Ήρθε η ώρα να ξαναγίνει χρήσιμη η αριστερά
Λίγες μέρες μετά τις τριπλές εκλογές του Μαΐου και στο τέλος της διαδικασίας των εκλογών στο σωματείο μου (ΣΕΤΗΠ), αναρωτιέμαι ποιο είναι το πραγματικό ερώτημα του κόσμου της εργασίας και της νεολαίας στο οποίο η αριστερά καλείται να απαντήσει με πειστικούς όρους.
Τι είναι αυτό που έδωσε στη Ν.Δ. τη μεγάλη νίκη απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ, πώς μετατοπίζεται το πολιτικό σκηνικό ακόμα πιο δεξιά, ακόμα και τη στιγμή που η κυβέρνηση προσπαθεί να μας πείσει ότι βγήκαμε από τα μνημόνια, ενώ ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης κάνει τη μία γκάφα μετά την άλλη; Τη στιγμή δηλαδή που ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει εκφράσει την πρόθεσή του για περιορισμό της παρέμβασης του κράτους στις σχέσεις μεταξύ εργοδοτών και εργαζομένων (θα επιτρέπει δηλαδή την ασυδοσία της εργοδοσίας) και κάνει το ένα φραστικό λάθος μετά το άλλο, η σημερινή κυβέρνηση αδυνατεί να πείσει τον κόσμο που την ψήφισε ότι τα μνημόνια τέλειωσαν και ότι έχει εναλλακτικό σχέδιο που θα υπερασπίζεται τα δικαιώματα των «πολλών», όπως αναφέρει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ εξελέγη πριν από τέσσερα χρόνια στο όνομα της αριστεράς και με ένα πρόγραμμα που στόχο είχε τη βελτίωση των όρων ζωής και εργασίας του κόσμου της εργασίας. Μέτρα τα οποία είχε υποσχεθεί δεν τα τήρησε (π.χ. επαναφορά του κατώτατου μισθού στα 751 ευρώ, κατάργηση του ΕΝΦΙΑ κ.λπ.), θέτοντας εαυτόν εντός του πλαισίου αποδοχής των νεοφιλελεύθερων πολιτικών των θεσμών, που ως αποτέλεσμα είχε, εκτός από τη συνέχιση των ίδιων πολιτικών, και τη δέσμευση για μεγάλα πρωτογενή πλεονάσματα ακόμα και μέχρι το 2060. Με λίγα λόγια, ο ΣΥΡΙΖΑ δέχθηκε να παίξει μπάλα στο γήπεδο του αντιπάλου, αποδεικνύοντας ότι η οικονομική (τουλάχιστον) πολιτική της χώρας δεν μπορεί να αλλάξει στο πλαίσιο της ευρωζώνης και της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αυτό είχε αποτέλεσμα όχι μόνο την αποστασιοποίηση αριστερού δυναμικού, από τον ίδιο τον ΣΥΡΙΖΑ μα και από την πολιτική, αλλά κυρίως την απαξίωση της αριστεράς και των κινημάτων.
Για την κοινωνία, η αριστερά απέτυχε μέσα από το εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, και ένα σημαντικό δυναμικό αγωνιστών και αριστερών ανθρώπων αποστρατεύτηκε από τα κινήματα και την πολιτική. Αυτό φαίνεται και στα εκλογικά αποτελέσματα (αλλά και στην οργανωτική δύναμη) όλων των δυνάμεων που τοποθετούνται στην αριστερά, από το ΚΚΕ μέχρι τη ΛΑΕ και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ.
Όσο κι αν προσπάθησε το ΚΚΕ να «λεηλατήσει» την υπόλοιπη αριστερά, δυστυχώς για το ίδιο ήταν θετικό το εκλογικό αποτέλεσμα, όπως αντίστοιχα συνέβη με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ, η οποία παρά τις τεράστιες εσωτερικές διαφωνίες στο εσωτερικό της είχε τη δυνατότητα να απευθυνθεί σε όλο εκείνο το αντικαπιταλιστικό δυναμικό που δεν έβλεπε ως λύση τη ΛΑΕ.
Η ΛΑΕ από τη συγκρότησή της, αν και η πλέον μετωπική δύναμη, δεν είχε ξεκαθαρίσει ούτε το πρόγραμμά της ούτε τις συμμαχίες που επιδίωκε. Στάθηκε ένας πολιτικός φορέας ο οποίος απέδειξε πως δεν αρκεί να είσαι τίμιος, συνεπής και μετωπικός, αλλά πρέπει να κάνεις ξεκάθαρο σε ποιους απευθύνεσαι και ποιους θέλεις να εκπροσωπήσεις, χωρίς να ψαρεύεις σε θολά νερά για να πάρεις καμία ψήφο παραπάνω. Χαρακτηριστικά, η ΛΑΕ δεν κατάφερε να εκφράσει κανένα κοινό στο οποίο υποτίθεται ότι απευθυνόταν. Βρέθηκε μάλιστα να έχει μεγάλες διαρροές προς νεοπαγή μορφώματα, όπως το ΜΕΡΑ25 και η Πλεύση Ελευθερίας, σχηματισμούς δηλαδή που συγκροτήθηκαν γύρω από μεμονωμένα πρόσωπα, χωρίς μηχανισμό και μαζική παρέμβαση σε κοινωνικούς χώρους, αλλά με μια φυσιογνωμία που κατάφερε να εκφράσει την απογοήτευση ενός κομματιού προερχόμενου από τον ΣΥΡΙΖΑ το οποίο στις τελευταίες εκλογές είχε ψηφίσει κατά κύριο λόγο ΛΑΕ.
Αυτός είναι κι ένας από τους βασικότερους λόγους αποτυχίας του εγχειρήματος της ΛΑΕ, μιας και ενώ στο εσωτερικό του στηριζόταν από αρκετές/ους νέες και νέους ανθρώπους, με κοινωνικές εκπροσωπήσεις και επαφή με τους εργαζόμενους και τη νεολαία, αυτοί οι αγωνιστές δεν αποτέλεσαν την προμετωπίδα και τον βασικό κορμό της εξώστρεφης/δημόσιας παρουσίας του μετώπου.
Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι, όταν βγήκαν μπροστά στις αυτοδιοικητικές εκλογές κατάφεραν, ακόμα και σε αυτό το δυσμενές τοπίο, να πετύχουν ευρύτερες συμμαχίες και με δυνάμεις της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, καταγράφοντας αρκετά καλά και ελπιδοφόρα αποτελέσματα για την επόμενη μέρα. Αντίστοιχα, υπήρξαν και πολύ σημαντικές πρωτοβουλίες από δυνάμεις εκτός της ΛΑΕ, με μετωπική λογική, οι οποίες κατάφεραν να συσπειρώσουν αγωνιστές και από τον χώρο της ΛΑΕ, με ανάλογα θετικά αποτελέσματα.
Εδώ όμως τίθεται ένα καίριο ζήτημα για τον τρόπο με τον οποίο ασκούμε πολιτική σε κάθε επίπεδο. Αρκεί η εκλογική συμπόρευση αυτών των δυνάμεων σε κάθε κοινωνικό χώρο από μόνη της; Τα αποτελέσματα των αυτοδιοικητικών εκλογών αποδεικνύουν πως όχι, μιας και σχήματα με παρόμοια πολιτική γεωμετρία είχαν διαφορετικά εκλογικά αποτελέσματα, λόγω του διαφορετικού επιπέδου γείωσης καθενός από αυτά με την κοινωνία και πιο συγκεκριμένα με τις συλλογικότητες γειτονιάς.
Με αυτό το κριτήριο, λοιπόν, χρειάζεται να κινηθούμε την επόμενη μέρα. Από τα συνδικαλιστικά μας σχήματα και σωματεία μέχρι τις αυτοδιοικητικές κινήσεις και εντέλει τον πολιτικό φορέα ο οποίος θα επιδιώκει να εκφράσει τις ανάγκες και τα αιτήματα του κόσμου, που αγωνιά καθημερινά για να τα βγάλει πέρα.
Έτσι, το κοινωνικά αναγκαίο και χρήσιμο αυτή τη στιγμή είναι η αποτίμηση της κίνησής μας και η προσπάθεια παρέμβασης εκεί όπου προκύπτουν τα προβλήματα και οι διεκδικήσεις. Εκεί όπου χρειάζονται οι συλλογικοί αγώνες των από κάτω για να πετύχουν τις μικρές ή μεγαλύτερες νίκες, τις οποίες έχουμε ανάγκη.
Υπό αυτή την έννοια και με γνώμονα και τα αποτελέσματα των ευρωεκλογών, δεν μπορεί να εκφραστεί ένας διαφορετικός πολιτικός συσχετισμός υπέρ των δυνάμεων της ριζοσπαστικής αριστεράς όσο αυτή παραμένει πολυδιασπασμένη και κυρίως χωρίς να έχει σημαντική δυναμική να εκπροσωπήσει (όπως φαίνεται από τη συμπίεση των εκλογικών τους ποσοστών στις ευρωεκλογές).
Με όλα τα παραπάνω στον νου, νιώθω την ανάγκη να τονίσω το πόσο σημαντικό είναι να ενισχυθούν πρωτοβουλίες όπως αυτή του Radical-IT, στην οποία συμμετέχω, προκειμένου να εντείνουμε την παρέμβασή μας σε εργασιακούς χώρους του κλάδου. Εκεί όπου είναι σαφές πως χρειαζόμαστε τη δημιουργία και την παρέμβαση επιχειρησιακών σωματείων, αλλά και την ενίσχυση του κλαδικού μας (ΣΕΤΗΠ), στην προσπάθεια που κάνουμε για την υπογραφή κλαδικής ΣΣΕ, την ανατροπή των απολύσεων και τη διεκδίκηση καλύτερων όρων εργασίας.
Αντίστοιχα, ως κάτοικος του δήμου Αθηναίων και υποψήφιος με την Ανυπότακτη Αθήνα, νομίζω πως πρέπει να στηριχτούν τοπικές συλλογικότητες γειτονιάς που παρεμβαίνουν πολύμορφα, επιχειρούν να επικοινωνήσουν με τους κατοίκους και να αγωνιστούν για να κάνουν τη ζωή τους ανθρώπινη. Αυτός ο κόσμος είναι που χρειάζεται και πρέπει να συμμετέχει σε ένα δημοτικό σχήμα το οποίο θα λειτουργεί ως τέτοιο και θα εκφράζει μέσα και στα συμβούλια του δήμου τις ανάγκες των πολιτών.
Τέλος, επειδή μέσα από όλους αυτούς τους κοινωνικούς αγώνες πηγάζουν αιτήματα, ερωτήματα και η ανάγκη για τη συγκρότηση ενός προγράμματος που θα προσπαθήσει να τα ικανοποιήσει, έχουμε ανάγκη για μια νέα από κάθε άποψη αριστερά. Νέα όσον αφορά το στελεχιακό δυναμικό, τον τρόπο παρέμβασής της, αλλά κυρίως τον τρόπο με τον οποίο αντιλαμβάνεται την πολιτική. Χρειαζόμαστε αγωνιστές που δρουν μαζί και μαθαίνουν από τους συναδέλφους τους, τους ανθρώπους της γειτονιάς, τους συνομηλίκους τους. Έχουμε ανάγκη τη συγκρότηση ενός μετώπου που δεν θα λειτουργεί μέσα από κλειστά πολιτικά γραφεία με συνεννοήσεις από τα πάνω και σεχταριστικές λογικές. Ένα μέτωπο που δεν θα υποτιμά την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση, αλλά δεν θα τη θεωρεί και αυτοσκοπό για τον οποίο θα έκανε τα πάντα. Θέλουμε εκείνο το πολιτικό μέτωπο που θα πηγάζει από τα κινήματα και θα παρεμβαίνει σε κάθε επίπεδο για να δώσει φωνή και να ικανοποιήσει τα αιτήματα των εργαζόμενων και της νεολαίας, αναδεικνύοντας τις δυσκολίες και τις συγκρούσεις που απαιτούνται, κόντρα στη λογική της ανάθεσης και του συμβιβασμού.
Hasta la Victoria siempre!