α. Ο ιστορικός επικαθορισμός του Οκτώβρη
Ο κόκκινος Οκτώβρης δεν υπήρξε μόνο η έμπρακτη απόδειξη ότι οι εκτιμήσεις των κλασικών του μαρξισμού και τα όνειρα των κομμουνάρων του Παρισιού για μια νέα εποχή επαναστάσεων που επρόκειτο να ανατείλει ήταν κάθε άλλο από θεωρητικές ή υπεραριστερές φαντασιοκοπίες. Υπήρξε και η συμπύκνωση πλήθους στοιχείων πολιτικού μοντερνισμού που παρουσιάστηκαν στη Ρωσία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, καθώς, και το αποτέλεσμα της κλιμάκωσης μιας εντελώς πρωτότυπης επαναστατικής τακτικής, μιας μοναδικής επαναστατικής ακολουθίας.
Περισσότερο, όμως, ακόμη υπήρξε το αποτέλεσμα ενός «κατάλληλου» συνδυασμού ανάμεσα στα παραπάνω: του συνδυασμού ανάμεσα σε μια εξαιρετικά πρωτότυπη σύζευξη ιστορικών περιστάσεων, μια κατ’ εξαίρεση κατάσταση, όπως θα την αποκαλέσει ο Αλτουσέρ, σε κάποιες από τις πιο σημαντικές σελίδες που θα γράψει ποτέ, όταν χάριν της θεωρητικής υποστήριξης της έννοιας του επικαθορισμού, θα μιλήσει για την «ενότητα ρήξης» στην οποία συγχωνεύτηκαν οι ιστορικές περιστάσεις κατά την έκρηξη του Οκτώβρη, αφενός, και στην ιδιαίτερη παρέμβαση του υποκειμενικού παράγοντα, αφετέρου.
Πρόκειται για τις περιστάσεις που ορίζονται από τον συνδυασμό ανάμεσα στην ογκούμενη δυσαρέσκεια για την πολεμική εμπλοκή της τσαρικής Ρωσίας, την επισιτιστική κρίση και εξαθλίωση των ρωσικών εργατικών και αγροτικών μαζών, αλλά και την αποτυχία της αγροτικής μεταρρύθμισης του 1861. Αυτός ήταν ο ιστορικός επικαθορισμός που συμπύκνωσε το περίφημο «Γη - ψωμί – ειρήνη», επικαθορισμός που οι Μπολσεβίκοι και ο Λένιν, κατάφεραν να αναγνωρίσουν και να εκμεταλλευτούν, μόνο γιατί από τις αρχές του 20ου αιώνα είχαν συμβάλει -ασφαλώς, όχι αποκλειστικά εκείνοι- στην κλιμάκωση της ταξικής πάλης στη Ρωσία: στην ανάδυση τρόπων και όρων οργάνωσης και θέσμισης του κοινωνικού εκείνου μπλοκ δυνάμεων, που θα αποτελέσει αργότερα το μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων της επανάστασης. Και, ταυτόχρονα, πρόκειται για την εκδίπλωση μιας ευφυούς όσο επίπονης επαναστατικής τακτικής, επίκεντρο της οποίας ήταν η επιμονή στην επαναστατική ρήξη και τη διεκδίκηση της εξουσίας, ειδικά στους μήνες που μεσολάβησαν από τον Απρίλη στον Οκτώβρη, όταν και υπό το καθεστώς της ανοχής της προσωρινής κυβέρνησης από τα Σοβιέτ, αυτή η επιμονή έδειχνε να δοκιμάζεται αποφασιστικά και να απομονώνει του Μπολσεβίκους, αν όχι τον ίδιο τον Λένιν στο εσωτερικό τους.
Με τους όρους του Μακιαβέλλι, εκ των πατέρων της επιστημονικής θεώρησης του πολιτικού, η Οκτωβριανή επανάσταση υπήρξε το αποτέλεσμα ενός μοναδικού συνδυασμού ανάμεσα στην τύχη του ηγεμόνα και την ικανότητά του.
Και με την έννοια αυτή, είναι που ο Οκτώβρης, υπήρξε μια καλά ριζωμένη στις αντιθέσεις της ρωσικής κοινωνίας επαναστατική ρήξη. Πρόκειται ασφαλώς, για μια θεώρηση ανυπόφορη για τους διανοούμενους και λοιπούς επιφανείς εκπροσώπους των κυρίαρχων τάξεων, που επιχειρούν εδώ και 100 χρόνια να αμαυρώσουν το ιστορικό, αλλά κυρίως το πολιτικό αποτύπωμα του Οκτώβρη εξαπολύοντας την γνωστή ρητορική περί πραξικοπήματος.
β.Προϋποθέσεις μιας επιστροφής
Όμως, σήμερα, δεν προσεγγίζουμε τον Οκτώβρη από την σκοπιά κάποιου φιλολογικού, ιστορικού, επιστημονικού ή άλλου πάθους· τον προσεγγίζουμε από την σκοπιά του μέλλοντός του. Από την σκοπιά της σημασίας και της χρησιμότητάς του για τους δικούς μας σκοπούς, αυτούς των αναγκών ανασύνθεσης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Με την έννοια αυτή, η επιστροφή μας στον Οκτώβρη σήμερα δεν μπορεί να είναι αποθεωτική: μια επιστροφή υπό την αίσθηση του δέους για ένα ανεπανάληπτο ιστορικό συμβάν, που μπορεί κατ’ εξοχήν να μας καθηλώσει στην εξέτασή του από την απόσταση των εντυπώσεων και των στερεοτύπων για αυτό, παρά από την σκοπιά της μελέτης και της κινητοποίησης.
Και, πολύ περισσότερο, η επιστροφή στον Οκτώβρη σήμερα δεν μπορεί να είναι μιμητική: υπάρχει λόγος για τον οποίον «οι κοινωνικές επαναστάσεις δεν αντλούν την ποίησή τους από το παρελθόν, αλλά μονάχα από το μέλλον», όπως μας προειδοποιούσε ο Μαρξ στην Μπρυμαίρ. Είναι ο ίδιος λόγος που κατανοούσε πολύ καλά ο Λένιν και οι Μπολσεβίκοι, όταν επιχειρούσαν να σκεφτούν για τη δική τους εποχή και τις ανάγκες της, αντί να επιχειρούν απλώς να αντιγράψουν το υπόδειγμα της Κομμούνας - ένα υπόδειγμα άλλωστε που ήταν με τη σειρά του ιστορικά πρωτότυπο σε τέτοιον βαθμό, που οδήγησε τον ίδιο τον Μαρξ να επιστρέψει στο κείμενο του Μανιφέστου, που είχε γραφτεί μέσα στις ιστορικές συνθήκες που γέννησαν τις επαναστάσεις του 1848, για να το «διορθώσει», ενσωματώνοντας θεωρητικά και πολιτικά στο κείμενό του τη νέα κοινωνικοπολιτική αυτή μορφή. Πρόκειται για το γεγονός ότι η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, ότι η ιστορική εξέλιξη γεννά νέες κοινωνικές μορφές και ότι οι συνθήκες μέσα στις οποίες καλούνται τα επαναστατικά κινήματα να δράσουν είναι πάντοτε, δομικά, πρωτότυπες. Ως εκ τούτου, ο Οκτώβρης σήμερα δεν μπορεί να είναι για εμάς μια εικόνα καθ’ ομοίωση της οποίας θα πρέπει να οργανωθούμε. Δεν μπορεί να είναι ένα εικόνισμα στην μνήμη του οποίου θα αναμένουμε αέναα τις περιστάσεις να αποκτήσουν παρόμοια μορφή και σύμπλεξη. Ο επόμενος Οκτώβρης θα μπορεί να είναι τέτοιος, μόνο με το κόστος κάποιας αυθάδειας στον προηγούμενο.
Όλα τα παραπάνω δεν λέγονται για να αιτιολογήσουν κάποια δήθεν εκ των περιστάσεων αναγκαστική στροφή στον «πολιτικό ρεαλισμό», που ως τέτοια δεν συνιστά τίποτα διαφορετικό από μείζον αποτέλεσμα της κυρίαρχης, αστικής, ιδεολογίας πάνω στην αριστερά. Ούτε, φυσικά, στοχεύουν να δικαιολογήσουν κάποιον πολιτικό αναχωρητισμό, μια ιδιώτευση αντλημένη έστω από τις πραγματικά δύσκολες συνθήκες που έχει να αντιμετωπίσει κάθε άνθρωπος, κίνημα, ή πολιτική οργάνωση που επιμένει σήμερα στην ανάγκη επαναστατικών ρήξεων και ανατροπών ώστε να οδηγηθούμε στη δυνατότητα διαμόρφωσης μιας ριζικά διαφορετικής κοινωνικής πορείας.
Ο ίδιος Οκτώβρης δεν μπορεί να επαναληφθεί σήμερα, αλλά ο Οκτώβρης του 1917, η επαναστατική στρατηγική των μπολσεβίκων, οι πολιτικοί και κοινωνικοί νεωτερισμοί της περιόδου εκείνης, έχουν πάρα πολλά να μας μάθουν για σήμερα, για το κίνημά μας. Από τον κόκκινο Οκτώβρη μπορεί να μην μπορούμε να αντλήσουμε ένα παράδειγμα προς αντιγραφή, αλλά μπορούμε να αντλήσουμε στρατηγικές αρχές, όχι βεβαιότητες ή λεπτομέρειες προς αναβίωση, αλλά αρχές πολιτικής πρακτικής για την ανασύνθεση μιας σύγχρονης, επαναστατικής στρατηγικής.
Μιας στρατηγικής που θα εκφεύγει από το όριο ενός αριστερίστικου βερμπαλιστικού αναχωρητισμού, όσο όμως και από το όριο ενός μαχητικού ρεφορμισμού, φυσιογνωμίες και γραμμές που και οι δύο εκχωρούν το στρατηγικό πεδίο της αντιπαράθεσης στον αντίπαλο, διατηρώντας απλώς κάποιου τύπου -την ιδεολογική στη μια περίπτωση, και την πολιτική στην άλλη- ανεξαρτησία από αυτό. Και πολύ περισσότερο, φυσικά, θα εκφεύγει από τα όρια μιας απολογητικής αστικής «φιλολαΐκης» στρατηγικής, η οποία δεν διατηρεί κανενός είδους, έστω και αμυντικού τύπου ανεξαρτησία από το κράτος, αλλά εξυπηρετεί θετικά τις κεντρικές του λειτουργίες και φροντίζει για την εξασφάλιση της πολιτικής, οικονομικής και ιδεολογικής του συνέχειας και ομαλότητας.
γ. Αρχές στρατηγικής
Ποιο είναι λοιπόν το «μήνυμα στο μπουκάλι» που έστειλε ο Οκτώβρης στο μέλλον; Ποιες είναι αυτές οι περίφημες στρατηγικές αρχές τις οποίες μπορούμε σήμερα να αντλήσουμε από πρακτικές, στόχους, επιτυχίες και αποτυχίες μιας περιόδου τόσο διαφορετικής από τη σημερινή;
Όσο κι αν οι πιεστικές συνθήκες και η πολύ κακή κατάσταση του υποκειμενικού παράγοντα μπορεί να εμφανίζουν κάθε τέτοια επιμονή ως εφηβικό πολιτικό ρομαντισμό ή ματαιοπονία, στην πραγματικότητα, το πιο ηχηρό μήνυμα του Οκτώβρη παραμένει το ίδιο το συμβάν του. Σήμερα, όσο κι αν οι επιφανείς αστοί ιδεολόγοι προσπαθούν να εξαγγείλουν το τέλος της, κι όσο κι αν το δικό μας στρατόπεδο υποφέρει από στρατηγικές αδυναμίες, αυταπάτες και διαψεύσεις, η εποχή που διάνοιξε η Οκτωβριανή επανάσταση, εκείνη των σύγχρονων προλεταριακών επαναστάσεων, ή με μια πιο σημερινή γλώσσα, των επαναστάσεων με επίκεντρο τα συμφέροντα και τις επιδιώξεις των σύγχρονων εργατικών στρωμάτων, κάθε άλλο παρά έχει κλείσει. Άλλωστε, όσο παντοδύναμος και να φαντάζει ο σύγχρονος καπιταλισμός, μια ματιά στην πρόσφατη ιστορία του, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, επιβεβαιώνει ότι οι απόπειρες αμφισβήτησής του κάθε άλλο παρά έχουν αραιώσει.
Και αυτό σημαίνει ότι το πρώτο και βασικό σημείο που σήμερα οφείλουμε να κρατήσουμε ως στρατηγική αρχή από τον Οκτώβρη είναι η ιδεολογική, αλλά πολύ περισσότερο, πολιτική επιμονή στη σημασία της επαναστατικής ρήξης. Όχι από κάποια «υπεραριστερή» ιδεολογική ευαισθησία, αλλά γιατί πρέπει να αναγνωρίσουμε ότι τα στρατηγικά συμφέροντα των κοινωνικών τάξεων, τμήμα των οποίων είμαστε, και τις οποίες θέλουμε να εκπροσωπήσουμε, τα συμφέροντα των υποτελών τάξεων με επίκεντρο τη σύγχρονη εργατική τάξη, δεν μπορούν ποτέ να υλοποιηθούν στο εσωτερικό του αστικού κρατικού μηχανισμού, ο οποίος συμπυκνώνει, εκπροσωπεί και προωθεί τα συμφέροντα των κυρίαρχων κοινωνικών τάξεων.
Και με την έννοια αυτή, ο Οκτώβρης μας μαθαίνει ότι ανεξάρτητα από τη μορφή και τους τρόπους που μπορεί αυτή να πάρει -μορφή και τρόποι πολύ μακριά από αυτό που πολλές φορές συνιστά το φαντασιακό της αριστεράς- η αναμέτρηση με το ερώτημα της «καταστροφής του αστικού κρατικού μηχανισμού» δεν είναι μια θεωρητικολογία, αλλά μια πολιτική ανάγκη, μια στρατηγική αρχή συνυφασμένη άρρηκτα με κάθε απόπειρα που επιδιώκει να είναι κάτι πέρα από μια αναμόχλευση και διαχείριση του υπάρχοντος και των συμφερόντων που αυτό συμπυκνώνει.
Κι αν αυτή η αναμέτρηση δεν μπορεί συμβεί με όρους μιας καλά σχεδιασμένης, τακτοποιημένης, και «καθαρής» εφόρμησης στο κέντρο της εξουσίας του αντιπάλου, με τους όρους μιας αποκαλυπτικής επαναστατικής «στιγμής», όπως τείνει, στοιχειωμένη από τις εικόνες του Οκτώβρη του Αϊζενστάιν (που με τη σειρά τους αποτέλεσαν μόνο μια συμβολική αποτύπωση της επαναστατικής τακτικής των Μπολσεβίκων, εμπνευσμένη όχι καθαυτά από τα γεγονότα της 25ης Οκτωβρίου 1917, αλλά από την αναπαράσταση τους στην τρίτη επέτειό της, το 1920) να φαντάζεται την επανάσταση η αριστερά, αυτό δεν σημαίνει ότι η ανάπτυξη μιας σύγχρονης επαναστατικής διαδικασίας θα αποφύγει να πάρει τον χαρακτήρα μιας ανοιχτής, βίαιης, κλιμάκωσης· ενός λυσσαλέου πολιτικού ανταγωνισμού στον οποίο θα πρέπει να υπερισχύσει.
Δεν σημαίνει, δηλαδή, ότι οποιαδήποτε σύγχρονη επαναστατική απόπειρα, όσο υπερτροφικό και διευρυμένο μπορεί να είναι το αστικό κράτος σήμερα, μπορεί να υλοποιηθεί είτε μέσω μιας μακράς πορείας μέσα στους θεσμούς του, όπως πιθανώς να την προτιμούσε ο Πουλαντζάς και ο «δημοκρατικός δρόμος προς τον σοσιαλισμό» που εισηγήθηκε· και, ταυτόχρονα, δεν σημαίνει ότι οποιοδήποτε κίνημα μπορεί να είναι επαναστατικό αν, για να μιλήσουμε με γκραμσιανούς όρους, περιοριστεί αποκλειστικά στην όψη της επαναστατικής διαλεκτικής που αφορά τον πόλεμο θέσεων, την οικοδόμηση του δικού του «στρατοπέδου», απορρίπτοντας αυτή του πολέμου κινήσεων, τη διεκδίκηση της εξουσίας και τη βέβαιη ανοιχτή αναμέτρηση των ανταγωνιστικών κοινωνικών μπλοκ, που αναγκαστικά θα έρθει στο προσκήνιο, στον βαθμό που ένα τέτοιο κίνημα υιοθετεί υλικές ανταγωνιστικές στρατηγικές επιδιώξεις.
Το παραπάνω, μας φέρνει με τη σειρά του μπροστά σε δύο από τις κεντρικότερες παρακαταθήκες του Οκτώβρη.
Η πρώτη είναι ακριβώς ότι, σε αντίθεση με ό,τι τείνει να πιστεύει η αριστερά για τον Οκτώβρη, πως συμπυκνώνεται κατ’ εξοχήν σε μια στιγμή, την στιγμή της κατάληψης των χειμερινών ανακτόρων, ο Οκτώβρης είναι το αποτέλεσμα μιας μακράς επαναστατικής διαδικασίας, μιας διαδικασίας οικοδόμησης της ηγεμονίας που δεν ταυτίζεται με την τακτική της, αλλά έχει ως αφετηρία και επίκεντρο την οικοδόμηση θεσμών (αντι)εξουσίας των υποτελών τάξεων: τα σοβιέτ. Μια πρωτότυπη μορφή που συμπύκνωνε ταυτόχρονα την ανάταση της ταξικής πάλης στη Ρωσία στις αρχές του προηγούμενου αιώνα, ανάταση που είχε ήδη εκδηλωθεί στην αποτυχημένη και πνιγμένη στο αίμα εξεγερσιακή επαναστατική απόπειρα του 1905, αφήνοντας παρακαταθήκη αυτές τις ανώτερες μορφές κοινωνικοπολιτικής συγκρότησης που αποτέλεσαν ταυτόχρονα και μορφές, τόπους, συνάντησης των διαφορετικών κοινωνικών τάξεων και μερίδων των υποτελών τάξεων που θα έμελλε να αποτελέσουν το κοινωνικό μπλοκ της επανάστασης του ’17.
Με την έννοια αυτή, είναι που έχει νόημα να κρατήσουμε από τον Οκτώβρη την «κατάσταση» της δυαδικής εξουσίας, διευρύνοντας την έννοιά της: Μεταβαίνοντας από μια σύλληψή αποκλειστικά με όρους τακτικής, ως ενός σύντομου χρονικού διαστήματος όπου ο ταξικός ανταγωνισμός ανάμεσα σε δύο καλά σχηματισμένα και προσεκτικά διαχωρισμένα μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων κλιμακώνεται ενόψει μιας υποτιθέμενα «τελικής» ανοιχτής αναμέτρησης που θα κρίνει και την έκβαση της επανάστασης, σε μια σύλληψή της με όρους στρατηγικής. Μιλάμε για μια προσέγγιση της δυαδικής εξουσίας ως επίκεντρου της κομμουνιστικής στρατηγικής, ως οργανωτικής και πολιτικής της αρχής, ως διαρκούς απόπειρας οικοδόμησης του «στρατοπέδου» των υποτελών τάξεων, της οργάνωσης και συγκρότησής του, της διαμόρφωσης των θεσμών της ιδιαίτερης δικής του εξουσίας που θα διατηρούν την ανεξαρτησία τους από το αστικό κράτος, θα προαπεικονίζουν την ιδιαίτερη δική τους «κρατική - μη κρατική» λειτουργία, και θα μεταχειρίζονται την ιδιαίτερη τροπικότητα της δικής τους εξουσίας. Πρόκειται για μια προσέγγιση της δυαδικής εξουσίας ακριβώς ως στρατηγικής οικοδόμησης της ηγεμονίας, που εκτιμούμε άλλωστε ότι παραμένει πολύ περισσότερο πιστή στην ιστορική «αλήθεια» της ανάπτυξης της επαναστατικής ακολουθίας που οδήγησε στον Οκτώβρη, από ότι αυτή που έχει επικρατήσει να την χαρακτηρίζει.
Η δεύτερη κεντρική παρακαταθήκη του Οκτώβρη είναι ακριβώς η κεντρικότητα του ερωτήματος της εξουσίας. Το γεγονός ότι ένα επαναστατικό κίνημα δεν μπορεί να είναι πραγματικά επαναστατικό, να είναι πραγματική υλική δύναμη που να ανατρέπει την υπάρχουσα τάση των πραγμάτων, αν υλικό επίδικο και διακύβευμά της πάλης του δεν είναι η εκτόπιση, η ανατροπή της καθεστηκυίας τάξης και της εξουσίας της, και συνακόλουθα, η κατάληψη της εξουσίας από το ίδιο. Διαφορετικά, το στρατηγικό πεδίο, για να ξαναθυμηθούμε τον Πουλαντζά, μέσα στο οποίο εκδηλώνεται η πολιτική της επιδίωξη παραμένει αυτό του κράτους, γεγονός που μοιραία υπονομεύει την επιδίωξη αυτή, καθώς αναπαράγει την προτεραιότητα των συμφερόντων τα οποία ο κρατικός μηχανισμός της συμπυκνώνει, αυτά της κυρίαρχης, αστικής, τάξης. Και αυτό με τη σειρά του σημαίνει ότι χωρίς την ανάληψη αυτής της εξουσίας δεν μπορεί να εκκινήσει κανένας πραγματικός πολιτικός και κοινωνικός μετασχηματισμός, μιας και δεν διαφορετικά να ανακοπεί η συνέχεια αυτού του στρατηγικού πεδίου. Πρόκειται για μια μη ικανή βεβαίως, αλλά αναγκαία συνθήκη για τον οποιοδήποτε υλικό μετασχηματισμό των κοινωνικών σχέσεων παραγωγής.
Την ίδια στιγμή όμως που ο Οκτώβρης επιμένει ότι το ερώτημα της εξουσίας είναι καθοριστικό για οποιοδήποτε επαναστατικό κίνημα, την ίδια στιγμή υπογραμμίζει ότι οποιαδήποτε κατάληψή της, με οποιονδήποτε τρόπο και όρους, όχι απλώς δεν επαρκεί, αλλά δεν μπορεί να αποτελεί πάντα τμήμα μιας έστω ασταθούς και διακυβευόμενης αριστερής, επαναστατικής, στρατηγικής. Και αυτό, όχι απλώς γιατί η κατάληψη της εξουσίας δεν εξασφαλίζει τη θετική έκβαση της επαναστατικής διαδικασίας, παρά μόνο την αντιφατική της έναρξη. Αλλά πολύ περισσότερο γιατί η πιθανότητα να βρεθεί σήμερα στο τιμόνι του κρατικού μηχανισμού ένα κόμμα ή κίνημα με αναφορά στην αριστερά, χωρίς να συντρέχουν κρίσιμες προϋποθέσεις που να εντάσσουν τις πρακτικές και τις στοχεύσεις του, έστω δυνάμει, στην επικράτεια μιας άλλης στρατηγικής πορείας, μπορεί απλώς να το φέρει στην πιο βίαιη και ολοκληρωτική ενσωμάτωση. Αν λοιπόν μπορούμε σήμερα να συζητάμε για το ενδεχόμενο, σε οριακές στιγμές, η ανάληψη της διακυβέρνησης του αστικού κράτους να μπορεί υπό προϋποθέσεις και πάντα υπό διακύβευση να αποτελεί μέρος μιας τακτικής που να εγγράφεται σε μια στρατηγική επαναστατική, δεν μπορούμε αυτό να το κάνουμε εν μέσω κρίσιμων απουσιών: της απουσίας ακριβώς εκείνων των αυτόνομων θεσμών οργάνωσης των υποτελών στρωμάτων και του λαού· της απουσίας ενός προγράμματος ριζικών απαλλοτριώσεων και θεσμικών ανατροπών την επαύριον οποιασδήποτε κατάληψης της εξουσίας· την απουσία ενός ισχυρού κομμουνιστικού πολιτικού οργανισμού στον καθοδηγητικό πυρήνα αυτής της τακτικής· την απουσία οπτικής ριζικής και άμεσης αποδέσμευσης από ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς.
Η επαναστατική στρατηγική του Οκτώβρη μας αφήνει μια ακόμη σημαντική παρακαταθήκη, κεντρική άλλωστε στο πρόγραμμα και την σκέψη κάθε αντίστοιχου κινήματος έκτοτε, που υπογραμμίσαμε ήδη έμμεσα παραπάνω: Την ανάγκη συγκρότησης μιας ενιαίας πολιτικής οργάνωσης που να επιχειρεί να διαμορφώσει με όρους συλλογικούς, στηριγμένη στη συμμετοχή των στρωμάτων και των τάξεων που επιχειρεί να εκπροσωπήσει και επιχειρώντας μια ιδιαίτερη σύμπλεξη θεωρίας και πρακτικής, αλλά και τακτικής και στρατηγικής. Ενός συλλογικού οργανισμού που δεν θα μηρυκάζει, για να ξαναθυμηθούμε τον Αλτουσέρ, την κυρίαρχη ιδεολογία, υιοθετώντας θεωρητικά και πολιτικά σχήματα και όρους που εδραιώνουν την κυριαρχία του αστικού στρατοπέδου, αλλά θα συνιστά ένα «εργοστάσιο στρατηγικής», ένα εργαστήριο συλλογικού πειραματισμού, συλλογικής διανοητικότητας και επινοητικότητας στις απαντήσεις που θα επιχειρεί.
Τέλος, όσο κι αν συνηθίζεται σε συζητήσεις που επικεντρώνονται σε ζητήματα αποτίμησης μιας κεντρικής πολιτικής στρατηγικής, θα ήταν εξίσου στρατηγικό λάθος να παραλείψουμε το γεγονός ότι ο Οκτώβρης μας αφήνει ως παρακαταθήκη και την έκρηξη δημιουργικότητας των λαϊκών μαζών σε όλες τις εκφάνσεις της καθημερινής κοινωνικής ζωής: τη ριζοσπαστική κριτική της οικογένειας και την ανάδυση μιας διαφορετικής αρχιτεκτονικής, με επίκεντρο τη συλλογική καθημερινή ζωή και τις ανάγκες της, επιχειρώντας να αμφισβητήσουν έμπρακτα το υπόδειγμα της πυρηνικής οικογένειας στις πόλεις. Την απόπειρα ριζοσπαστικής φεμινιστικής κριτικής στις καθημερινές σχέσεις μεταξύ των φύλων, και την πολιτική οργάνωση των γυναικών. Τον οργασμό δημιουργικότητας στις τέχνες και τη θεωρία, παράλληλα με την εξαπόλυση ενός πλατιού κύματος λαϊκής επιμόρφωσης και ραγδαίας μείωσης του αναλφαβητισμού, μιας μαζικής «πολιτιστικής επανάστασης». Σημαίνει όλη αυτή η έκρηξη ότι οι κοινωνικές επαναστάσεις δεν συμβαίνουν στις κοινωνίες χωρίς αυτές να ανακαλύπτουν νέες ιδεολογικές, θεωρητικές και καλλιτεχνικές μορφές έκφρασης και δράσεις, ούτε χωρίς να τροποποιούνται οι όροι των καθημερινών κοινωνικών σχέσεων. Σημαίνει ότι δεν μπορεί μια πραγματική επαναστατική διαδικασία να αποτελεί μια ήσυχη περίοδο ανάθεσης και μη ενεργητικής συμμετοχής των λαϊκών μαζών, αν όντως επιδιώκει να είναι μια έμπρακτη ριζική κριτική της κοινωνίας και της πολιτικής.
δ. Μαθήματα από την τραγωδία του Οκτώβρη
Όμως, δυστυχώς, η Οκτωβριανή επανάσταση δεν έχει να μας διδάξει μόνο από το μεγαλείο της. Έχει πολλά να μας μάθει από την τραγωδία της, από τις ήττες και τις διαψεύσεις που ακολούθησαν την επικράτησή της, μέχρι την οδυνηρή της κατάληξη.
Και δεν αναφερόμαστε στο 1989, όπου η επί δεκαετίες ανάπτυξη ενός διαφορετικού από τα δυτικά, αλλά εφάμιλλου στους όρους, τις προτεραιότητες λειτουργίας και τις ανισότητες που αναπαρήγαγε, ιδιότυπου κρατικού καπιταλιστικού συστήματος εκμετάλλευσης και καταπίεσης, αντιμετώπισε μια οριακή κρίση αναπαραγωγής και κατέρρευσε. Κατέρρευσε, όχι φυσικά υπέρ μιας απόπειρας να έρθουν τα εργατικά και λαϊκά συμφέροντα ξανά στο προσκήνιο, αλλά υπέρ μιας ακόμη χειρότερης εκδοχής καπιταλισμού, αυτής του «ελεύθερου» καπιταλισμού δυτικού τύπου, για τα πρώην στελέχη του κομματικού και κρατικού απαράτ και νυν στελέχη των μεγαλύτερων ρωσικών μονοπωλιακών μερίδων του οποίου, η προηγούμενη περίοδος λειτούργησε ως μια ιδιότυπη, σύγχρονη, πρωταρχική συσσώρευση· πρωταρχική συσσώρευση χρήματος, μέσων παραγωγής και πολιτικής ισχύος που ενίσχυσε και τροφοδότησε σημαντικά το διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα επί σχεδόν τρεις δεκαετίες ως την κρίση του 2007.
Αναφερόμαστε, στις πραγματικές ήττες που αντιμετώπισε το επαναστατικό κίνημα του Οκτώβρη, αυτές που υπέστη τόσο από τις ιδιαίτερες δομικές ιδεολογικές και πολιτικές του αδυναμίες και τα λάθη του, όσο και από αυτά που έγιναν υπό την πίεση των περιστάσεων, αυτών που έκαναν τον Λένιν, τον πιο μεγάλο βολονταριστή του μπολσεβίκικου στρατοπέδου, που πάσχισε μέχρι την τελευταία στιγμή να πείσει τους Μπολσεβίκους ότι πρέπει να συμμετέχουν στα σοβιέτ και ότι αυτά πρέπει να αναλάβουν και τυπικά την εξουσία που ουσιαστικά κατείχαν μετά την πτώση του Τσάρου, το 1919 να προειδοποιεί ότι «η επανάστασή μας ξεκίνησε και έχει ξεκινήσει άσχημα». Και, επιπλέον, να επισημαίνει τις πιθανές στρατηγικές συνέπειες που θα είχε κατά την περίοδο του «πολεμικού κομμουνισμού», την περίοδο του εμφυλίου πολέμου με τους Λευκούς, υπό την πίεση της επισιτιστικής κρίσης και της προτεραιότητας η επανάσταση να επιβιώσει του πολέμου, ο διορισμός στα εργοστάσια ως διοικητών των πρώην διευθυντικών στελεχών της παραγωγής. Αλλά και την προσπάθειά του το 1920 να αναβιώσει τα συνδικάτα, τους θεσμούς αυτοτελούς συγκρότησης της εργατικής τάξης στο εργοστάσιο και τους χώρους δουλειάς, ακριβώς ως βαθμίδα εκπροσώπησης των αυτοτελών συμφερόντων των εργατών, και έμμεσης αποδοχής ότι το «σύστημα της δικτατορίας του προλεταριάτου» ως εκείνη την στιγμή δεν μπορούσε να εκπληρώσει τον κεντρικό αυτόν στόχο της επανάστασης.
Με την έννοια αυτή, είναι το μάθημα του Οκτώβρη που δεν περιορίζεται στο μεγαλείο του αυτό που ίσως είναι σήμερα ακόμη πιο σημαντικό για να προχωρήσει την πείρα του κομμουνιστικού κινήματος προς τα εμπρός. Ακριβώς επειδή κρίθηκε στον συνδυασμό ανάμεσα σε πιεστικές περιστάσεις και στρατηγικούς στόχους, τις απόπειρες ή όχι δομικού κοινωνικού μετασχηματισμού· στο αποφασιστικό ζήτημα που κατατρέχει, δηλαδή, κάθε επαναστατική απόπειρα: την σχέση της με την τακτική, την σχέση των στρατηγικών στόχων με την καθημερινή τους πάλη και εφαρμογή.
Η τραγωδία του Οκτώβρη, λοιπόν, μας μαθαίνει ότι η επικράτηση μιας λογικής οικονομικής αποτελεσματικότητας στο οικονομικό επίπεδο, στο βωμό της οποίας θυσιάζεται κάθε όψη μετασχηματισμού είναι ίσως ο πιο σύντομος δρόμος για την αποτυχία κάθε επαναστατικής απόπειρας. Όχι γιατί μπορεί κανείς να υποτιμήσει ή να μην θέσει σε προτεραιότητα τις πιεστικές ανάγκες που κάθε τέτοια διατάραξη της αναπαραγωγής ενός συστήματος θα σημάνει, αλλά γιατί δεν υπάρχει άλλος δρόμος από την καθημερινή πάλη, από την παράλληλη απάντηση τόσο στις έκτακτες ανάγκες όσο και σε αυτές της οικοδόμησης νέων βάσεων κοινωνικής ανάπτυξης και σχέσεων. Συνακόλουθα, ηττήθηκε μια λογική παραγωγισμού και οικονομισμού που δεν έπαψε να επιβιώνει στον ιδεολογικό πυρήνα των μπολσεβίκων, ακόμα και μετά την σταθεροποίηση της σοβιετικής εξουσίας. Και, ταυτόχρονα, η εκτίμηση πως η ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η αύξηση της παραγωγικότητας και ο μεγαλύτερος όγκος παραγωγής θα ήταν μια λύση περισσότερο αναγκαία από την επαναστατικοποίηση των παραγωγικών σχέσεων, τη ριζική αλλαγή των όρων λειτουργίας της παραγωγής και των σχέσεων εξουσίας που αναπαρήγαγε· λύση, που οι πιεστικές επισιτιστικές συνθήκες σε μια αχανή και αναλφάβητη ενδοχώρα απλώς επέτειναν.
Όμως, τα μαθήματα από την τραγωδία του Οκτώβρη, δεν περιορίζονται εδώ:
Γιατί την ίδια στιγμή που ο Οκτώβρης μας μαθαίνει ότι εξουσία των εργατικών - λαϊκών μαζών θα πρέπει να αναμετρηθεί με την υλικότητα του αιτήματος της καταστροφής του κρατικού μηχανισμού, την ίδια στιγμή, μας μαθαίνει ότι η προλεταριακή εξουσία, η εξουσία των εργατικών μαζών και των σύμμαχων στρωμάτων τους, δεν μπορεί να «υλοποιείται» σε ένα κράτος που θα συνιστά κατοπτρικό είδωλο του αστικού κράτους, αλλά αντιθέτως, ένα κράτος που -για να θυμηθούμε τον Μαρξ, τον Ένγκελς και τον Λένιν- θα είναι τείνει κάθε στιγμή να είναι ταυτόχρονα ένα μη κράτος: Ένα εντελώς ιδιαίτερο κράτος, αυτό που προσιδιάζει στην ιδιοτυπία της οικοδόμησης μιας εξουσίας με κέντρο τις υποτελείς τάξεις, και το οποίο θα τείνει στην απονέκρωσή του, καθώς ο σκοπός του δεν θα είναι η αναπαραγωγή της εξουσίας του, αλλά το σβήσιμό της, μαζί με την ταξική διαίρεση την οποία επιχειρεί να διαχειριστεί σε αυτή την μεταβατική περίοδο.
Και, την ίδια στιγμή, ο Οκτώβρης μας έμαθε πικρά ότι το κράτος δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κόμμα, αλλά και αντίστροφα: το κόμμα δεν μπορεί να ταυτίζεται με το κράτος. Αλλά, επίσης, και ότι το κόμμα δεν μπορεί να δομείται καθ’ εικόνα και ομοίωση του κράτους, διαφορετικά είναι καταδικασμένο να αναπαράγει ακριβώς τις σχέσεις, τις μορφές και τους θεσμούς που οφείλει από επαναστατική σκοπιά να ωθήσει προς την κατάργησή τους.
Μας έμαθε επίσης ότι η ανάγκη για αυτόνομους θεσμούς της εργατικής τάξης παραμένει ακόμη και μετά από μια επιτυχημένη κατάληψη της εξουσίας, ότι η ανάγκη αυτή είναι καταστατική για όλο το εύρος και τη διάρκεια οποιουδήποτε επαναστατικού εγχειρήματος, διαφορετικά η καπιταλιστικού τύπου ορθολογικότητα κάθε γραφειοκρατίας να αναπαράγει τον εαυτό της, θα δώσει για άλλη μια φορά αποτελέσματά της. Μας έμαθε, διαφορετικά, ότι η δυαδική εξουσία είναι μια αναγκαία, πρακτική κατάσταση στην οποία θα πρέπει κάθε στιγμή να βρισκόμαστε, τόσο πριν όσο και μετά την κατάληψη της εξουσίας.
Και, φυσικά, ο Οκτώβρης, όσο κι αν για έναν συντηρητικό «ορθόδοξο» μαρξισμό κάτι τέτοιο ίσως φαντάζει άνω ποταμών, μας έμαθε πολύ πριν τον Φουκώ, ότι η εξουσία δεν περιορίζεται στην κυριαρχική της εκδοχή· δεν συνίσταται απλώς σε ένα κράτος η κατάληψη του οποίου αρκεί για να οδηγήσει σε μια επιτυχή έκβαση της επαναστατικής διαδικασίας. Η εξουσία διατρέχει όλες τις βαθμίδες, όλες τις σχέσεις, και κάθε στιγμή του κοινωνικού σώματος και η μη προβληματοποίηση των σχέσεων εξουσίας μπορεί να αποτελέσει το αποφασιστικό σημείο που θα κρίνει την αρνητική τροπή των πραγμάτων. Ακριβώς γιατί όπως τόνιζε ο Λένιν, η επανάσταση είχε πάνω απ’ όλα να παλέψει με τη συνήθεια, δηλαδή με τον κληρονομημένο «τρόπο» και τις νόρμες της κοινωνικής λειτουργίας της παλιάς κοινωνίας, της οποίας αυτό παραμένει, ως το τέλος, και η μεγαλύτερη δύναμη· αυτή που είναι ικανή να αναπαράγει τις ταξικές διαιρέσεις και τις σχέσεις καταπίεσης, αλλάζοντας μόνο τους φορείς τους, ακόμη δηλαδή κι αν οι σχέσεις ιδιοκτησίας, νομής των μέσων παραγωγής, έχουν αλλάξει ριζικά.
Και με την έννοια αυτή, είναι που ο Οκτώβρης μας θυμίζει ότι δικτατορία του προλεταριάτου δεν είναι κυρίως μια περίοδος «οικοδόμησης» αλλά μετασχηματισμού, μια περίοδος όξυνσης αντιθέσεων, κοινωνικού πειραματισμού και απόπειρας ανατροπής των κοινωνικών σχέσεων που αναπαράγουν την ιεραρχία επί την κορυφή της οποίας μόνο έχει, προσωρινά, υπερισχύσει το επαναστατικό κίνημα με την κατάληψη της εξουσίας. Όπως θα το γράψει ο Λένιν: «Οι τάξεις παραμένουν, καθεμιά τους όμως αλλάζει στην περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου, αλλάζουν επίσης και οι σχέσεις τους. Η πάλη των τάξεων δεν εξαφανίζεται κάτω από τη δικτατορία του προλεταριάτου, απλώς παίρνει άλλες μορφές».
Και, τέλος, με την τραγωδία του ο Οκτώβρης μας μαθαίνει ότι πολιτική ανελευθερία δεν συνιστά πραγματική αντιμετώπιση των προκλήσεων, των αντιφάσεων και των ανταγωνισμών. Ίσως, ούτε καν αυτών ανάμεσα στον λαό και τους εχθρούς του, πόσο μάλλον αυτές που αναπτύσσονται, για να θυμηθούμε τον Μάο, στους κόλπους του λαού. Αν υπάρχουν τέτοιοι -και κατά την περίοδο της δικτατορίας του προλεταριάτου εξ ορισμού, όχι απλώς υπάρχουν αλλά οξύνονται- δεν παύουν να υπάρχουν ακόμη κι αν καταπιεστούν. Απλώς τότε βρίσκουν άλλες, νέες, μορφές έκφρασης και μετασχηματίζονται, μιας που συνιστούν εξαγόμενα υπαρκτών υλικών κοινωνικών σχέσεων. Με την έννοια αυτή, η Οκτωβριανή μας αφήνει ως παρακαταθήκη την ανάγκη για την οργάνωση μιας άλλης διαλεκτικής της όξυνσης αυτών των αντιθέσεων, μιας άλλης λειτουργίας του προλεταριακού «καταπιεστικού» μηχανισμού, όχι κατοπτρικής αυτής του αστικού μηχανισμού. Μιας διαλεκτικής ανοιχτής αντιπαράθεσης, έκφρασης και όχι απόκρυψης και καταπίεσης των αντιθέσεων. Και κάτι τέτοιο δεν μπορεί παρά να σημαίνει και μια διαφορετική αντιμετώπιση των οργανωμένων εκφράσεων στους πολιτικούς θεσμούς του προλεταριακού κράτους: μια επιλογή πολυκομματισμού αντί για την ταύτιση του επαναστατικού κόμματος με το κράτος, μέσω ενός μονοκομματικού συστήματος, που τείνει ακόμη κι αν δεν το διεκδικεί, να αποκτήσει μια διοικητική και όχι πολιτική σχέση με τις μάζες.
ε. Επερωτήσεις του Οκτώβρη για εμάς σήμερα
Όμως, σήμερα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε συνθήκες εξαιρετικά διαφορετικές σε σχέση με τις αρχές του προηγούμενου αιώνα. Και αυτό δεν αφορά απλώς την εξέλιξη των όρων οργάνωσης της παραγωγής, την ανάπτυξη των νέων τεχνολογιών, τους μετασχηματισμούς στα αντικείμενα εργασίας και το βάθεμα της εκμεταλλευτικής συνθήκης, ακόμα περισσότερο στο πλαίσιο της αστικής απάντησης στην καπιταλιστική κρίση. Οι διαφορετικές αυτές συνθήκες αφορούν ταυτόχρονα τις μεταλλαγές στην πολιτική και ιδεολογική σφαίρα και ιδιαίτερα τη διαμόρφωση ενός υπερδιογκωμένου κράτους, τόσο σε ό,τι αφορά τους ιδεολογικούς όσο και τους κατασταλτικούς του μηχανισμούς, που με τρόπο βαθύτερο από ποτέ εισέρχεται σε και οργανώνει τους όρους της καθημερινής ζωής και της εργασιακής (ή μη) πειθάρχησης των εργαζομένων, κατά κανόνα επιτυγχάνοντας την αποδιάρθρωση των αντίπαλων ταξικών οραμάτων και την σε τελική ανάλυση επιτυχή αναπαραγωγή των προτεραιοτήτων της καπιταλιστικής συσσώρευσης. Και την ίδια στιγμή, τόσο στη χώρα μας όσο και διεθνώς, έχουμε να αντιμετωπίσουμε την αδυναμία του υποκειμενικού παράγοντα, την υποχώρηση της στρατηγικής συζήτησης, την αποτυχία, μέχρι στιγμής, να υπάρχουν ξανά αποτελεσματικές μορφές πολιτικής συγκρότησης που να αμφισβητούν την εξουσία της αστικής τάξης.
Με αυτά τα δεδομένα, μιας τόσο διαφορετικής συγκυρίας από αυτής των αρχών του προηγούμενου αιώνα, ποια η σημασία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων, ακόμη κι αν τους αποδώσουμε στάτους στρατηγικών αρχών; Μπορούν, πέρα από μια ιδεολογική, να συμπυκνώνουν και μια άμεση πολιτική χρησιμότητα, ή οποιαδήποτε τέτοια περιορίζεται αποκλειστικά στον σημερινό «ορίζοντα γεγονότων» της ταξικής πάλης, και άρα στα άμεσα καθήκοντα αντίστασης και ανασυγκρότησης που ταυτόχρονα σηματοδοτούν, δηλαδή, αντικειμενικά, στην παραμονή μέσα στο στρατηγικό πεδίο του αντιπάλου;
Φυσικά, η απάντηση, οσοδήποτε ασαφής και αντιφατική αν είναι, δεν θα μπορούσε να είναι θετική. Όχι από την σκοπιά κάποιου ιδεολογίζοντος αριστερισμού, που επιχειρεί να υπεραναπληρώσει τις θέσεις που χάνει στον ταξικό συσχετισμό με απογειωμένες αναλύσεις μιας άλλης εποχής. Δεν θα μπορούσε να έχει αρνητική απάντηση πρωτίστως από την σκοπιά της ταξικής πολιτικής επιλογής που μοιραζόμαστε: αυτής της εκπροσώπησης των συμφερόντων των υποτελών τάξεων, οργανικό τμήμα των οποίων αποτελούμε. Και έπειτα, λόγω του γεγονός ότι ένας τέτοιος περιορισμός απλώς θα σηματοδοτούσε μια τακτική ακέφαλη από στρατηγική, καταδικασμένη να μηρυκάζει την κυρίαρχη ιδεολογία και να συνιστά απολογητική του αναπόφευκτου της υπάρχουσας τάξης πραγμάτων.
Αν θέλαμε λοιπόν, σήμερα, να κρατήσουμε την αναφορά μας στις αρχές του Οκτώβρη, επιχειρώντας να επικαιροποιήσουμε ό,τι μας κληροδοτούν, θα έπρεπε κατά την άποψή μας να αναρωτηθούμε τα ακόλουθα:
Ποια μορφή μπορεί να πάρει η επαναστατική ρήξη σήμερα; Πώς μπορούμε σήμερα να αντιμετωπίσουμε το αστικό κράτος, αυτό το υπερτροφικό θηρίο με την πλειάδα μηχανισμών καταστολής και πειθάρχησης, και μάλιστα προληπτικής;
Τι σημαίνει σήμερα «διάλυση του αστικού κρατικού μηχανισμού»; Ποια μπορεί να είναι η μορφή που θα πάρει η, βίαιη, αντίδραση του αντιπάλου όταν διακυβευθούν όχι απλώς τα άμεσα οικονομικά, αλλά τα στρατηγικά πολιτικά του συμφέροντα, η διευρυμένη αναπαραγωγή των όρων κυριαρχίας και εκμετάλλευσής του;
Μπορεί, και αν ναι υπό ποιες προϋποθέσεις, η κατάκτηση της κυβερνητικής εξουσίας του αστικού κράτους να αποτελέσει αφετηρία ή στιγμή μιας στρατηγικής κοινωνικού μετασχηματισμού;
Ποιες είναι εκείνες οι κοινωνικές μορφές σήμερα, που θα μπορέσουν αφενός να ανασυγκροτήσουν την πάλη των εργαζομένων στους χώρους που υφίσταται συνδικαλιστική έρημος, όπως κατ’ εξοχήν αυτοί του ιδιωτικού τομέα, και δη της πρωτογενούς παραγωγής, του εμπορίου και των υπηρεσιών, αλλά και να εμπνεύσουν τους αόρατους και τις αόρατες της νέας γενιάς των εργαζομένων, αυτών των ανθρώπων στα πρόσωπα των οποίων συμπυκνώνεται μια άνευ προηγουμένου ακραία και εκρηκτικά αντιφατική εκμεταλλευτική συνθήκη, που συνδυάζει το υψηλό μορφωτικό επίπεδο και την τεράστια παραγωγικότητα με ένα άνευ προηγουμένου πλαίσιο πειθάρχησης και χαμηλές αμοιβές;
Ποια μπορούν να είναι τα σύγχρονα σοβιέτ; Και, πώς, όταν και αν προκύψουν από την λαϊκή επινοητικότητα ως πρωτότυπη απάντηση σε πρωτότυπες συνθήκες και προβλήματα, οι αιτίες για την εμφάνιση των οποίων κάθε άλλο παρά θα έχουν πάψει να υφίστανται, δεν θα σταθούμε αμυντικά απέναντί τους, αλλά θα τα αναγνωρίσουμε και θα τους αποδώσουμε το στρατηγικό στάτους που απαιτούν;
Ποια μπορεί να είναι σήμερα μια πολιτική, μετωπική, μορφή που να μπορεί να συνενώσει δημιουργικά και αποτελεσματικά εμπειρίες, πρακτικές, ιδεολογικές και πολιτικές αφετηρίες, σε ένα πρόγραμμα και ένα πλαίσιο πρακτικών τέτοιο που να συνιστά μια υλική δύναμη τροποποίησης του συσχετισμού προς όφελος των υποτελών τάξεων και ταυτόχρονα βήμα υπέρ μιας επαναστατικής στρατηγικής μέσα στην συγκυρία;
Και, τέλος, ποιο μπορεί να είναι το νέο «κόμμα νέου τύπου». Μια νέα, πολυτασική, σύγχρονη κομματική μορφή που να ανταποκρίνεται στις σύγχρονες συνθήκες; Μπορούμε σήμερα να μείνουμε απλώς στη διεκδίκηση της ανασυγκρότησης ενός κόμματος νέου τύπου όπως αυτό που περιέγραφε ο Λένιν το 1902, εν μέσω της επέκτασης του τειλορικού-φορντικού μοντέλου παραγωγής και της τεράστιαςσυγκεντροποίησης της εργατικής τάξης σε μεγάλες παραγωγικές μονάδες, ή θα πρέπει να επιδιώξουμε τη ριζική ανανέωσή του; Μια κομματική μορφή που να ακολουθεί σήμερα τις αλλαγές στην υλική κοινωνική παραγωγή, τις τάξεις, μερίδες τάξεων και κοινωνικές κατηγορίες που αυτές παράγουν; Μια κομματική μορφή που να αποτελεί τον τόπο στον οποίον οργανώνονται τα πρωτοπόρα στοιχεία αυτών των τάξεων, και ταυτόχρονα τον τόπο συνάντησης και της ηγεσίας του συνόλου των υποτελών τάξεων, της προεικόνισης της διαμόρφωσης ενός μπλοκ κοινωνικών δυνάμεων, ένα κόμμα μετωπικό, πραγματικό «εργαστήρι στρατηγικής»;
Η αναζήτηση των νέων αυτών απαντήσεων και μορφών, που σαν αυτές ίσως δεν θα έχουμε ξαναδιαβάσει, αυτών που θα μπορέσουν κάποτε να αποτελέσουν τις «αρχαιολογίες του (επαναστατικού μας) μέλλοντος». Αυτά ίσως είναι, για να θυμηθούμε τον Λένιν, «τα καίρια ζητήματα του κινήματός μας» σήμερα.