΚΣΟ.

Η ολομέλεια ολοκληρώθηκε με την εκλογή του γραφείου Αθήνας

Υπεύθυνος Αθήνας: σ. Γ.Λιαγκ. Οργανωτικός Υπεύθυνος: σ. Γ. Παπαγεωργ. Υπεύθυνη Κεντρικού Τομέα: σ. Δ. Κουτσ., Υπεύθυνος Βόρειου Τομέα και Ανατολικής Αττικής: Γ. Αβαγιαν. Υπεύθυνος Νότιου Τομέα: Ν. Πυρουν. Υπεύθυνος Πειραιά και Δυτικών: Σωτ. Γεωργιόπ.

Το γραφείο Αθήνας θα συμπληρωθεί από τους τρεις εκπροσώπους των τομεακών συντονιστικών