Η ήττα του Ιούλη του 2015 με τη μνημονιακή στροφή του ΣΥΡΙΖΑ ήταν μία καταλυτική στιγμή και οδήγησε σε μία αλλαγή φάσης στη χώρα μας και στο λαϊκό κίνημά της. Το βάθος της δεν έγινε άμεσα κατανοητό από το σύνολο των δυνάμεων της κοινωνικής και πολιτικής αριστεράς και του ανταγωνιστικού κινήματος. Ορίζει όμως μία νέα εποχή πλέον και για αυτό αναλογούν νέα καθήκοντα τόσο σε επίπεδο κινήματος όσο και για την πολιτική αριστερά και ακόμα περισσότερο την κομμουνιστική αριστερά. Πρώτα από όλα, το καθήκον της αυτοκριτικής αποτίμησης και ενός στρατηγικού στοχασμού σε σχέση με τα ελλείμματά της στη δεκαετία της κρίσης. Ελλείμματα στην κοινωνική απεύθυνση και γείωση, στον πολιτικό-προγραμματικό λόγο, στις πολιτικοϊδεολογικές αναλύσεις, στα οργανωτικά μοντέλα. Η νέα εποχή όμως ορίζει και άμεσα καθήκοντα σε σχέση με την κοινωνική και πολιτική απεύθυνση και διάταξη των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς.
Βρισκόμαστε σε μία περίοδο που ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποιεί την εφαρμογή των μνημονίων και της λιτότητας για να προβάλλει ως η πλέον αξιόπιστη πολιτική λύση για την εγχώρια αστική τάξη και τους δανειστές. Ταυτόχρονα, με τις επιλογές του στην εξωτερική πολιτική επιχειρεί να δείξει ότι αποτελεί τον πλέον πειθήνιο και αξιόπιστο συνομιλητή των αμερικανονατοϊκών κέντρων. Εντάσσει αυτές τις κινήσεις του σε μία ευρύτερη προσπάθειά του μετά τον Ιούλη του 2015 να επανανοηματοδοτήσει το δίπολο «αριστερά»-«δεξιά» αποφορτίζοντάς το όσο γίνεται από οποιαδήποτε σχέση με τα ζητήματα των μνημονίων, της λιτότητας, της ρήξης με τους δανειστές και το ευρωσύστημα. Όπου «αριστερά» θα είναι πλέον μια σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση, που καταργεί το «κοινωνικό κράτος» διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για να μην υπάρχει εξαθλίωση και δίνει έμφαση σε κάποια τυπικά αστικά ατομικά δικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων. Και δεξιά θα είναι ένα μείγμα ακραίου νεοφιλελευθερισμού και σκληρού νεοσυντηρητισμού με εθνικιστικά χαρακτηριστικά. Και τελικά το κοινωνικό-ταξικό ζήτημα, η μνημονιακή επιτροπεία και η ανάγκη ρήξης με τις αστικές πολιτικές και τις διεθνείς ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και ολοκληρώσεις θα παραμένουν στο απυρόβλητο θεωρούμενα ως αναμφισβήτητα στοιχεία του αποδεκτού πλαισίου πολιτικής.
Η σημερινή κοινωνική και πολιτική Αριστερά πρέπει αποφασιστικά να οριοθετείται από αυτό το δίπολο της αστικής πολιτικής που αναπτύσσεται τόσο εγχώρια όσο και διεθνώς. Όσες δυνάμεις, ακόμα και του πρόσφατου αντιμνημονιακού κινήματος, δεν το κάνουν αυτό θα βρεθούν να παλεύουν κάτω από ξένες σημαίες αστικών ρευμάτων και επιλογών σε καιρούς που προβάλλει ως επιτακτικό καθήκον να σηκωθεί ξανά η σημαία της αριστεράς των αντιιμπεριαλιστικών και αντικαπιταλιστικών ρήξεων και του κοινωνικού μετασχηματισμού. Πόσο μάλλον στη χώρα μας, που μετά την περίοδο 2010-15 και την ήττα του Ιούλη του 2015 η σημαία που σηκώθηκε με την ορμητική ανάπτυξη του λαϊκού αντιμνημονιακού κινήματος και της ριζοσπαστικής Αριστεράς δείχνει πεσμένη μαζί με το ηθικό πολλών αγωνιστών και αγωνιστριών, αλλά και ευρύτερου λαϊκού δυναμικού, που έδωσε τη μάχη για έναν άλλον δρόμο για την ελληνική κοινωνία κόντρα σε μνημόνια, λιτότητα και ευρωμονόδρομους. Από εκεί πρέπει να ξαναρχίσουμε με όρους μαζικής και ενωτικής ριζοσπαστικής πολιτικής, με επιμονή στην ανασυγκρότηση κινηματικών αντιστάσεων και συνειδητές προσπάθειες για την αναγκαία ανασύνθεση μιας νέας ριζοσπαστικής αριστεράς. Πλέον δεν είμαστε στην περίοδο προ του Ιούλη του 2015, όπου υπήρχε μαζικό και συγκροτημένο αντιμνημονιακό κοινωνικό μπλοκ και το ζήτημα είναι η πολιτική εκπροσώπησή του. Υπάρχουν κομμάτια αυτού του κοινωνικοπολιτικού μπλοκ, αλλά είναι πλέον διασκορπισμένα στο έδαφος της κινηματικής υποχώρησης μετά τον Ιούλη του 2015. Και είναι στοιχείο κοινωνικής και πολιτικής επιλογής το πού απευθύνεσαι προνομιακά και από πού θα ξαναρχίσεις την πορεία για μια εκ νέου συγκρότηση ενός ευρύτερου κοινωνικοπολιτικού μπλοκ για την ανατροπή της μνημονιακής επιτροπείας και των ευρωμονόδρομων. Μαθαίνοντας και από την εμπειρία της ήττας και ό,τι αυτή συνεπάγεται σε επίπεδο πολιτικών συμπερασμάτων, επιλογών και προγραμματικών αναγκών.
Για αυτούς τους λόγους, σε αυτή τη συγκυρία η ριζοσπαστική Αριστερά απευθύνεται πρωτίστως στον κόσμο της εργασίας, τους εργαζόμενους/ες και τους ανέργους/ες, τη νεολαία, τους αυτοαπασχολούμενους αγρότες και επαγγελματίες, τους πληττόμενους συνταξιούχους, τους μετανάστες και πρόσφυγες, τα LGBTQ άτομα. Απευθύνεται προνομιακά σε αυτό τον κόσμο με το ριζοσπαστικό πρόγραμμά της και προσπαθεί να οργανώσει τις αντιστάσεις του και τις μάχες ενάντια στα μνημόνια, τη λιτότητα, την επιτροπεία, τον ιμπεριαλισμό, τον πόλεμο, το ρατσισμό και το φασισμό. Απευθύνεται διαφυλάσσοντας και διατηρώντας ακέραιο τον πολιτικό, ηθικό και αξιακό πυρήνα της Αριστεράς. Με ταξικά πατριωτικό και διεθνιστικό λόγο, με πλήρη οριοθέτηση και εναντίωση με τις λογικές, τις πρακτικές και τους φορείς της δεξιάς και ακροδεξιάς, τον εθνικισμό και την πατριδοκαπηλία.
Πρέπει να είναι καθαρό, λοιπόν, ότι δεν υπάρχει κανένα περιθώριο για τυχοδιωκτικές λογικές απεύθυνσης σε θολά νερά κάποιου υποτιθέμενου «πατριωτικού» χώρου που δεν ανήκει ήδη στην δεξιά. Με τρόπο και λόγο που ελάχιστη σχέση έχει με την παράδοση του αριστερού και κομμουνιστικού κινήματος για την υπεράσπιση της εθνικής και λαϊκής ανεξαρτησίας και την γνήσια αντιμπεριαλιστική πάλη. Πολύ περισσότερο δεν νοούνται συνομιλίες με φορείς μισαλλόδοξων, πόσο μάλλον εθνικιστικών, απόψεων και συμμετοχή σε αντίστοιχες εκπομπές. Τέλος, δεν νοείται «ηγεσία» που αυτονομείται από τη συλλογικότητα και τις ειλημμένες πολιτικές αποφάσεις της. Υπό αυτό το πρίσμα, η παρουσία του γραμματέα της Λαϊκής Ενότητας Παναγιώτη Λαφαζάνη στην εκπομπή «Σπαρτιάτες» της διαδικτυακής τηλεόρασης «Επανελλήνισις» την Παρασκευή 2/11 είναι απαράδεκτη και αποτελεί εξαιρετικά μεγάλο πολιτικό ολίσθημα. Δεν χωρά οποιαδήποτε δικαιολόγηση και απαιτείται έμπρακτη οριοθέτηση και αντίστοιχα μέτρα αποκατάστασης τόσο του αναγκαίου λόγου και πρακτικών μίας σύγχρονης ριζοσπαστικής αριστεράς όσο και της πληγωμένης συλλογικότητας.