Όσο κοινότοπο και εάν ακούγεται ζούμε σε μέρες ιστορικών εξελίξεων. Η επίθεση που κλιμακώνεται μέσα από τις πολιτικές του «Μνημονίου» συνεπάγεται πραγματική αλλαγή κοινωνικού υποδείγματος. Ένα σύνολο από κρίσιμες αναδιαρθρώσεις και επιλογές που επιδιώκουν τη ριζική ανατροπή του συσχετισμού δύναμης προς όφελος του κεφαλαίου γίνεται προσπάθεια να περάσουν μέσα από έναν εντυπωσιακό ‘θεσμικό βολονταρισμό’ που παραπέμπει σε απόπειρα συμπύκνωσης του ιστορικού χρόνου από τη μεριά των αστικών στρωμάτων. Είναι μια τακτική «σοκ και δέους» για να ταπεινωθούν ευρύτερα λαϊκά στρώματα και να αποδεχτούν σε βάθος χρόνου ριζική επιδείνωση των όρων ζωής τους.
Η πολιτική αυτή αντιστοιχεί σε μια συνολικότερη πολιτική κατεύθυνση «φυγής προς τα εμπρός» των Ευρωπαϊκών αστικών τάξεων. Αντιμέτωπες με στοιχεία κλιμακούμενης κρίσης υπερσυσσώρευσης ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, διαπιστώνοντας ότι οι φιλόδοξοι στόχοι της στρατηγικής της Λισαβόνας για τομές στην παραγωγικότητα που θα οδηγούσαν σε σημαντική αναβάθμιση της ΕΕ μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν εκπληρώθηκαν, με αρκετές πλευρές του «κοινωνικού κράτους» να μην έχουν αναιρεθεί και κατακτήσεις των εργαζομένων να επιβιώνουν, οι ευρωπαϊκές αστικές τάξεις επιδιώκουν να αξιοποιήσουν στο έπακρο τις «πειθαρχικές» πλευρές της κρίσης. Προτιμούν, οριακά, να υπάρξει ακόμη και παράταση της ύφεσης, εάν αυτό πρόκειται να περάσει μέτρα που να τροποποιούν ριζικά το συσχετισμό δύναμης. Αυτό μπορεί να εξηγήσει και τις αποκλίσεις που αποτυπώθηκαν ακόμη και στην πρόσφατη σύνοδο των G20, καθώς στις ΗΠΑ, όπου η ήττα της εργατικής τάξης ένα προηγούμενο διάστημα ήταν πολύ μεγαλύτερη (γι’ αυτό και ουδέποτε διαμορφώθηκε «κοινωνικό κράτος»), αισθάνονται ότι έχουν το περιθώριο να μιλούν για αυξημένη κρατική παρέμβαση και για ήπια αναδιανομή
Αυτές οι ανοιχτές αντιφάσεις της αστικής στρατηγικής εν μέσω της κρίσης και της αντικειμενικής κατάρρευσης προηγούμενων βεβαιοτήτων για τον εγγενή ορθολογισμό των αγορών αποτυπώνονται στις ταλαντεύσεις στο επίπεδο των στρατηγικών τοποθετήσεων που αρθρώνονται σήμερα μέσα στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα.
·Σε όλους τους σχηματισμούς η χρηματοπιστωτική κρίση περιορίζει την διεύρυνση της πίστης (τόσο της ιδιωτικής όσο και του δημόσιου χρέους) ως υποκατάστατου της «αναδιανομής» και ανοίγει τον κίνδυνο της παρατεταμένης ύφεσης
·Στις ΗΠΑ η τεράστια αύξηση της κρατικής οικονομικής παρέμβασης – εγγύησης του τραπεζικού συστήματος δεν έχει κατορθώσει να οδηγήσει σε ανάκαμψη, χωρίς όμως ο υστερικός αντικρατισμός της Αμερικανικής Δεξιάς να φαντάζει ως πειστική διέξοδος.
·Στην Ευρώπη η Γερμανία προσπαθεί να διατηρήσει το εξαγωγικό πλεονέκτημα που της δίνει η αυξημένη ιστορικά παραγωγικότητα και η επιδείνωση της θέσης των μισθωτών από τις μεταρρυθμίσεις Hartz, την ίδια ώρα που η στάση της μέσα στην ΕΕ και το θέμα των ελλειμμάτων απειλεί να υπονομεύσει την ίδια την διαθέσιμη ζήτηση και άρα την όποια ανάκαμψη.
·Οι αναδυόμενες οικονομίες και η Κίνα αποφεύγουν το κίνδυνο ύφεσης, δοκιμάζουν να εξομαλύνουν οξυμμένες αντιθέσεις αλλά απειλούνται από την όποια υποχώρηση της παγκόσμιας ζήτησης. Οι αυξήσεις μισθών στην Κίνα χαιρετίζονται ως τόνωση της εσωτερικής ζήτησης, την ίδια ώρα που στην Ευρώπη δοκιμάζονται επάλληλες περιοριστικές πολιτικές.
·Σε όλο τον κόσμο η λογική της απελευθέρωση των αγορών και της άρσης προστατευτικών μηχανισμών, με αποκορύφωμα τη μερική εκχώρηση εθνικής νομισματικής κυριαρχίας μέσα στο σύστημα του ευρώ, διαμορφώνει μια συνθήκη διαρκούς πίεσης προς τα κάτω σε ό,τι αφορά μισθούς, συντάξεις και κοινωνικές παροχές.
Οι ταλαντεύσεις αυτές και οι εσωτερικές αντιφάσεις των όποιων πολιτικών επιλογών προτείνονται σήμερα αποτυπώνουν ακριβώς ότι αυτό που ξεδιπλώνεται μπροστά μας δεν είναι απλώς μια χρηματοπιστωτική κρίση, δεν είναι μια ύφεση, δεν είναι καν μια επιδείνωση της κερδοφορίας εξαιτίας μισθολογικών, χρηματοπιστωτικών ή δημοσιονομικών παραμέτρων. Είναι ένδειξη ότι έχουμε την πλήρη εκδήλωση μιας καπιταλιστικής κρίσης υπερσυσσώρευσης. Όσες αλλαγές και εάν γίνουν στο επίπεδο είτε της κυκλοφορίας και του τραπεζικού συστήματος, είτε στο επίπεδο του κόστους εργασίας, αυτές δεν αποτελούν έξοδο από την κρίση, αλλά στην καλύτερη περίπτωση διαμόρφωση όρων για την έξοδο. Αυτή θα απαιτούσε την εμπέδωση ενός νέου κοινωνικού και τεχνολογικού υποδείγματος που να εξασφαλίζουν μακροχρόνιες αυξήσεις και της παραγωγικότητας και της κερδοφορίας.
Ωστόσο μέσα στη συγκυρία οι αστικές τάξεις στην Ευρώπη αναδιπλώνονται στον «εύκολο δρόμο» της μείωσης των μισθών, της παράτασης του χρόνου εργασίας, της ακόμη μεγαλύτερης επιδείνωσης του συμβολαίου εργασίας, της επέκτασης της εμπορευματοποίησης κρίσιμων πλευρών της κοινωνικής αναπαραγωγής. Εκτιμώντας ότι δεν θα συναντήσουν εκείνη την κλίμακα αντιστάσεων και «αντισυστημικής» αριστερής πολιτικής δράσης που θα τους υποχρέωνε στην επεξεργασία μιας συνολικότερης στρατηγικής εξόδου από την κρίση, αναδιπλώνονται στον σκληρό πυρήνα του αστικού «ταξικού ενστίκτου».
Η έκβαση αυτών των διεργασιών συνολικά στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα δεν είναι δεδομένη. Είναι λανθασμένη κατά τη γνώμη μας μια τελεολογική αντίληψη της κρίσης, σύμφωνα με την οποία αυτές οι επιλογές που παίρνουν οι αστικές τάξεις είναι αποτέλεσμα των «νομοτελειών» του καπιταλισμού και επομένως δεν μπορούν να κάνουν διαφορετικά. Αντίθετα, αυτό που πρέπει να πούμε είναι ότι οι αστοί παίρνουν αυτές τις επιλογές επειδή δεν συναντούν εκείνες τις αντιστάσεις που θα τους υποχρέωναν σε αλλαγή πολιτικής. Γι’ αυτό και πρέπει να πούμε ότι το ποια θα είναι τελικά η μορφή που θα πάρει η έξοδος από την τρέχουσα κρίση δεν είναι δεδομένο. Θα εξαρτηθεί από το συνολικό συσχετισμό δύναμης. Εάν η προηγούμενη διαδικασία εξόδου από την κρίση που ξεκίνησε το 1973-74 στηρίχτηκε τελικά σε ένα συσχετισμό ολόπλευρης ήττας και του κινήματος και της Αριστεράς, σήμερα η συνθήκη δεν είναι ίδια. Η ήττα της Αριστεράς παραμένει ενεργή, όμως, ενισχύονται στοιχεία διεκδικητισμού και ριζοσπαστισμού. Αυτό θα μπορούσε να σημαίνει ότι κλιμακούμενοι και οξυνόμενοι κοινωνικοί αγώνες που να συνδυάζονται με την αμφισβήτηση του πυρήνα της κυρίαρχης πολιτικής, με μια επιστροφή της Αριστεράς ως πραγματικά αντισυστημικής δύναμης, μπορούν να αφήσουν το ίχνος τους στις εξελίξεις και τους όρους εξόδου από την κρίση και να επιβάλουν αναγκαστικούς συμβιβασμούς στις αστικές τάξεις.
Αντίστοιχα, όμως, μια νέα αλυσίδα ηττών των κινημάτων και η υποχώρηση της Αριστεράς θα σημαίνει ότι η όποια διαδικασία εξόδου από την κρίση θα έχει όλα τα σημάδια της αναδίπλωσης στον πυρήνα της αστικής πολιτικής, θα συνεπάγεται συνθήκη κοινωνικού εκβαρβαρισμού για τους εργαζομένους, θα επεκταθεί σε μια συνολικότερη αυταρχικοποίηση του πολιτικού συστήματος.
Γι’ αυτό και σωστά έχουν συγκριθεί οι μάχες που δίνονται αυτή την περίοδο με το «Στάλινγκραντ». Είναι μάχες στις οποίες η ήττα θα οδηγήσει σε συνολικότερη υποχώρηση ή ακόμη και συντριβή του λαϊκού κινήματος, ενώ αντίστοιχα τυχόν νίκη μπορεί να αποτελέσει την αφετηρία συνολικότερων ανατροπών και μιας πιο μόνιμης επιστροφής του λαϊκού παράγοντα στο προσκήνιο.
Ταυτόχρονα είμαστε αντιμέτωποι με μια προσπάθεια πραγματικού περιορισμού της δυνατότητας δημοκρατικής πολιτικής δράσης και συλλογικής διεκδίκησης ευρύτερων λαϊκών μαζών και να κυριαρχήσει ο φιλελευθερισμός του απαραβίαστου της ιδιωτικής οικονομικής δραστηριότητας και της προνομιμοποίησης της ασφάλειας. Η βαθιά αντιδημοκρατική, αυταρχική αναδίπλωση των αστικών δυνάμεων, η προσπάθεια για διαμόρφωση συνθήκης «έκτακτης ανάγκης», η περιφρόνηση προς την τυπική κοινοβουλευτική διαδικασία, αποτελούν βασικές πλευρές του «υπαρκτού νεοφιλελευθερισμού». Όλα αυτά συμπυκνώνονται σε μια συνολικότερη τάση ζητήματα και επίδικα αντικείμενα να βγαίνουν ουσιαστικά εκτός της πολιτικής αντιπαράθεσης, να θεωρούνται τεχνικά ζητήματα και όχι θέματα προς συζήτηση, να μην θεωρούνται επίδικα της κοινωνικής διαπάλης.
Η αυταρχική αναδίπλωση αποτελεί βασική πλευρά της μετάλλαξης του πολιτικού συστήματος. Η συγκυρία της κρίσης και ο νέος κύκλος επιθέσεων και απέναντι σε στρώματα της εργατικής τάξης αλλά και απέναντι σε στρώματα κύρια της νέας μικροαστικής τάξης που σε μια προηγούμενη φάση μπορεί να λειτουργούσαν και ως τμήμα μιας κοινωνικής συμμαχίας υπέρ του εκσυγχρονισμού και των αναδιαρθρώσεων, αντικειμενικά περιορίζουν την νομιμοποιητική βάση της κυρίαρχης πολιτικής. Αυτό αντικειμενικά επιτείνει ρήγματα στις σχέσεις εκπροσωπήσεις, περιορίζει τις δυνατότητες άσκησης ηγεμονικής πολιτικής μόνο στο επίπεδο της ‘παθητική’ απόσπασης συναίνεσης, ενέχει τον κίνδυνο ευρύτερης ηγεμονικής αστάθειας. Η κρίση πλευρών της λειτουργίας της πολιτικής σκηνής, η αποστασιοποίηση μεγάλου μέρους του εκλογικού σώματος από το πολιτικό σύστημα, το κλίμα δυσαρέσκειας αποτελούν εκφράσεις αυτών των τάσεων. Τα πράγματα κάνει πολύ χειρότερα ο τρόπος με τον οποίο περνάνε τα συγκεκριμένα μέτρα. Η λογική της επιτήρησης (στην Ελλάδα αλλά και συνολικά στην Ευρώπη), η επιμονή στη λογική της «αυτόματης λήψης μέτρων» στη βάση παραμέτρων, η περιφρόνηση για οποιαδήποτε λογική έστω και τυπικής κοινοβουλευτικής διαπραγμάτευσης όλα αυτά μπορούν να επιτείνουν τις κρισιακές τάσεις στο πολιτικό σύστημα. Ακριβώς γι’ αυτό το λόγο και εντείνονται στοιχεία μιας αυταρχικής «θωρακισμένης δημοκρατίας».
Όπως έχει φανεί η Ελλάδα αντιμετωπίζεται όντως ως ένα πειραματικό πεδίο για τη δοκιμασία μιας συνολικότερης στρατηγικής ριζικής επιδείνωσης του συσχετισμού δύναμης και απόπειρας για «θεραπεία-σοκ» μέσα στην ΕΕ. Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να κάνουμε και την αποτίμηση της πορείας του κινήματος και στον τόπο μας. Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι το προηγούμενο διάστημα ζήσαμε μερικές από τις μεγαλύτερες κοινωνικές και συνδικαλιστικές συγκρούσεις. Με συμβολική συμπύκνωση την απεργία στις 5 Μάη και τον τρόπο που οι διαδηλωτές στράφηκαν εναντίον της Βουλής ως χώρου όπου διεξαγόταν πραγματικό κοινοβουλευτικό πραξικόπημα, βγήκε στο προσκήνιο η οργή και η αγανάκτηση των εργαζομένων σε μεγάλα απεργιακά γεγονότα. Ωστόσο δεν υπήρξε εκείνη η κλιμάκωση των κινητοποιήσεων ιδίως σε κλαδικό επίπεδο που θα παρέπεμπε σε μια γενικευμένη και παρατεταμένη εργατική εξέγερση που θα δημιουργούσε ασφυκτικό κλίμα για την κυβέρνηση. Ήταν η ανισότητα στην ανάπτυξη του κινήματος που έδωσε τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ψηφίσει τα νομοσχέδια και να μην καταρρεύσει. Αυτή η ανισότητα αντανακλά και μια ιδιότυπη ηττοπάθεια σε ευρύτερο μέρος των λαϊκών στρωμάτων που μπορεί να εξοργίζονται με τις επιδείνωση της θέσης τους αλλά δεν πιστεύουν ότι μπορεί να υπάρξει ανατροπή αυτής της πολιτικής. Αυτό με τη σειρά του αντανακλά τόσο τις ανεπάρκειες και τις καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του εργατικού κινήματος αλλά και την αδυναμία της αριστεράς να προτείνει ηγεμονικά μια εναλλακτική στρατηγική απάντησης. Σε αυτό στηρίζονται, προσπαθώντας ταυτόχρονα να το παγιώσουν, κινήσεις που πάνε να περάσουν ένα κλίμα «αδύνατον να ανατραπούν τα μέτρα, ας σώσουμε ό,τι μπορούμε», με κορυφαία στιγμή την επιλογή της πλειοψηφίας της ΓΣΕΕ να υπογράψει ΕΓΣΕΕ εργασιακής ειρήνης και εφαρμογής των κατευθύνσεων του «Μνημονίου». Αυτός φαίνεται και πολιτικός υπολογισμός του ΠΑΣΟΚ: ότι θα περάσει ένα κλίμα συντριβής, ότι η Αριστερά δεν θαμπορέσει να παρεμβεί καταλυτικά στις εξελίξεις, ότι ευρύτερα ηττημένα λαϊκά στρώματα δεν έχουν να πάνε κάπου αλλού πολιτικά.
Η παραδοχή της ανισότητας στο ξεδίπλωμα του κινήματος δεν υποτιμά ότι το κίνημα αυτό είχε αποτελέσματα ακόμη και στο επίπεδο της πολιτικής σκηνής. Τα ρήγματα στις σχέσεις εκπροσώπησης και η διαφαινόμενη όξυνση των κοινωνικών εντάσεων αντανακλώνται και σε πολιτικές ανακατατάξεις. Τα πρώτα ρήγματα στο εσωτερικό του ΠΑΣΟΚ ή η απροθυμία ακόμη και της ΝΔ να στηρίξει και με τυπική ψήφο τα μέτρα του «Μνημονίου» εκφράζουν τα πολιτικά αποτελέσματα της κοινωνικής αναταραχής.
Η παραδοχή των αντιφάσεων και των ανισοτήτων στο ξεδίπλωμα του κινήματος δεν αναιρεί ότι είμαστε σε μια σύγκρουση που κάθε άλλο παρά έχει εξαντλήσει τη δυναμική της. Αντίθετα, καθώς τα μέτρα θα κάνουν σαφή την επίπτωσή τους, καθώς η ελληνική κοινωνία να αναμετριέται με καταστάσεις συλλογικής απαξίωσης και υποβάθμισης πρωτόγνωρες, καθώς η κυβέρνηση ετοιμάζεται να ανοίξει μέτωπα με κοινωνικές κατηγορίες απρόβλεπτες ως προς την συμπεριφορά τους, όπως είναι η νεολαία, μπορούμε να πούμε ότι είναι θα δούμε σημαντικές και κλιμακούμενες κοινωνικές κινητοποιήσεις και το επόμενο διάστημα. Όσο θα περνάει ο καιρός και τα κοινωνικά και τα πολιτικά διακυβεύματα θα είναι ολοένα και μεγαλύτερα. Και αυτό σημαίνει να συνειδητοποιήσουμε ότι τα επόμενα χρόνια και η Αριστερά στον τόπο μας θα δοκιμαστεί πραγματικά και θα κριθεί ως προς το κατά πόσο μπορεί πραγματικά να είναι η ηγέτιδα δύναμη στο «έθνος των εργαζομένων».
Γι’ αυτό ακριβώς το λόγο και ο χειρότερος οδηγός για την περίοδο θα ήταν μια λογική ότι τα πράγματα είναι λίγο-πολύ business as usual, μια λογική ότι αυτό που βιώνουμε είναι μια συγκυριακή επιδείνωση όπου απλώς χρειάζεται οι δυνάμεις της Αριστεράς να κατοχυρώσουν λίγο καλύτερα και μαζικότερα την όποια πολιτική φυσιογνωμία ούτως ή άλλως έχουν κατοχυρώσει. Αντίθετα, πρέπει να συνειδητοποιήσουν τις προκλήσεις, τις ευκαιρίες αλλά και τις ευθύνες που γεννά η συγκυρία.
Σε αυτό το πλαίσιο εμείς λέμε ότι θα πρέπει όλοι να συνειδητοποιήσουμε ότι αυτό που κρίνεται (και ταυτόχρονα απαιτείται…) το επόμενο διάστημα δεν είναι απλώς η τακτική αποτελεσματικότητα μέσα στο κίνημα ή η διεύρυνση της πολιτικής επιρροής κάθε ρεύματος. Αυτό που απαιτείται (και ταυτόχρονα αυτό που θα κρίνει την έκβαση της μάχης) είναι η ανασύνθεση ταυτόχρονα και του κοινωνικού υποκειμένου και του πολιτικού υποκειμένου. Απαιτείται ταυτόχρονα εκείνη η μορφή πλατιού και νικηφόρου αγωνιστικού μετώπου που θα ενισχύσει τη διαμόρφωση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας αλλά και η ανασύνθεση μιας αυθεντικά ριζοσπαστικής αριστεράς πρωτοπόρας στην αντίσταση ικανής να ψηλαφίσει το ερώτημα της ανατροπής. Ο τρόπος που το ΠΑΣΟΚ σήμερα, που εδώ και σχεδόν τρεις δεκαετίες διατηρεί ένα κυρίαρχο ρόλο στην εκπροσώπηση του μεγαλύτερου μέρους των λαϊκών στρωμάτων, ουσιαστικά διαρρηγνύει ευρύτερους δεσμούς και σχέσεις εκπροσώπησης, ανοίγει νέες δυνατότητες αντικειμενικά για το ζήτημα της ανασύνθεσης μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας και την μόνιμη και πάγια αποστοίχηση ευρύτερων λαϊκών δυνάμεων από την αστική επιρροή. Αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερες προκλήσεις για την Αριστερά κατά τη γνώμη μας.
Η πρώτη και κύρια επομένως πρόκλησηείναι η πάλη για να διαμορφωθεί εκείνο το αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο που θα μπορέσει να δώσει νικηφόρα απάντηση στην επίθεση, για την ανατροπή του «Μνημονίου» και να μην εφαρμοστούν τα μέτρα που αυτό περιλαμβάνει. Αυτό δεν σημαίνει απλώς αγώνες, ούτε αφορά μόνο την κλιμάκωση των κινητοποιήσεων, απαιτεί ταυτόχρονα την ανασύνθεση των συλλογικών κοινωνικών υποκειμένων που θα μπορέσουν να αντιπαρατεθούν με την επίθεση των δυνάμεων του κεφαλαίου. Αφορά την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, τη διαμόρφωση ενός μαχόμενου νεολαΐστικού (και όχι μόνο φοιτητικού – σπουδαστικού) κινήματος, την ανάπτυξη τοπικών κινημάτων. Απαιτεί τον πειραματισμό με νέες μορφές λαϊκής αυτοοργάνωσης μέσα στη γειτονιά, που και να ανοίγουν παγκοινωνικά την υπόθεση της μάχης και να οικοδομούν έμπρακτες μορφές αλληλεγγύης, συλλογικής ανυπακοής, υπονόμευσης της εφαρμογής των μέτρων. Είναι αυτό που έχουμε περιγράψει ως τη συνολική διεργασία διαμόρφωσης ενός νικηφόρου αγωνιστικού μετώπου και που πρέπει να στηρίζεται στους δικούς του θεσμούς, στο επίπεδο των επιμέρους χώρων και κλάδων (σωματεία, ομοσπονδίες, σύλλογοι, πρωτοβουλίες συντονισμού σωματείων, πρωτοβουλίες συντονισμού διαφορετικών κλάδων), στο επίπεδο του κινηματικού συντονισμού σε πόλεις και γειτονιές (τοπικές λαϊκές συνελεύσεις, πρωτοβουλίες κατοίκων, επιτροπές αγώνα) και πανεθνικά (πανελλαδικός συντονισμός των διαφορετικών κινημάτων και πρωτοβουλιών). Είναι αυτό για εμάς η εξειδίκευση στο σήμερα της τακτικής του Ενιαίου Μετώπου, με προσπάθεια όμως να έχει πραγματική κοινωνική γείωση και δημοκρατική συγκρότηση μέσα από τους ίδιους τους θεσμούς της «δημοκρατίας του κινήματος».
Και πρέπει να πούμε ότι αυτό σήμερα σημαίνει πραγματικά να σκεφτούμε με όρους και κλίμακες πέρα από αυτούς που έχουμε συνηθίσει. Για παράδειγμα: εάν μιλάμε για το συντονισμό πρωτοβάθμιων σωματείων, δεν μπορούμε να τον σκεφτόμαστε απλώς ως τη συνάντηση μερικών σωματείων και την προμετωπίδα μιας σύμπραξης Παρεμβάσεων και Αυτόνομης Παρέμβασης, αλλά ως τη δυνατότητα να υπάρχει ένα εναλλακτικό αγωνιστικό σημείο αναφοράς που να συσπειρώνει σωματεία, ομοσπονδίες ακόμη και εργατικά κέντρα και να διεκδικήσει να είναι αυτό ο εκπρόσωπος των μαχόμενων εργαζομένων στη μάχη ενάντια στο «Μνημόνιο», εάν θεωρούμε ότι σήμερα αυτό δεν μπορεί να το κάνει η συνδικαλιστική γραφειοκρατία που ηγεμονεύει στις συνομοσπονδίες. Χωρίς μια τέτοια συνολικά αλλαγή συσχετισμών και προσανατολισμού μέσα στο εργατικό κίνημα δύσκολα μπορεί να διεξαχθεί με νικηφόρο τρόπο η μάχη. Εάν μιλάμε για παρουσία της νεολαίας στο κίνημα δεν μπορεί αυτό να είναι κάποια μαζικά μπλοκ φοιτητών στις εργατικές διαδηλώσεις που να συσπειρώνουν, αλλά να συμβάλουμε, με αφορμή τόσο το πακέτο διάλυσης του Δημόσιου Πανεπιστημίου που προωθεί η Διαμαντοπούλου όσο και τους μειωμένους μισθούς για τους νέους εργαζομένους, σε μια πραγματική νεολαΐστικη εξέγερση που θα μπορούσε να αλλάξει συνολικά το συσχετισμό δύναμης. Εάν μιλάμε για παρέμβαση στις γειτονιές αυτό δεν μπορεί να είναι απλώς κάποιες επιτροπές αγώνα που να συσπειρώνουν το δυναμικό κάποιων οργανώσεων, αλλά για πραγματικές λαϊκές συνελεύσεις που να λειτουργούν ως «δίκτυ κοινωνικής προστασίας» από τα κάτω, να οικοδομούν την αλληλεγγύη, να διαχέουν τηνκινητοποίηση.
Η προσπάθεια για να διαμορφωθεί ένα τέτοιο αγωνιστικό κοινωνικό μέτωπο και η πάλη για να είναι νικηφόρα η έκβαση της μεγάλης μάχης θα σφραγίσουν και τις εξελίξεις στην Αριστερά. Να το πούμε πολύ απλά: εάν ηττηθεί το λαϊκό κίνημα σε αυτή τη μάχη, το πεδίο για την Αριστερά θα είναι πολύ πιο δύσβατο, πολύ πιο αρνητικό και η Αριστερά θα χάσει κρίσιμες κοινωνικές γειώσεις, θα αποξενωθεί από κρίσιμα κοινωνικά κομμάτια στα οποία αναφέρεται, θα διαχειρίζεται ουσιαστικά την ήττα. Σήμερα η αποφυγή της ριζικής επιδείνωσης του συσχετισμού δύναμης που συνεπάγεται το πακέτο μέτρων της κυβέρνησης είναι η βασική προϋπόθεση για να υπάρχει θετικό έδαφος για τα όποια σχέδια για την Αριστερά. Ακόμη και ο τρόπος που θα βιώσουν οι εργατικές και λαϊκές μάζες την όποια έκβαση φάσεων του αγώνα αποτελεί πολιτικό διακύβευμα. Έχει σημασία εάν τυχόν υποχωρήσεις ή συγκυριακές ήττες θα βιωθούν ως συντριβές ή εάν θα τα λαϊκά στρωμάτων θα διατηρήσουν την εμπιστοσύνη στη δύναμη του συλλογικού αγώνα σε επόμενη φάση να ανατρέψουν πολιτικές.
Και εδώ πρέπει να τονίσουμε ότι μετά από τη μεγάλη μάχη που έχουμε να δώσουμε μπροστά μας, η Αριστερά δεν θα είναι όμοια. Οι μεγάλες κοινωνικές δυναμικές που θα απελευθερωθούν, οι μεγάλες κοινωνικές συγκρούσεις, οι αναμετρήσεις με διακυβεύματα πιο μεγάλα από όσο έχουμε συνηθίσει θα λειτουργήσουν σα λυδία λίθος για την Αριστερά. Η «αισθητική» αντιμετώπιση της πολιτικής από την ηγετική ομάδα του Συνασπισμού και μεγάλο μέρος του ΣΥΡΙΖΑ, η αντιμετώπιση των κινημάτων ως ενός πολύμορφου και πολύχρωμου σκηνικού για μια κατοχύρωση μέσα στο επίσημο πολιτικό σκηνικό και ο γενικόλογος αντικαπιταλισμός που λειτουργεί ως βολικό συμπλήρωμα ενός αριστερού ευρωπαϊσμού και κυβερνητισμού αντικειμενικά θα κλονιστούν από την ανάγκη να δοθούν πολιτικές απαντήσεις σε μια μάχη όπου η πρόσδεση στην ΕΕ π.χ. είναι ο βασικός κόμβος του εκβιασμού από τη μεριά του καθεστώτος. Η ηττοπάθεια του ΚΚΕ και η αντιμετώπιση των κινητοποιήσεων ως απλώς κομματικών παρεμβάσεων για την πολιτικοποίηση των μαζών, που όμως, επί της ουσίας δεν μπορούν να κερδίσουν τίποτα, εν τη απουσία επαναστατικού κέντρου, θα συγκρουστεί με την απαίτηση των ίδιων των λαϊκών στρωμάτων που αναφέρονται στο ΚΚΕ για άμεση επίλυση επειγόντων προβλημάτων επιβίωσης. Η ριζοσπαστική αριστερά θα ταρακουνηθεί από την αυτάρκεια ενός ρόλου αριστερής αντιπολίτευσης όταν κριθεί σε αρκετούς κοινωνικούς χώρους να ηγηθεί και να διαχειριστεί κινητοποιήσεων μεγαλύτερων από αυτές που έχει μέχρι τώρα αντιμετωπίσει. Ο κόσμος που θα αποδεσμευτεί το ΠΑΣΟΚ θα απαιτήσει πολύ περισσότερα από απλά συνθήματα, γενικόλογες καταγγελίες και κινηματική μαχητικότητα.
Αυτό σημαίνει ότι μέσα από αυτή τη μάχη θα κερδίσει εκείνη η Αριστερά που θα μπορέσει πραγματικά να έχει εκείνη τη φυσιογνωμία που να αντιστοιχεί στις προκλήσεις της περιόδου. Μια Αριστερά που να πάει πέρα από την απλή αγωνιστική μαχητικότητα και την ιδεολογική υπεράσπιση του σοσιαλισμού ως ιδανικού. Χρειαζόμαστε μια Αριστερά πραγματικά ρεαλιστική δηλαδή μια Αριστερά που να μπορεί να ηγηθεί της νικηφόρας αντίστασης αλλά και να ψηλαφίσει το θέμα της εξουσίας. Και αυτό έχει συγκεκριμένες απαιτήσεις με τις οποίες καλούμαστε να αναμετρηθούμε.
Εμείς λέμε ότι αυτήη Αριστερά θα πρέπει να είναι όντως μια αριστερά επαναστατική. Όχι με την έννοια της ιστορικότητας του ρεύματος της επαναστατικής αριστεράς ούτε με το βερμπαλισμό της διαρκούς επίκλησης του επαναστατικού δρόμου, αλλά με την επικέντρωση σε εκείνους τους κρίσιμους πολιτικούς στόχους – κόμβους που σήμερα ορίζουν την ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική, σηματοδοτούν πραγματική βελτίωση της θέσης των λαϊκών μαζών, ανοίγουν δρόμους για συνολικότερη τροποποίηση του συσχετισμού δύναμης και διευκολύνουν τη συγκρότηση μιας αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας. Και αυτή είναι η αξία που έχει σήμερα το τετράπτυχο που προβάλλουμε ως τους κρίσιμους άξονες μιας τέτοιας προσπάθειας:
-Παύση πληρωμώνστο χρέος – Διαγραφή του χρέους.
-Έξοδος από την ευρωζώνη και το ευρώ, επιστροφή σε εθνικό νόμισμα, ρήξη με την ΟΝΕ και την ΕΕ.
-Εθνικοποίηση Τραπεζών και στρατηγικών επιχειρήσεων.
-Αναδιανομή εισοδήματος προς όφελος των εργαζομένων.
Σήμερα, άλλωστε, ο βασικός κόμβος στην ταλάντευση ευρύτερων τμημάτων των λαϊκών μαζών ανάμεσα στην ενεργό στράτευση στον αγώνα και την αναδίπλωση σε έναν εξατομικευμένο και ανασφαλή επιβιωτισμό είναι όχι βέβαια το εάν αντιλαμβάνονται τη συστημική βία των μέτρων αλλά ο βαθμός εμπιστοσύνης τους στη δυνατότητα άμεσης εναλλακτικής πολιτικής διεξόδου με την έννοια ριζοσπαστικών αλλά και ιστορικά εφικτών ανατροπών πολιτικής. Για να δώσουμε ένα ιστορικό παράδειγμα: στη μεταπολίτευση ευρύτερα στρώματα εργαζομένων, υπό τηνεπιρροή της Αριστεράς και του ΠΑΣΟΚ, όντως πίστευαν ότι π.χ. μπορούσε να λειτουργήσει η οικονομία με εκτεταμένες κρατικοποιήσεις μεγάλων καπιταλιστικών επιχειρήσεων. Έτσι πρέπει και σήμερα να πιστέψουν π.χ. ότι διαγραφή του χρέους είναι αναγκαία και θετική εξέλιξη ή ότι η επιστροφή σε εθνικό νόμισμα δεν θα είναι εθνική καταστροφή.
Σημαίνει αυτό ότι εγκαταλείπουμε ή υποβαθμίζουμε το σύνολο των ερωτημάτων και των αναζητήσεων που άπτονται μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής και κομμουνιστικής προοπτικής; Προφανώς και όχι. Αντίθετα, σήμερα μια τέτοια τοποθέτηση θα πρέπει να συνδυάζεται και με την προσπάθεια πραγματικής μετατόπισης ιδεολογικής, με μαζικούς όρους, υπέρ της δυνατότητας μια μη καπιταλιστικής οργάνωσης της κοινωνίας και με την αξιακή σύγκρουση με κόμβους όπως ο καταναλωτικούς ηδονισμός που χαρακτηρίζει την τρέχουσα εκδοχή καπιταλισμούς αλλά και την ανάδειξη εκείνων των «χναριών κομμουνισμού» που αναδεικνύονται στις σύγχρονες μορφές δικτύωσης, αλληλεγγύης, στην προσπάθεια να αναπτύσσονται κοινωνικές σχέσεις και πρακτικές έξω από τον καταναγκασμό της μορφής-εμπόρευμα, στο ριζικό εξισωτισμό της δημοκρατίας του αγώνα. Αυτή η αναζήτηση μπορεί πραγματικά να δώσει μια και επιτακτική επικαιρότητα στην «κομμουνιστική υπόθεση». Και προφανώς μόνο μια αριστερά που έχει στο νου της την προοπτική του κομμουνισμού μπορεί να ιεραρχήσει σωστά και τους άμεσους στόχους προτάσσοντας εκείνους που όντως σηματοδοτούν τη ρήξη με την αστική πολιτική. Όμως, θα ήταν ηττοπαθές να λέγαμε σήμερα σε ευρύτερες μάζες ότι η μόνη λύση είναι η επανάσταση, ότι τα μέτρα δεν μπορούν να ανατραπούν παρά μόνο εάν ανατραπεί ο καπιταλισμός.
Όμως, μόνο το στοιχείο το προγραμματικό δεν επαρκεί εάν θέλουμε να μιλήσουμε για τη φυσιογνωμία μιας πραγματικά χρήσιμης για το κίνημα Αριστεράς. Χρειάζονται και άλλα στοιχεία που να αφορούν την άμεση παρέμβασή της στην καθημερινότητα των λαϊκών μαζών. Η υπενθύμιση ότι το ΕΑΜ μεγαλούργησε γιατί κατάφερε να επιλύσει το άμεσο ζήτημα της επιβίωσης των λαϊκών μαζών, είναι κάτι το οποίο πρέπει να μην το ξεχνάμε και να αποτελεί οδηγό για τη δράση και σήμερα. Σήμερα χρειαζόμαστε εκείνη την Αριστερά που θα μπορεί να οικοδομεί όντως σωματεία και να τα κάνει να έχουν νίκες (και όχι παραταξιακές προεκτάσεις), που θα μπορεί να οικοδομήσει στις γειτονιές μορφές αλληλοϋποστήριξης σε περίπτωση ανάγκης, που θα μπορεί να υποστηρίξει ένα κίνημα «αυτομείωσης τιμών», που θα μπορεί να οργανώσει έναν αυτοδιαχειριζόμενο πολιτιστικό πολυχώρο ή ένα ελεύθερο πάρκο.
Χρειαζόμαστε επίσης μια Αριστερά που να μπορεί να οικοδομεί όντως τις μορφές του κινήματος. Σήμερα τόσο η απλή υπεράσπιση της ανάγκης απλής αλλαγής εκλογικών συσχετισμών μέσα στο εργατικό κίνημα όσο και η απλή επιλογή της εξόδου από την οργανωμένη συνδικαλιστική πάλη αδυνατούν να ακούσουν την ίδια την εμπειρία των αγώνων και την αγωνία των αγωνιστών για μια ριζική τομή μέσα στο εργατικό κίνημα, για ένα πραγματικά νέο ενωτικό ταξικό εργατικό κίνημα που να επανιδρύσει τα σωματεία ως βασικά κύτταρα της εργατικής πολιτικής, θα δώσει τη δυνατότητα κλιμάκωσης και αντοχής των κινητοποιήσεων, θα απαντήσει στην πρόκληση της μειωμένης συμμετοχής και της αποξένωσης από συνδικάτα, θα μπορέσει να ενσωματώσει όλες εκείνες τις εργασιακές σχέσεις που είναι ακάλυπτες από το επίσημο εργατικό κίνημα, θα απαντήσει στην τεράστια πρόκληση ενός πραγματικού κινήματος ανέργων. Ας μην ξεχνάμε ότι κάθε μεγάλος κύκλος στην ιστορία του παγκόσμιου εργατικού κινήματος αλλά και των αγώνων της ελληνικής εργατικής τάξης συνοδευόταν και από κρίσιμες τομές και προχωρήματα στην τρόπο οργάνωσης και συγκρότησης του ταξικού κινήματος που να διευρύνουν και να κάνουν πιο αποτελεσματική τη συγκρότηση των συνδικάτων. Από την έκρηξη του βιομηχανικού συνδικαλισμού στις ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930 και τη συγκρότηση της CIO μέχρι το Μάη του 1968, το Ιταλικό «Θερμό Φθινόπωρο» και συνολικά τη ριζοσπαστικοποίηση των συνδικάτων, μέχρι την ελληνική συνδικαλιστική άνοιξη της μεταπολίτευσης, μπορεί κανείς να δει και την άνοδο του κινήματος και το άνοιγμα του ταξικού κινήματος με πρωτότυπες μορφές.
Απέναντι σε όλες αυτές τις προκλήσεις η αντικαπιταλιστική αριστερά έχει μεγάλες δυνατότητες αλλά και μεγάλες ευθύνες. Σήμερα πρέπει να επιμείνουμε ότι τόσο η δυνατότητα το κίνημα να είναι νικηφόρο όσο και η Αριστερά να είναι ηγέτιδα δύναμη του «έθνους των εργαζομένων» περνά μέσα από εκείνες τις πολιτικές τομές στη φυσιογνωμία που σήμερα μόνο ο χώρος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς τις προσεγγίζει. Στοιχεία όπως η κινηματική μαχητικότητα, η ανεξαρτησία από το επίσημο πολιτικό σκηνικό, ο αντικαπιταλιστικός προσανατολισμός, η αντίθεση στην ΕΕ είναι συνιστά όρο εκ των ων ουκ άνευ για την ανασύνθεση της Αριστεράς ως δύναμης ρήξης και ανατροπής. Στην πραγματικότητα είναι οι όροι για να μπορέσει να επιβιώσει η αριστερά μέσα σε δύσκολες συνθήκες και να γίνει ξανά δύναμη της εργατικής αντι-ηγεμονίας. Αυτό σημαίνει ότι πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι το πολιτικό σχέδιο της αντικαπιταλιστικής αριστερά σήμερα δεν αφορά απλώς και μόνο στενά το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ή όποιων τάσεων της αντικαπιταλιστικής αριστεράς δεν έχουν ακόμη πάρει την απόφαση να μπουν στο ενωτικό εγχείρημα. Ούτε μπορεί να είναι απλώς η μαζικοποίηση του εγχειρήματος ή το κάλεσμα σε ένα δυναμικό να μπει στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Η μαζικοποίηση και δημοκρατική συγκρότηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ πρέπει να είναι ουσιαστικά μία από τις προϋποθέσεις για να ξεδιπλωθεί το σχέδιο και όχι η πλήρης εκπλήρωσή του. Αυτό περνάει μέσα από την προσπάθεια να ηγεμονεύσουν αυτά τα στοιχεία σε ευρύτερες ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά.
Και αυτό σημαίνει να κοιτάμε πέρα από τον εαυτό μας. Την επόμενη περίοδο θα υπάρξουν ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά. Το σχέδιο ΣΥΡΙΖΑ βρίσκεται σε ανοιχτή κρίση. Η έξοδος της ανανεωτικής πτέρυγας επέτεινε και δεν έλυσε προβλήματα, εάν κρίνουμε από τη λογική «τι θα κάνουμε χωρίς τους βαρβάρους;» που επικράτησε μετά. Η όποια αριστερή ή ριζοσπαστική αναζήτηση δύσκολα μπορεί να συνυπάρξει με τον αριστερό κυβερνητισμό των «θετικών προτάσεων». Η ανάγκη καθαρών απαντήσεων στα ζητήματα του χρέους και της σχέσης με την ΟΝΕ έρχεται σε οξεία σύγκρουση με τον αριστερό ευρωπαϊσμό με… ορίζοντα τον κομμουνισμό. Αλλά και το σχέδιο του ΚΚΕ, μείγμα ενός εγκεφαλικού σχεδιασμού για την ανασύσταση «επαναστατικού κέντρου» χωρίς νικηφόρο κίνημα και οικοδόμησης ενός εκλογικού μηχανισμού «κόμματος διαμαρτυρίας» επίσης βιώνει την όξυνση των αντιφάσεών του. Οι διαγραφές, οι αποστασιοποιήσεις, οι ανοιχτές συζητήσεις αποτυπώνουν ακριβώς πλευρές μιας κρίσης που κάποια στιγμή θα έρθει στην επιφάνεια. Αλλά και πέραν των οργανωμένων πολιτικών σχεδίων ας μην ξεχνάμε και κοινωνικές δυναμικές που ήρθαν στο προσκήνιο και δεν καλύπτονται από τα υπάρχοντα σχέδια. Ένα σύνολο πολιτικών αναγνωρίσεων και πρακτικών που αναδείχτηκε π.χ. το Δεκέμβρη του 2008, παρ’ όλες τις αντιφάσεις του, και το οποίο ο αντιεξουσιαστικός χώρος ακόμη και στις πιο «πολιτικές» εκδοχές του δεν μπορεί να το πολιτικοποιήσει και να το μετασχηματίσει σε πολιτική δυναμική, επίσης αποτελεί πρόκληση για οποιοδήποτε σχέδιο για την Αριστερά. Όλες αυτές οι αντιφάσεις διαμορφώνουν ένα τοπίο πλούσιο και πρωτότυπο, σημαίνουν ότι θα απελευθερωθούν δυνάμεις, επιτρέπουν ευρύτερες ανακατατάξεις δυνάμεων. Πόσο μάλλον ότανβλέπουμε και αναζητήσεις πολιτικές σίγουρα ενδιαφέρουσες. Η για πρώτη φορά αμφισβήτηση του αριστερού ευρωπαϊσμού στο εσωτερικού του Συνασπισμού, η δημόσια διαφοροποίηση στελεχών του ΚΚΕ ή της επιρροής του υπέρ της κοινής δράσης, η κοινή συμπόρευση π.χ. στα σωματεία με ένα δυναμικό αντιεξουσιαστικής προέλευσης δείχνει ακριβώς αυτές τις δυναμικές. Αυτά πρέπει να τα λάβει σοβαρά υπόψη η όποια τοποθέτηση και στρατηγική της αντικαπιταλιστικής αριστεράς. Αυτό σημαίνει ότι σήμερα ένα πολιτικό σχέδιο για μια αριστερά πραγματικά ριζοσπαστική μπορεί να συναντηθεί και με ένα ευρύτερο δυναμικό με προέλευση από τους σχηματισμούς της ρεφορμιστικής αριστεράς και με ένα ριζοσπαστικοποιημένο κοινωνικό δυναμικό που βγαίνει στο προσκήνιο μέσα από τους αγώνες.
Σε αυτό το πλαίσιο τρεις είναι οι κρίσιμοι στόχοι που εξειδικεύουν τη συνολικότερη κατεύθυνση της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Πρώτον, η αυτοτελής πολιτική συγκρότηση και πολιτικοποίηση της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ως διακριτού πολιτικού ρεύματος. Αυτό σημαίνει το πλήρες ξεδίπλωμα της δημοκρατικής πολιτικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, έτσι ώστε να ξεπεράσει τη μορφή του «μετώπου οργανώσεων» και να γίνει χώρος πολιτικής συνθέσεων και ξεδιπλώματος μιας «διαλεκτικής της ηγεμονίας», το βάθεμα της πολιτικής συγκρότησης και το άνοιγμα της προγραμματικής συζήτησης και της θεωρητικής αναζήτησης, τόσο για τις εξελίξεις στον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό όσο και για τη σοσιαλιστική και κομμουνιστική προοπτική και το αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης, η διεκδίκηση αναβαθμισμένου ρόλου στην εκπροσώπηση τμημάτων της αντικαπιταλιστικής λαϊκής συμμαχίας, η συμβολή στην ανάπτυξη διακριτών ριζοσπαστικών πολιτκοσυνδικαλιστικών ρευμάτων και σχημάτων σε όλους τους κοινωνικούς χώρους, η επιθετική παρέμβαση στη συνολικότερη συζήτηση και στις αντιθέσεις συνολικά της Αριστεράς. Η αναβάθμιση της κεντρικής παρουσίας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η προσπάθεια για πιο μαζικό, στοχευμένο και εύληπτο υλικό, η προσπάθεια να γίνουν οι τοπικές συνελεύσεις και επιτροπές πόλος έλξης για ένα ευρύτερο δυναμικό, τολμηρές πρωτοβουλίες για δημόσιο πολιτικοθεωρητικό διάλογο, η προετοιμασία πανελλαδικού σώματος αντιπροσώπων για επεξεργασία πολιτικών θέσεων και κατευθύνσεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η προσπάθεια για μαζικό έντυπο του χώρου της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, μπορούν να συμβάλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Δεύτερον, η τολμηρή αναμέτρηση με το ερώτημα της κοινής δράσης με την υπόλοιπη Αριστερά και της παρέμβασης σε διαδικασίες διαλόγου. Εκτιμούμε ως σημαντική και αναγκαία την πρωτοβουλία που οδήγησε στο «Αριστερό Βήμα για το διάλογο και την κοινή δράση» και γι’ αυτό τη στηρίζουμε ακριβώς γιατί συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση.
Εδώ θα πρέπει να ξεκαθαρίσουμε κάποια πράγματα. Η τοποθέτησή μας αυτή δεν έχει σχέση με την παραδοσιακή και γενικόλογη επίκληση της «ενότητας της Αριστεράς» που κατά καιρούς έρχεται στο προσκήνιο, έστω και εάν σεβόμαστε την αγωνία και την ευαισθησία του κόσμου της Αριστεράς που εκφράζει αυτή η επίκληση. Απλώς, έχουμε επίγνωση ότι ιστορικά η «ενότητα της Αριστεράς» όποτε μεταφράστηκε σε πολιτικό σχέδιο και κατεύθυνση σήμαινε δεξιές μετατοπίσεις και αυταπάτες. Αυτό για το οποίο μιλάμε αφορά δύο κρίσιμες αναγκαιότητες της περιόδου:
·Από τη μια την ανάγκη για την ευρύτερη δυνατή συσπείρωση δυνάμεων, κοινωνικών και πολιτικών, στο πλαίσιο του αγωνιστικού κοινωνικού μετώπου που απαιτείται για την ανατροπή των μέτρων του «Μνημονίου».
·Από την ανάγκη να υπάρχουν δίαυλοι επικοινωνίας, κοινής δράσης και πολιτικοθεωρητικού διαλόγου με ένα ευρύτερο αριστερό δυναμικό που μπορεί να παραμένει και εντός των ρεφορμιστικών πολιτικών σχεδίων.
Γνώμη μας είναι ότι είναι βαθιά λανθασμένη η αντίληψη ότι οποιαδήποτε συμμετοχή της αντικαπιταλιστικής αριστεράς ή αγωνιστών της μέσα σε διεργασίες κοινής δράσης και διαλόγου με άλλες ρεύματα της αριστεράς σημαίνει αυτόματη ηγεμόνευση από τα πολιτικά σχέδια του ρεφορμισμού. Μια τέτοια εκτίμηση είναι ηττοπαθής, παραβλέπει την υπαρκτή κρίση των ρεφορμιστικών προτάσεων υποτιμά την εμβέλεια της απήχησης που μπορεί να έχει μια ριζοσπαστική αντικαπιταλιστική κατεύθυνση. Εάν μια πολιτική γραμμή πατάει στην πραγματικότητα και δίνει διέξοδο, τότε δεν έχει να φοβηθεί τίποτε από την συνύπαρξη και την αντιπαράθεση με άλλες απόψεις. Αντίθετα, έχουμε τη γνώμη ότι σήμερα μια μάχιμη αντικαπιταλιστική κατεύθυνση μπορεί να έχει ευρύτερη απήχηση, να κερδίσει ανθρώπους, να τροφοδοτήσει και πολιτικοποιήσει ευρύτερες ανακατατάξεις μέσα στην Αριστερά.
Και εδώ βέβαια χρειάζεται κανείς να απαντήσει και ένα κρίσιμο ερώτημα: Εκτιμούμε ότι σήμερα οι αγωνιστές που αναζητούν μια αντικαπιταλιστική, μια επαναστατική στρατηγική, που αναφέρονται στον κομμουνισμό περιορίζονται σε όσους βρίσκονται στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ και σε όσες οργανώσεις της επαναστατικής αριστεράς δεν συμμετέχουν σε αυτή ή μήπως υπάρχουν και στο εσωτερικό των κομμάτων της ρεφορμιστικής αριστεράς; Εάν απαντήσουμε ότι ισχύει το δεύτερο ενδεχόμενο τότε πρέπει να αναζητήσουμε και τους τρόπους επικοινωνίας και επαφής με αυτούς. Γι’ αυτό προβληματικό στο χώρο της ριζοσπαστικής αριστεράς η αναγκαία οριοθέτηση απέναντι στη λογική της «Παναριστεράς» να μετασχηματίζεται σε αντανακλαστικό απέναντι στην κοινή δράση.
Τρίτος κρίσιμος κόμβος παραμένει για εμάς το ερώτημα της διαμόρφωσης ενός σύγχρονου κομμουνιστικού ρεύματος, της «κομμουνιστικής συνιστώσας» εκείνης που θα αποτελέσει το πολιτικό νεύρο μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς, κάτι που για εμάς περνάει και μέσα από την υπέρβαση του σημερινού κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής στρατηγικής. Θα είναι ακριβώς αυτή η διαμόρφωση ενός ευρύτερου κομμουνιστικού ρεύματος που θα δώσει τη δυνατότητα να δοθεί με καλύτερους όρους η μάχη για την ηγεμονία μέσα στις ευρύτερες διεργασίες ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Ακριβώς γιατί σήμερα η υπόθεση της αριστεράς δεν μπορεί να περιορίζεται στην απλή κινηματική μαχητικότητα ή ένα γενικόλογο αντικαπιταλισμό, αλλά απαιτεί τροφοδοσία με προγραμματικές οριοθετήσεις και αναμέτρηση με το ερώτημα του κοινωνικού μετασχηματισμού και της επαναστατικής στρατηγικής. Και θα είναι ακριβώς ένα τέτοιο βάθεμα της προγραμματικής συγκρότησης που θα επιτρέπει και την αποτελεσματικότερη και με μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση παρέμβαση και στη συνολικότερη συζήτηση μέσα στην αριστερά. Άλλωστε, σήμερα μέσα στην όλη διεργασία επανεμφάνισης στοιχείων ιδεολογικού ριζοσπαστισμού είναι κομβική πρόκληση η εκ νέου ηγεμονία μιας κομμουνιστικής αναφοράς.
Εκτός, όμως, από αυτούς τους κόμβους υπάρχει και το ερώτημα των πολιτικών μορφών και πρωτοβουλιών για την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής αριστεράς. Εδώ θέλουμε να πούμε ότι σήμερα διαφωνούμε με μια στρατηγική που θα υποστήριζε ότι σήμερα η συζήτηση για το πολιτικό υποκείμενο περιορίζεται μόνο στο δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ και των υπόλοιπων οργανώσεων της επαναστατικής αριστεράς και από εκεί πέρα απλώς μένει να συναντηθούμε μόνο με τις δυνητικά εξεγερμένες επαναστατημένες μάζες. Αυτή η στρατηγική, του περιορισμού απλώς σε έναν «επαναστατικό πόλο», θα παράβλεπε ότι ένα μέρος του δυναμικού του «κόμματος σε διάχυτη μορφή» βρίσκεται σήμερα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΚΚΕ. Επομένως, η διαδικασία της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς στην πλήρη της μορφή θα προϋποθέτει και συνολικότερες ανακατατάξεις, ρήξεις και αποδεσμεύσεις δυναμικού μέσα στην Αριστερά. Σε αυτό το πλαίσιο η ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ο πόλος της αντικαπιταλιστικής αριστεράς οφείλει να είναι το κέντρο μιας διεργασίας ευρύτερης. Προφανώς και άμεσο καθήκον παραμένει η συγκρότηση και κατοχύρωση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ ως διακριτού πολιτικού σημείου αναφοράς. Όμως, είναι ανάγκη, χωρίς βιασύνη, να δοκιμάσουμε να ανασημασιοδοτήσουμε την έννοια του «αριστερού μετώπου». Όχι από την σκοπιά της παραδοσιακής αντίληψης της «ενότητας της Αριστεράς», που ιστορικά οδήγησε σε δεξιές μετατοπίσεις, αλλά στο πλαίσιο μιας στρατηγικής ανασύνθεσης μιας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς. Και αυτό σημαίνει για εμάς την πολιτική κατεύθυνση για ένα Αριστερό μέτωπο σε αντικαπιταλιστική, αντι-ΕΕ, αντισυνδιαχειριστική κατεύθυνση με ισχυρή κομμουνιστική συνιστώσα και εν δυνάμει κομμουνιστική ηγεμονία. Πιστεύουμε δε ότι όσες δυνάμεις μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ μοιράζονται αυτές τις ανησυχίες πρέπει να αποφύγουν τις καθυστερήσεις και τις φοβικές αντιδράσεις και τολμηρά να προχωρήσουν. Η ΑΝΤΑΡΣΥΑ παραμένει το βασικό πεδίο για μάχιμες πρωτοβουλίες και η αυτοτέλειά της δεν διακυβεύεται. Πρέπει, όμως, και τολμηρά να αναλάβει την ευθύνη του της αναλογεί.
Αυτές οι κατευθύνσεις πρέπει να χρωματίσουν και τον πολιτικό σχεδιασμό μας για το επόμενο διάστημα:
Πρώτον, χρειάζεται η πραγματική συμβολή στο κίνημα για την ανατροπή του «Μνημονίου». Αυτό περνάει μέσα από μια σειρά κρίσιμα βήματα:
·Τη στήριξη και διεύρυνση του συντονισμού σωματείων
·Την προσπάθεια να υπάρξει κλιμάκωση σε κρίσιμους κλάδους που έχουν ακόμη τη συνδικαλιστική συγκρότηση για πραγματικό απεργιακό μπλακ-άουτ
·Την πολιτική προβολή εκείνου του πλαισίου στόχων που ορίζει σήμερα την πραγματική ρήξη με την κυρίαρχη πολιτική.
·Να αξιοποιήσουμε κάθε διεργασία για την κοινή δράση για να διευρύνουμε τη συσπείρωση αγωνιστικών δυνάμεων σε μια κατεύθυνση κλιμάκωσης και συντονισμού των κινητοποιήσεων.
·Τη συστηματική προσπάθεια, έτσι ώστε από το Σεπτέμβρη να υπάρχει και νεολαΐστικη συνιστώσα στο κίνημα. Τα μέτρα Διαμαντοπούλου και οι ρυθμίσεις για μειωμένη αμοιβή των νέων εργαζομένων, μαζί με την εκτίναξη στα ύψη της ανεργίας των νέων διαμορφώνουν ένα εκρηκτικό τοπίο και θα πρέπει να ρίξουμε τη γραμμή της πανεολαΐστικης εξέγερσης από το φθινόπωρο. Γνώμη μας είναι ότι ένα μαχητικό κίνημα νεολαίας από το φθινόπωρο μπορεί να είναι παράμετρος που θα μπορέσει να αλλάξει συνολικά το συσχετισμό δύναμης.
·Την αξιοποίηση όλων των άμεσων πρακτικών βημάτων που μπορούν να συμβάλουν: Να συμβάλουμε και μέσω του συντονισμού σωματείων στο να γίνει μια μεγάλη ενωτική αντικυβερνητική διαδήλωση στις 11/9 στη ΔΕΘ. Στο τριήμερο 14-16 Σεπτέμβρη, που θα έρθουν οι αξιολογητές του ΔΝΤ να πάρουμε πρωτοβουλία για μαζική μαχητική διαδήλωση. Να στηρίξουμε την πρόταση για μεγάλη πανευρωπαϊκή ημέρα απεργιακής δράσης στις 29 Σεπτέμβρη.
Δεύτερον, χρειάζεται να δούμε την πολιτική παρέμβαση στις επερχόμενες αυτοδιοικητικές εκλογές
·Είναι σημαντικό ότι η ΑΝΤΑΡΣΥΑ βγαίνει με πρόταση για τις αυτοδιοικητικές και όχι με λογική απλής ανακοίνωσης ψηφοδελτίου ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Για εμάς η λογική της πρότασης πρέπει να παλευτεί με επιθετικό τρόπο και προς ένα ευρύτερο ανένταχτο δυναμικό και προς άλλες τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς που πρέπει να πιεστούν να πάρουν θέση.
·Για εμάς τυχόν συμμετοχή σε επίπεδο περιφερειών σε αντικαπιταλιστικά ψηφοδέλτια, με τον τρόπο που τα ορίζει η πρόταση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, τάσεων της Ριζοσπαστικής Αριστεράς που σήμερα είναι στα όρια του ΣΥΡΙΖΑ, θα αποτελούσε σημαντική εξέλιξη και συμβολή σε ανακατατάξεις στην Αριστερά, ακόμη και εάν αυτές οι τάσεις τυπικά παρέμεναν στο ΣΥΡΙΖΑ. Θα έδειχνε την ηγεμονία μιας αντικαπιταλιστικής κατεύθυνσης και σίγουρα όχι δεξιά μετατόπιση.
·Είναι επίσης σημαντικό η πρωτοβουλία την παρέμβαση σε μεγάλους δήμους να μην ακολουθήσει την πεπατημένη της απλής εξαγγελίας ψηφοδελτίων, αλλά να συγκροτήσει πραγματικές δημοτικές κινήσεις με βάση και την εμπειρία και γείωση που υπάρχει από την παρέμβαση των τοπικών της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
·Η ύπαρξη ριζοσπαστικών δημοτικών κινήσεων με «πολιτική γεωμετρία» ευρύτερη από αυτή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι ένδειξη της δυναμικής που μπορεί να έχει μια αντικαπιταλιστική λογική. Γι’ αυτό και δεν υπάρχει κανένας λόγος να διακυβευτεί και να περάσει η αντίληψη ότι πρέπει σε όλα τα επίπεδα να παρεμβαίνουμε με μετωπικά σχήματα της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Τρίτον, χρειάζεται να υπάρξει το επόμενο διάστημα αποφασιστική παρέμβαση στο ζήτημα της ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς
·Να στηρίξουμε τα βήματα δημοκρατικής συγκρότησης της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, να επιταχύνουμε τα βήματα για το πρώτο πανελλαδικό σώμα αντιπροσώπων, να πάρουμε πρωτοβουλίες για πολιτικοθεωρητικό διάλογο μέσα στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
·Να στηρίξουμε τις διαδικασίες του Αριστερού Βήματος για το διάλογο και την κοινή δράση, και για να ενισχυθεί η κοινή δράση μέσα στο κίνημα και να υπάρξει παρέμβαση στην όλη συζήτηση στην Αριστερά και να δοκιμαστεί εκεί η απήχηση μιας αντικαπιταλιστικής λογικής.
·Να πάρουμε πρωτοβουλία για να ανοίξει η συζήτηση για το «κομμουνιστικό ρεύμα» και την υπέρβαση του κατακερματισμού των δυνάμεων που αναφέρονται στην επαναστατική ανανέωση της κομμουνιστικής προοπτικής.