Ας ξεκινήσουμε με ένα κρίσιμο ερώτημα. Για ποιο λόγο επιμένουμε ότι σήμερα το ζήτημα του ευρώ είναι ο κρίσιμος κόμβος για την αριστερή στρατηγική και το αναγκαίο σημείο αφετηρίας για οποιαδήποτε προοδευτική έξοδο από την σημερινή συνθήκη κοινωνικής καταστροφής. Η απάντηση βρίσκεται στις ακόλουθες διαπιστώσεις:
·Το ευρώ και η νομισματική, θεσμική και δημοσιονομικής αρχιτεκτονική της ευρωζώνης είναι στην καρδία του ελληνικού προβλήματος σήμερα, συμπυκνώνουν τα αδιέξοδα του «ευρωπαϊκού δρόμου». Η λογική της με κάθε κόστος παραμονής στο ευρώ απλώς συνεπάγεται την παράταση της σημερινής συνθήκης καταστροφής.
·Η ένταξη στο ευρώ ολοκληρώνοντας τις επιπτώσεις από την αρχική ένταξη στην ΕΟΚ μέσα από τη διαρκή απώλεια ανταγωνιστικότητας επέτεινε τις τάσεις διάλυσης του παραγωγικού ιστού, αποβιομηχάνισης, υποκατάστασης εξαγωγών από εισαγωγές.
·Ο συνδυασμός ανάμεσα στο ευρώ και στη λογική των ευρωπαϊκών χρηματοδοτήσεων εμπέδωσε ένα μοντέλο ανάπτυξης που δεν στηριζόταν στην ενδογενή ανάπτυξη, τη διαμόρφωση τομέων υψηλής προστιθέμενης αξίας, τις επενδύσεις με προοπτική, αλλά στη διαρκή δαπάνη για πρακτικές και εγχειρήματα βραχύβια, για μια ενίσχυση της συνολικής ζήτησης και επένδυσης που δεν διαμόρφωνε όρους συνεχιζόμενης δυναμικής, για την υπερεπένδυση σε τομείς όπως οι υπηρεσίες ή τα μεγάλα έργα που ορίζονταν πρωτίστως με όρους απορροφησιμότητας κονδυλίων και κερδοφορίας των κατασκευαστικών ομίλων .
·Η όξυνση των ανισοτήτων μέσα στην ευρωζώνη μέσα από την ακύρωση του διορθωτικού ρόλου των ισοτιμιών είναι πλευρά της ελληνικής κρίσης χρέους. Μέρος της υπερχρέωσης στην πραγματικότητα κάλυψε αυτές τις διαρθρωτικές ανισότητες.
·Το ευρώ δομικά αποστερεί από ένα κράτος την προσφυγή σε κρίσιμα εργαλεία που μπορούν να αντιμετωπίσουν μια συνθήκη κρίσης χρέους. Για την ακρίβεια, ως ενιαίο νόμισμα χωρίς εθνικές κεντρικές τράπεζες εμπεριέχει «δομικά» τον κίνδυνο μιας κρίσης δημόσιου χρέους, το ενδεχόμενο να βρεθεί μια χώρα σε συνθήκη χρεοκοπίας.
·Το ευρώ αλλά και όλες οι θεσμικές παράμετροι που συσχετίζονται με αυτό όπως οι περιορισμοί στο δημόσιο χρέος και τα ελλείμματα συμπυκνώνουν την απώλεια εθνικής κυριαρχίας μέσα στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ενοποίησης. Στην πραγματικότητα το ευρώ και όλη η λογική της «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης» σημαίνουν μια συνεχή και συστηματική κατάλυση της λαϊκής κυριαρχίας, εκχώρηση πλευρών της εθνικής κυριαρχίας σε υπερεθνικούς μηχανισμούς, μια διαρκή υπονόμευση της δημοκρατίας.
·Το ευρώ είναι με αυτή την έννοια μια ιμπεριαλιστική στρατηγική. Όχι μόνο επειδή συμπυκνώνει τη διεθνοποίηση του κεφαλαίου σε μια ιδιαίτερα επιθετική εκδοχή, αλλά και γιατί αναπαράγει και παγιώνει ιεραρχικές σχέσεις μέσα στην ευρωζώνη και ενισχύει την ταξική θέση των κεφαλαίων που προέρχονται από τις χώρες του «πυρήνα» και ιδίως τη Γερμανία.
·Με αυτή την έννοια το ευρώ είναι η συμπύκνωση ταξικών στρατηγικών και αντιφάσεων και με αυτή την έννοια επικαθορίζει τους όρους του ταξικού ανταγωνισμού.
Σε αυτό το φόντο είναι που πρέπει να δούμε ποια είναι η σημασία μιας εξόδου από το ευρώ:
·Η έξοδος από το ευρώ είναι η αναγκαία συνθήκη ενός προγράμματος παραγωγικής ανασυγκρότησης προς όφελος των υποτελών τάξεων. Δεν είναι πανάκεια, ούτε κάποιος «μαγικός αναπτυξιακός μηχανισμός». Είναι, όμως, εκείνη η κρίσιμη ανάκτηση εργαλείων δημοκρατικού κοινωνικού ελέγχου και παρέμβασης στην οικονομία που επιτρέπει πραγματικά φιλολαϊκές πολιτικές εξόδου από τη σημερινή κρίση, στο βαθμό φυσικά που συνδυαστεί τόσο με την αμφισβήτηση του μηχανισμού του χρέους όσο και με την σύγκρουση με εκείνες τις ταξικές στρατηγικές που επένδυσαν στο σημερινό μοντέλο «ανάπτυξης».
·Η έξοδος από το ευρώ επιτρέπει την αύξηση της δημόσιας επένδυσης και δαπάνης για την αύξηση της απασχόλησης και την ανασυγκρότηση των υποδομών, διευκολύνει την προστασία της παραγωγική βάσης από τη συνεχή αποσάθρωση μέσα από τις εισαγωγές, διαμορφώνει μηχανισμούς άμυνας απέναντι στο κοινωνικό ντάμπινγκ, επιτρέπει σε μεγαλύτερη κλίμακα πολιτικές αναδιανομής.
·Στο βαθμό που ο κύριος όγκος των θεσμικών ρυθμίσεων, πιο σωστά της θεσμικής ολοκλήρωσης της ΕΕ αφορά την πλήρη εμπέδωση συνθηκών «ευρωπαϊκής οικονομικής διακυβέρνησης» μέσα στην ευρωζώνη, η έξοδος από το ευρώ συνεπάγεται και μια ρήξη συνολικά με την ευρωπαϊκή ενοποίηση, είναι εκ των πραγμάτων ανυπακοή απέναντι στο θεσμικό της πυρήνα. Με αυτήτην έννοια όντως η έξοδος από το ευρώ συνεπάγεται και συνολική αποδέσμευση με την ΕΕ (χωρίς αυτό να δικαιολογεί όλους εκείνους που ανακαλύπτουν τους «ρεφορμιστές» που είναι με την έξοδο από το ευρώ αλλά όχι από την ΕΕ), είναι μια συνολική τομή με τον «ευρωπαϊκό δρόμο»
·Προφανώς και η έξοδος από το ευρώ από μόνη της, χωρίς τις άλλες πλευρές του μεταβατικού προγράμματος και κυρίως χωρίς ένα εναλλακτικό «αναπτυξιακό παράδειγμα», δεν μπορεί να βελτιώσει τα πράγματα. Αυτή είναι και η δυσκολία και η πρόκληση και για τη ριζοσπαστική Αριστερά αλλά πρωτίστως για το λαϊκό κίνημα.
Το τελευταίο διάστημα, καθώς αναθερμάνθηκε η συζήτηση για την έξοδο από το ευρώ, πλήθος ήταν οι φωνές που παρουσιάζουν την έξοδο ως μια διαδικασία καταστροφική που θα οδηγήσει σε ανυπολόγιστη φτώχεια και εξαθλίωση. Απέναντι σε αυτό πρέπει να είμαστε απόλυτα σαφείς. Καμιά σχέση με την πραγματικότητα δεν έχουν όλα αυτά. Όντως, θα υπάρξουν σημαντικές δυσκολίες, αλλά αυτές μπορούν να αντιμετωπιστούν.
Η διαδικασία εξόδου από το ευρώ μπορεί να ξεκινήσει με μιανομοθετική παρέμβαση που θα ανακτά τον έλεγχο της ΤτΕ, που θα ενεργοποιεί το δικαίωμα πλήρους ελέγχου των συστημικών τραπεζών (εθνικοποίηση στο όνομα της ανακεφαλαιοποίησής τους με δημόσιο χρήμα), και που διοικητικά θα μετατρέπει όλες τις καταθέσεις και όλους τους τίτλους από το ευρώ στο νέο νόμισμα. Το πιο πιθανό αυτό είναι να γίνει σε μια σύντομη περίοδο τραπεζικής αργίας ώστε να μπορούν να προσαρμοστούν τα συστήματα των τραπεζών στο νέο νόμισμα.
Αν υποθέσουμε ότι για πρακτικούς λόγους στο πρώτο βήμα χρησιμοποιείται μια αναλογία 1:1, τότε όποιος έχει π.χ. 10.000 ευρώ σε κατάθεση, προνομιακό λογαριασμό, έντοκο του δημοσίου, επιταγή κ.λπ. πλέον τα έχει σε δραχμές και αυτόματα όλες οι οφειλές, πληρωμές κ.λπ. λογίζονται πλέον σε δραχμές. Όποιος καταθέτει ή πληρώνει οφειλή κ.λπ. σε ευρώ ό,τι καταθέτει αμέσως λογίζεται σε δραχμές. Κάθε ευρώ που καταλήγει σε τράπεζα ή δημόσιο ταμείο μετατρέπεται σε ευρώ δραχμή στην επίσημη ισοτιμία και μόνο έτσι μπορεί να γίνει δεκτό. Από ένα σημείο και μετά μόνο οι συναλλαγές σε ευρώ δραχμές θα επιτρέπονται, κατά τρόπο ανάλογο με την εισαγωγή του ευρώ. Με αυτό τον τρόπο σταδιακά θα αποσυρθεί ο κύριος όγκος των ευρώ που κυκλοφορούν σε φυσικά μορφή και θα κυριαρχεί στις συναλλαγές το νέο εθνικό νόμισμα.
Όμως, θα ήταν λάθος να μη δούμε ότι αυτή η διαδικασία θα έχει πραγματικούς κινδύνους και πραγματικές δυσκολίες. Ο κίνδυνος είναι ότι για μία μεταβατική περίοδο κυκλοφορούν δύο νομίσματα, το ευρώ και η νέα δραχμή, και μάλιστα ότι για μια πρώτη περίοδο οι διαθέσιμες σε φυσική μορφή δραχμές δεν καλύπτουν τις ανάγκες (πρόβλημα που μπορεί να αντιμετωπιστεί εάν μία κυβέρνηση πάρει έγκαιρα τη σχετική απόφαση και αναζητήσει τρόπους ώστε με τη δέουσα μυστικότητα να τυπώσει εκ των προτέρων χρήμα). Ακόμη περισσότερο υπάρχει ο κίνδυνος να υπάρχουν δύο παράλληλα νομίσματα όπου μόνο το ένα, εν προκειμένω το ευρώ να θεωρείται αξιόπιστο (με πιο οικείο παράδειγμα για εμάς την παράλληλη χρήση της δραχμής και της χρυσής λίρας μετά την κατοχή και μέχρι το 1953). Η απάντηση σε αυτό έχει δυο διαστάσεις, μία τεχνική και μία πολιτική
·Η τεχνική διάσταση μπορεί να εξασφαλίσει τον περιορισμό της χρήσης του ευρώ. Ο υποχρεωτικά ηλεκτρονικός χαρακτήρας των περισσότερων συναλλαγών αναγκαστικά θα υποχρεώνει όλο και περισσότερους να καταθέτουν τα ευρώ που διαθέτουν σε φυσική μορφή για να μπορούν να πιστώνουν τις χρεωστικές κάρτες τους έτσι ώστε διαρκώς να αποσύρονται ευρώ από την κυκλοφορία. Για παράδειγμα θα μπορούσαν όλες οι συναλλαγές που αφορούν πληρωμές και οφειλές στο δημόσιο, σε εταιρείες κοινής ωφέλειας, σε δάνεια και πιστωτικές κάρτες να γίνονται με χρήση καρτών, όπως και όλες οι αγορές σε καταστήματα πάνω από ένα πολύ χαμηλό όριο. Προφανώς επίσης και πρέπει να μπει πολύ σύντομο όριο χρονικό στο πόσο θα επιτρέπεται η παράλληλη κυκλοφορία (κατ’ αναλογία με τα χρονικά όρια που είχαν τεθεί για τη δραχμή). Προφανώς ένα βαθμός συναλλαγών θα γίνεται με ευρώ («παράλληλη» οικονομία, αδήλωτη εργασία ή παραγωγή κ.λπ.) αλλά αυτό όλο και θα περιορίζεται γιατί κάθε επαφή και επικοινωνία με τις τράπεζες ή τα δημόσια ταμεία θα συνεπάγεται μετατροπή των ευρώ σε δραχμές.
·Εδώ είναι που μπαίνει και το περίφημο θέμα των IOUs, δηλ. μορφών πιστωτικού χρήματος που εκδίδει το δημόσιο από τη μεριά του αντί της κανονικής πληρωμής. Αυτό συνήθως σχετίζεται με τις εικόνες από την Αργεντινή με τα χαρτάκια με τα οποία κανείς μπορούσε να πάει μόνο σε ορισμένα καταστήματα. Ωστόσο, εδώ τα πράγματα είναι πιο σύνθετα. Αφήνοντας κατά μέρος τις προτάσεις για IOUs στο διάστημα πριν την απόφαση για μετάβαση σε νέο νόμισμα (ως απάντηση στον εκβιασμό της ΕΕ), αυτό για το οποίο μιλάμε είναι στην πραγματικότητα θα μιλάμε για μορφές ψηφιακού χρήματος που στο βαθμό που θα ενθαρρύνονται, τέτοιες συναλλαγές δεν θα δημιουργούν προβλήματα. Σημειωτέον ότι η χρήση ψηφιακών συναλλαγών όπως και πρακτικές, όπως η διασύνδεση των ταμειακών μηχανών και των συστημάτων ανάγνωσης καρτών με τα δημόσια ταμεία επιτρέπει και άλλα πράγματα, όπως την έγκαιρη και άμεση είσπραξη του ΦΠΑ και άρα την διευκόλυνση και των δημόσιων οικονομικών.
·Η πολιτική διάσταση αφορά το βαθμό εμπιστοσύνης στο νέο νόμισμα. Εδώ έχει σχέση με το εάν ευρύτερα λαϊκά στρώματα έχουν εμπιστοσύνη σε αυτή την πολιτική και αυτή την κυβέρνηση που θα την ασκεί και θα αναγνωρίζουν τη χρήση του νέου νομίσματος ως συνεισφορά σε μια συλλογική προσπάθεια ανασυγκρότησης. Με μια έννοια αυτή η πλευρά είναι και η πιο σημαντική. Εάν η κοινωνία και πιο συγκεκριμένα τα λαϊκά στρώματα αγκαλιάσουν αυτή τη διαδικασία, εάν πιστέψουν ότι το νέο νόμισμα συνδέεται με μια άλλη πορεία της χώρας και μια άλλη κοινωνική κατάσταση, τότε θα δουν τη χρήση του νέου νομίσματος ως τμήμα αυτής της μετάβασης.
Και εδώ είναι σημαντικό να πούμε ότι παρ’ όλη τη μεγάλη συζήτηση που γίνεται για την περίφημη «προετοιμασία» και εάν ήμασταν έτοιμοι να το κάνουμεστις 5 ή τις 12 Ιούλη, το θέμα αυτό δεν είναι τεχνικό αλλά βαθιά πολιτικό. Στην πραγματικότητα, ένας βαθμός αναστάτωσης είναι αναπόφευκτος. Προφανώς και για ένα διάστημα οι τράπεζες θα παρέμεναν κλειστές για να γίνουν οι αλλαγές στα συστήματά τους, η ολοκλήρωση της εκτύπωσης του νέου νομίσματος θα επέτεινε μια κατάσταση παράλληλης κυκλοφορίας, θα υπήρχαν ελλείψεις προσωρινές σε κάποια αγαθά, θα χρειάζονταν η ενεργοποίηση των δικτύων αλληλεγγύης καιάλλες ανάλογες παρεμβάσεις για την αντιμετώπιση προβλημάτων με ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού. Ωστόσο, η έκταση και η ένταση τυχόν αντιδράσεων θα έχει σχέση με το πώς θα αντιλαμβάνονταν αυτή την περίοδο ευρύτερα τμήματα των λαϊκών τάξεων. Αν αισθανθούν ότι είναι μια δική τους μάχη και εάν πειστούν ότι στο τέλος του δρόμου υπάρχει δημοκρατία, αξιοπρέπεια και καλύτερη ζωή τότε προφανώς και οι αντιδράσεις θα ήταν μικρότερες. Από αυτή την άποψη στην πραγματικότητα η συνθήκη γύρω από το δημοψήφισμα ήταν σχεδόν ιδανική: αδιέξοδο στις διαπραγματεύσεις, προσφυγή στη λαϊκή βούληση, ψύχραιμη αντιμετώπιση των δυσκολιών από τα capital controls, σαφής ταξικά πολωμένη διάθεση για σύγκρουση και στήριξη μιας άλλης πορείας παρά τις αντικειμενικές δυσκολίες.
Μεγάλη συζήτηση έχει γίνει και για το θέμα της υποτίμησης. Εδώ πρέπει να ξεκαθαρίσουμε μερικά πράγματα:
·Η διόρθωση της ισοτιμίας είναι ένας από τους βασικούς λόγους που κανείς μπορεί να θέλει την επιστροφή στο εθνικό νόμισμα. Μια υποτίμηση μπορεί να προστατεύσει από τις αθρόες εισαγωγές και να ενισχύει και την ανταγωνιστικότητα κάποιων κλάδων. Η υποτίμηση δεν συνεπάγεται αυτόματα πληθωρισμό ή απαξίωση των μισθών και των συντάξεων. Αυτό θα ίσχυε μόνο αν το σύνολο των χρημάτων μας πήγαινε σε εισαγόμενα προϊόντα. Όσο περισσότερο οι εισαγωγές υποκαθίστανται από εγχώρια προϊόντα τόσο περισσότερο θα περιορίζονται οι πληθωριστικές τάσεις. Αυτή τη στιγμή πάρα πολλά προϊόντα είναι εισαγόμενα όχι επειδή δεν μπορούν να παραχθούν εδώ αλλά επειδή προτιμούν οι έμποροι να κάνουν, διευκολούμενοι από το ευρώ, να εισάγουν αντί να αναζητούν έλληνες παραγωγούς. Σε περίπτωση που η εισαγωγή τέτοιων προϊόντων γίνει οικονομικά ασύμφορη τότε θα καλυφθεί το κενό από την εγχώρια παραγωγή.
·Η υποτίμηση δεν σημαίνει απαξίωση. Το ύψος της και ο χρόνος που θα λάβει χώρα θα είναι αντικείμενο υπολογισμού και μελέτης.
·Σίγουρα σε κάποια προϊόντα όπως είναι τα καύσιμα και ο εισαγόμενος μηχανολογικός εξοπλισμός θα έχουμε αυξήσεις. Όμως, τα κοινωνικά και οικονομικά οφέλη είναι μεγαλύτερα.
·Σε γενικές γραμμές όλη η εμπειρία από τις περιπτώσεις υποτίμησης έχουν δείξει ότι στο τέλος οι αναπτυξιακές δυναμικές καλύπτουν τα όποια αρχικά προβλήματα.
·Όμως, το βασικό είναι άλλο: η έξοδος από το ευρώ – και σταδιακά η απεμπλοκή από τις δεσμεύσεις «ελεύθερου εμπορίου της ΕΕ και του ΠΟΕ - και η υποτίμηση θα υψώσουν πραγματικούς φραγμούς απέναντι στη συνεχή πίεση για ανταγωνιστικότητα, δηλ. για βάθεμα του καπιταλιστικού χαρακτήρα της παραγωγής, ουσιαστικά απέναντι στη συστημική βία της παγκοσμιοποίησης.
Μεγάλη κουβέντα γίνεται για το ότι δεν μπορούμε να φύγουμε από το ευρώ γιατί δεν έχουμε τα αναγκαία συναλλαγματικά αποθέματα για να καλύψουμε την έκδοση του νέου νομίσματος. Όντως, τα συναλλαγματικά αποθέματα είναι μια πραγματική παράμετρος. Όμως, δεν ισχύει ότι χρειαζόμαστε αποθέματα για να μπορεί να έχει αντίκρισμα το νόμισμα. Με τεχνικούς όρους, από το 1971 και την κατάρρευση του συστήματος του Bretton Woods, όλα τα νομίσματα είναι «αναγκαστικής κυκλοφορίας» και δεν έχουν αντίκρισμα σε χρυσό κ.λπ. Ωστόσο, όντως μια χώρα που θέλει να έχει συναλλαγές στο εξωτερικό και εφόσον το ίδιο της το νόμισμα δεν ανήκει στα «σκληρά συναλλάγματα» (νόμισμα που θέλουν να κατέχουν άλλοι) θα πρέπει για να κάνειεισαγωγές να διαθέτει συναλλαγματικά αποθέματα. Τώρα, καταρχάς και λόγω του τουρισμού, της ναυτιλίας και των μεταναστευτικών εμβασμάτων έχουμε συνάλλαγμα που εισρέει στη χώρα (στο οποίο θα προστίθενται τα εισρέοντα ευρώ). Έπειτα τα ίδια τα κυκλοφορούντα ευρώ από ένα σημείο και μετά θα αποσύρονται και θα αποτελούν εκ των πραγμάτων συναλλαγματικά αποθέματα.
Ο άλλος λόγος έχει να κάνει με τις κερδοσκοπικές επιθέσεις σε ένα νόμισμα. Αυτό είναι κάτι που συνέβαινε συχνά στη δεκαετία του 1990 όταν νομίσματα με σταθερές ισοτιμίες έμπαιναν στο στόχαστρο κερδοσκόπων οι οποίοι πρακτικά επέλεγαν πρακτικές που έριχναν τις ισοτιμίες ώστε να υποχρεώσουν τις κεντρικές τράπεζες να αμυνθούν ξοδεύοντας συναλλαγματικά αποθέματα και πάνω στη διαδικασία αυτοί να κερδίζουν. Ωστόσο, ένα νόμισμα στο οποίο θα γίνεται υποτίμηση ή διολίσθηση, χωρίς μεγάλη αυτοτελή έκθεση στις διεθνείς αγορές χρήματος πέραν της κλίμακας που αναλογεί στις εμπορικές συναλλαγές και στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, δεν διατρέχει τον ίδιο κίνδυνο κερδοσκοπικής επίθεσης (επαναλαμβάνουμε ότι οι κερδοσκοπικές επιθέσεις γίνονται με δεδομένο ότι μια Κεντρική Τράπεζα θα επιδιώξει να στηρίξει μια «αφύσικα» υψηλή ισοτιμία)
Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν χρειάζεται προσοχή και μέτρο σε ότι αφορά το ξένο συνάλλαγμα. Η χώρα θα πρέπει να ιεραρχήσει τις ανάγκες της σε προϊόντα από το εξωτερικό με βάση τις πραγματικές ανάγκες και όχι την ιδιωτική κατανάλωση. Π.χ. σε μια πρώτη φάση τα καύσιμα ή τα φάρμακα ή οι πρώτες ύλες θα έχουν προτεραιότητα, μέχρις ότου φτάσουμε σε εκείνη τη συνθήκη όπου ομαλοποιούνται οι διεθνείς συναλλαγές και εισέρχεται συνάλλαγμα στη χώρα.
Ειδικά για την άμεση ενεργειακή επάρκεια θα πρέπει να πούμε τα ακόλουθα
·Η χώρα στηρίζεται σε μεγάλο βαθμό στο λιγνίτη και τα υδροηλεκτρικά και κατά συνέπεια μπορεί να καλύψει ανάγκες σε ηλεκτρική ενέργεια. Πετρέλαιο χρειάζεται για τα νησιά, παρ’ όλα αυτά σε γενικές γραμμές αυτό είναι μέσα στα όρια των δυνατοτήτων. Επιπλέον, υπάρχουν μεγάλες δυνατότητες παραγωγής ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές.
·Ιδίως για το πετρέλαιο ισχύει ότι λόγω της ύπαρξης μεγάλων και με μεγάλη παραγωγική δυνατότητα διυλιστηρίων αλλά και της διαδεδομένης πρακτικής της πληρωμής του κόστους διύλισης με αργό πετρέλαιο κάτι που σημαίνει ότι μπορούν και έτσι να διαμορφωθούν επιπλέον αποθέματα.
·Προφανώς και θα υπάρξουν περιορισμοί σε μια πρώτη περίοδο ως προς την διάθεσηεισαγόμενων καυσίμων για ιδιωτική κατανάλωση, αλλά και αυτό μπορεί και εξηγηθεί και να γίνει κατανοητό.
Ποιες δυνατότητες δίνει η έκδοση εθνικού νομίσματος για την άσκηση μιας άλλης οικονομικής πολιτικής; Δίνει πάνω από όλα μια πολύ αναβαθμισμένη δυνατότητα δημοκρατικού ελέγχου πάνω στην άσκηση οικονομικής πολιτικής. Επιτρέπει καταρχάς μια πιο επεκτατική πολιτική αύξησης της δημόσιας δαπάνης, στοιχείο αναγκαίοσε μια χώρα που είναι σε έναν καταστροφικό φαύλο κύκλο λιτότητας, ύφεσης πρωτίστως ανεργίας, ιδίως εφόσον θα συνδυαστεί με την παύση πληρωμών στο χρέος και την απαλλαγή από αυτή τη διαρκή οικονομική αιμορραγία. Αυτό έχει να κάνει και με την απαλλαγή από τους περιορισμούς που έχουν να κάνουν με τις ευρωπαϊκές συνθήκες. Αυτή τη στιγμή ο συνδυασμός ανάμεσα στις ανάγκες αποπληρωμής του χρέους και τους περιορισμούς της ΕΕ οδηγεί στη λογική των πλεονασμάτων και συνολικά τον περιορισμό της δημόσιας δαπάνης, που θα μπορούσε να αξιοποιηθεί για την δημιουργία θέσεων εργασίας σε κοινωνικά χρήσιμες πλευρές του δημοσίου και για τη δημόσια επένδυση.
Όλα αυτά απαιτούν σημαντικές αλλαγές στο τραπεζικό σύστημα. Η εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος στη βάση της ανακεφαλαιοποίησής του με δημόσιο χρήμα είναι ένα αναγκαίο βήμα στην διαδικασία εξόδου από τη σημερινή κρίση. Καταρχάς όταν λέμε για εθνικοποίηση αναφερόμαστε σε πραγματικό δημόσιο δημοκρατικό έλεγχο και όχι απλώς σε παρουσία κυβερνητικών επιτρόπων. Αυτό σημαίνει πραγματικό έλεγχο όλων των πλευρών της λειτουργίας, περιορισμό της αυθαιρεσίας (και των μισθών) των διοικητικών στελεχών και προφανώς άλλη πολιτική: με περιορισμό της λογικής των προνομιακών δανείων για τις μεγάλες επιχειρήσεις, με σαφώς φιλολαϊκό προσανατολισμό σε ό,τι αφορά τα «κόκκινα δάνεια» είτε σε νοικοκυριά είτε σε μικρές και μεσαίες επιχειρήσεις, με επιθετική στάση απέναντι στις μεγάλες επιχειρήσεις που χρωστάνε που σημαίνει ακόμη και κατάσχεση / εθνικοποίηση χωρίς αποζημίωση επιχειρήσεων, με προνομιακή μεταχείριση επιχειρήσεων τις οποίες αναλαμβάνουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι του. Με ενίσχυση ξανά μιας λογικής αποταμίευσης. Με συνολικό αναπροσανατολισμό του τραπεζικού συστήματος έξω και πέρα από όλη τη συσσωρευμένη και εμπεδωμένη νεοφιλελεύθερη λογική και όλες τις μορφές χρηματοοικονομοποίησης.
Αντίστοιχα, κομβικό σημείο είναι και η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα. Ο δημόσιος έλεγχος και η εθνικοποίηση των επιχειρήσεων στρατηγικού χαρακτήρα (ενέργεια, τηλεπικοινωνίες, μεταφορές) είναι κομβικός σε όλη αυτή τη διαδικασία. Όχι μόνο για τις δυνατότητες άσκησης πολιτικής που προσφέρει αλλά και γιατί θα δίνει την εγγύηση ότι σε όλη τη δύσκολη μεταβατική περίοδο θα μπορούν να λειτουργούν κρίσιμες υποδομές και θα διαμορφώνεται αίσθημα ασφάλειας.
Ως προς το ερώτημα εάν μπορούμε να επιβιώσουμε χωρίς τις επιδοτήσεις από την ΕΕ για τους αγρότες καιχωρίς το ΕΣΠΑ πρέπει να πούμε τα εξής: Στην πραγματικότητα το κόστος για αυτές τις εισροές είναι πολύ μεγαλύτερο από τα όποια οφέλη εάν π.χ. αναλογιστούμε την καταστροφή της αγροτικής παραγωγής όλα αυτά τα χρόνια ή τον τρόπο που η ΚΑΠ αποτέλεσε και αποτελεί ένα μηχανισμό αναδιάρθωσης της αγροτικής παραγωγής. Αντίστοιχα, οι εισροές των ΕΣΠΑ και των ΚΠΣ είχαν το κόστος της ιδιωτικοποίησης και των αυξημένων εισαγωγών λόγω ευρώ. Αντίθετα, η ανάκτηση του ελέγχου της δημόσιας δαπάνης θα επιτρέψει τις απαγορευμένες από την ΕΕ εθνικές επιδοτήσεις σε αγροτικά προϊόντα και μια πολύ πιο ορθολογική αγροτική ανάπτυξη και το ίδιο ισχύει και για τη δημόσια δαπάνη.
Κομβικό ερώτημα εξαρχής είναι και το εάν μπορεί να υπάρξει εξαρχής μια διαδικασία αναδιανομής εισοδήματος. Η γενναία φορολογική μεταρρύθμιση είναι εξαιρετικά κρίσιμη από την αρχή. Και αυτό σημαίνει και πραγματική αύξηση της φορολογίας στους έχοντες. Αυτό είναι τελείως διαφορετικό από τη σημερινή κατάσταση όπου στην πραγματικότητα η βασική λύση είναι η αύξηση της έμμεσης φορολογίας. Εδώ να ξεκαθαρίσουμε κάτι η Αριστερά δεν είναι κατά της φορολογίας. Είναι όμως υπέρ της προοδευτικής φορολογίας που σημαίνει αναδιανομή εισοδήματος και υπέρ της φορολογίας σε αντάλλαγμα για αναβαθμισμένες δημόσιες υπηρεσίες. Το πρόβλημα εδώ είναι ακριβώς η φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και της περιουσίας αλλά και των επιχειρηματικών κερδών συμπεριλαμβανομένων και των μορφών απόκρυψης επιχειρηματικών εισοδημάτων. Ας θυμηθούμε ότι ένα χαρακτηριστικό της ελληνικής επιχειρηματικότητας είναι ότι ακόμη και εάν χρεοκοπούν ή «καταστρέφονται», οι ατομικές / οικογενειακές περιουσίες δεν μειώνονται, αλλά αντίθετα αυξάνονται. Αυτές πρέπει κανείς να τις κυνηγήσει και να τις φορολογήσει. Εδώ μπαίνει και το ερώτημα της πραγματικής φοροδιαφυγής π.χ. μέσα από το λαθρεμπόριο ναυτιλιακού συναλλάγματος. Αυτό δεν έχει σχέση με μέτρα τύπου ΕΝΦΙΑ ή αντιμετώπισης των υποαπασχολούμενων κριτήρια εύπορων ελευθέρων επαγγελματιών. Έχει να κάνει με την πραγματική διάθεση σύγκρουσης με ταξικά συμφέροντα τόσο της αστικής τάξης όσο και των κοινωνικών τάξεων που λειτουργούν ως στηρίγματά τους. Έχει επίσης να κάνει με την πραγματική αποφασιστικότητα κατάσχεσης περιουσιακών στοιχείων και επιχειρήσεων όλων αυτών που χρόνια φοροδιαφεύγουν και εισφοροδιαφεύγουν. Όμως, όλα αυτά έχουν σχέση και με το εάν διαμορφώνεται η πεποίθηση ότι η φορολογία όντως λειτουργεί ως μοχλός αναδιανομής και όχι ως μοχλός απλώς κάλυψης του χρέους, δηλαδή από το εάν βλέπουν την αυξημένη φορολογία να πηγαίνει υπέρ κοινωνικά αναγκαίων δραστηριοτήτων και όχι υπέρ της μαύρης τρύπας του χρέους.
Μία από τις άμεσες προκλήσεις που θα αντιμετωπίσει οποιαδήποτε διαδικασία εξόδου αφορά το θέμα της απασχόλησης καθώς μία αντίδραση στις δυσκολίες της πρώτης περιόδου και την αρχική αναστάτωση της οικονομικής δραστηριότητας υα είναι το κλείσιμο επιχειρήσεων ή ο περιορισμός του προσωπικού που απασχολούν. Εν μέρει αυτό μπορεί να είναι και συνειδητή επιλογή, μια «ταξική εκδικητικότητα» (ανάλογη με την «επενδυτική αποχή στην περίοδο 81-84). Αυτό θα απαιτήσει συγκεκριμένα και άμεσαμέτρα που πρέπει να περιλαμβάνουν απαγόρευση των αναιτιολόγητων απολύσεων αλλά και ειδικά μέτρα ενίσχυσης εάν πρόκειται να διατηρηθούν θέσεις απασχόλησης. Ταυτόχρονα, πρέπει άμεσα να αυξηθεί το απασχολούμενο στο δημόσιο προσωπικό, με μόνιμες σχέσεις εργασίας, μια που αυτό όχι μόνο έχει άμεσα θετικά αποτελέσματα στην απασχόληση αλλά και έμμεσα, πολλαπλασιαστικά, πέραν φυσικά της αναβάθμισης του παρεχόμενου έργου σε κρίσιμους τομείς όπως η παιδεία, η υγεία, ο δημόσιος έλεγχος. Γι’ αυτό το λόγο κομβική πλευρά οποιουδήποτε μετασχηματισμού είναι η πλήρης επαναφορά όλων των εργατικών δικαιωμάτων, όλων των μορφών κατοχύρωσης της δράσης του εργατικού κινήματος και των συνδικάτων αλλά και προστασίας απέναντι στην επισφάλεια και την υπερκμετάλλευση, παράλληλα, προφανώς, με την ενεργοποίηση και την αυξημένη δράση των συνδικάτων στην πάλη ενάντια στην εργοδοτική αυθαιρεσία. Συνολικά, η αλλαγή του συσχετισμού δύναμης μέσα στους χώρους δουλειάς είναι αναγκαία συνθήκη ενός νέου παραγωγικού μοντέλου. Δεν μπορούν να προχωρήσουν τα πράγματα χωρίς μια νέα αυτοπεποίθηση, διεκδικητικότητα και αποφασιστικότητατων ίδιων των εργαζομένων. Ταυτόχρονα, αυτό θα απαιτεί και άλλης κλίμακας παρεμβάσεις των ελεγκτικών μηχανισμών, άλλη στελέχωσή τους και άλλες δυνατότητες να αντιμετωπίζουν την αυθαιρεσία.
Όμως, εάν πρόκειται να έχουμε κύμα κλεισιμάτων επιχειρήσεων, χρειάζονται πραγματικά κίνητρα για να μπορούν να τις αναλάβουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι. Η εμπειρία και άλλων χωρών όπως η Αργεντινή δείχνει ότι μπορείς να έχεις νομοθετική κατοχύρωση τέτοιων πρακτικών, προστασία και ενίσχυση τέτοιων αυτοδιαχειριζόμενων εγχειρημάτων, που εκτός όλων των άλλων μπορούν να είναι και κρίσιμο βήμα για μια συνολικότερη παραγωγική ανασυγκρότηση και τον πειραματισμό με ένα εναλλακτικό παραγωγικό υπόδειγμα.
Η μεγαλύτερη όμως πρόκληση από ένα σημείο και μετά είναι ότι η έξοδος από το ευρώ, η ρήξη με τις ευρωπαϊκές συνθήκες, η εθνικοποίηση των τραπεζών και η γενναία αναδιανομή εισοδήματος, απλώς διαμορφώνουν μια αναγκαία συνθήκη, δεν καλύπτουν όλα τα ζητήματα που αφορούν την διαμόρφωση ενός εναλλακτικού υποδείγματος. Εδώ υπάρχει και ένα άλλο ζήτημα: ο στόχος μας είναι η «ανάπτυξη» οριζόμενη ως ποσοτική μεγέθυνση, με τον τρόπο που το συναντάμε στα εγχειρίδια οικονομίας, ή ο μετασχηματισμός; Στην πραγματικότητα παρότι ο στόχος προφανώς είναι ο μετασχηματισμός και άλλες κοινωνικές προτεραιότητες πέραν της ποσοτικής μεγέθυνσης, την ίδια στιγμή σε πρώτη φάση ένας βαθμός «αναπτυξιακής» δυναμικής θα είναι απαραίτητος για να μην καταρρεύσει μια οικονομία που σε μεγάλο βαθμό θα παραμένει προφανώς στηριζόμενη στην αγορά και σε καπιταλιστικές σχέσεις. Αυτό σημαίνει ότι κρίσιμες παράμετροι όπως η απασχόληση δεν θα καθορίζονται από τις όποιες άμεσες παρεμβάσεις αλλά και από το πώς θα πηγαίνει «συνολικά» η οικονομία. Από την άλλη, όμως, μια αριστερή πολιτική δεν μπορεί να είναι απλώς η ανάπτυξη, γιατί από ένα σημείο και μετά η επίτευξηυψηλών αναπτυξιακών ρυθμών εν μέσω καπιταλιστικών συνθηκών εκ τω πραγμάτων θα σημαίνει αναπαραγωγή και του ηγεμονικού τεχνολογικού και κοινωνικού παραδείγματος. Εδώ ακριβώς είναι που ξεδιπλώνεται μια διαλεκτική του πειραματισμού και του μετασχηματισμού που στην πραγματικότητα συμπυκνώνει το ερώτημα μιας σύγχρονης σοσιαλιστικής στρατηγικής. Δηλαδή, δεν μπορούμε από ένα σημείο και μετά να κινούμαστε με τη λογική του «μαύρου κουτιού» όπου απλώς καθορίζουμε τις εισροές και χωρίς έλεγχο στον πυρήνα των οικονομικών δραστηριοτήτων περιμένουμε να δούμε αναπτυξιακά αποτελέσματα. Είναι επίσης σαφές ότι από ένα σημείο και μετά ακόμη και το ποιοι δείκτες θα θεωρούνται σημαντικοί θα είναι ένα επίδικο της ταξικής πάλη και της πάλης για το μετασχηματισμό. Για παράδειγμα το ποσοστό απασχόλησης και η αντιστροφή της ανεργίας θα είναι πιο κρίσιμο και θα απαιτεί εκείνες τις παρεμβάσεις που θα το κάνουν εφικτό αντί απλώς να περιμένουμε η όποια αναπτυξιακή δυναμική να αντιμετωπίσει τη σημερινή παρατεταμένη ανεργία.
Αυτό σημαίνει εξαρχής μια προσπάθεια για έναν οικονομικό σχεδιασμό διαφορετικό. Εδώ θα πρέπει να πούμε ότι ένα από τα σοβαρά προβλήματα που δημιούργησε όλη η περίοδος της «ανάπτυξης» μετά το 1994 ήταν ότι όλα στηρίχτηκαν απλώς σε στόχους ποσοτικούς, στο βαθμό απορρόφησης κοινοτικών πόρων, στον ολοένα και φτηνότερο δανεισμό, στην προσδοκία εύκολων κερδών έτσι. Την ίδια στιγμή στην πραγματικότητα παραγωγικοί κλάδοι ολόκληροι σταδιακά απαξιώνονταν και διαλυόταν ο παραγωγικός ιστός της χώρας. Αυτό μπορεί να εξηγήσει τη στροφή στις υπηρεσίες, την υπερανάπτυξη του χρηματοοικονομικού τομέα, την λογική ότι οικονομικός σχεδιασμός είναι η σύνταξη «τεχνικών δελτίων» για το ΚΠΣ ή το ΕΣΠΑ, τις «επενδύσεις» που ήταν απλώς και μόνο για να απορροφήσουν κονδύλια, τα προγράμματα «κατάρτισης» που ήταν απλώς τρόποι τεχνητής προσωρινής μείωσης του ποσοστού ανεργίας. Αποτέλεσμα αυτής της τάσης τόσο σε επίπεδο διοίκησης όσο και σε επίπεδο τραπεζών ή ακόμη και επιχειρήσεων, αλλά και στην ανώτατη εκπαίδευση, κρίσιμες δεξιότητες και γνώσεις που σχετίζονται με την κλαδική πολιτική να απαξιώνονται και σταδιακά να χάνονται. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται μια διαφορετική λογική για την ίδια την έννοια του προγραμματισμού, με βάση τους ίδιους τους παραγωγούς, τα συνδικάτα, τα τοπικά κινήματα, συλλογικές συμμετοχικές διαδικασίες για το πώς μπορούμε σε κάθε κλάδο και σε κάθε περιοχή να έχουμεδιαδικασίες που να μπορούν να σχεδιάσουν αυτή τη διαφορετική πορεία.
Υπάρχει κίνδυνος όλη αυτή η ενασχόληση με το ερώτημα ενός αναπτυξιακού μοντέλου να μας οδηγήσει σε μια μεταρρυθμιστική τοποθέτηση; Μήπως κινδυνεύουμε να βαδίσουμε στο δρόμο του αριστερού ρεφορμισμού της δεκαετίας του 1970 που έβαζε την ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων πάνω από όλα υποτιμώντας τις παραγωγικές σχέσεις και την ανάγκη κοινωνικού μετασχηματισμού; Μήπως υποτιμούμε τις ταξικές στρατηγικές; Προφανώς και το κομβικό στοιχείο είναι η όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού και των ταξικών αγώνων. Όμως, η πάλη για την ηγεμονία των δυνάμεων της εργασίας δεν περνάει απλώς από την όξυνση των ταξικών αγώνων, αλλά και από το εάν καταδεικνύουν ότι μπορούν να είναι η ηγετική δύναμη μιας κοινωνίας και μιας χώρας. Και αυτό σημαίνει να μπορούν να εγγυηθούν απέναντι στο σύνολο των υποτελών τάξεων ότι σε αυτή τη χώρα μπορεί να υπάρξει παραγωγή των αναγκαίων αγαθών, με τρόπο δίκαιο και μη εκμεταλλευτικό, ότι μπορούν να καλύπτονται οι βασικές ανάγκες, ότι μπορεί να υπάρχει πραγματική ευημερία. Αυτό ακριβώς καλύπτεται από το ερώτημα και την πρόκληση ενός εναλλακτικού παραγωγικού υποδείγματος. Η διαδικασία αυτή δεν αφορά απλώς την «ανάπτυξη» αλλά και τις κοινωνικές σχέσεις και τον μετασχηματισμό τους. Αφορά τις νέες μορφές δημοκρατικού κοινωνικού σχεδιασμού. Προϋποθέτει την εμπέδωση μορφών αυτοδιαχείρισης και εργατικού ελέγχου.
Η διαδικασία αυτή έχει σαφή σοσιαλιστικό ορίζοντα. Αυτό σημαίνει ότι ήδη από την αρχή συγκρούεται με τις δυνάμεις του κεφαλαίου. Προφανώς και από ένα σημείο και μετά απαιτείται μια κρίσιμη τομή: αυτή που αφορά τον πυρήνα των καπιταλιστικών σχέσεων ιδιοκτησίας ως συμπύκνωση των καπιταλιστικών παραγωγικών σχέσεων. Χωρίς αυτήν το πέρασμα σε μια διαδικασία σοσιαλιστικού μετασχηματισμού δεν μπορεί να λάβει χώρα. Το πώς και το πότε προφανώς θα είναι υπόθεση της εξέλιξης των ταξικών αγώνων, αλλά δεν πρέπει να το παραβλέπουμε.Αυτό ακριβώς καθιστά επιτακτική και την αναμέτρηση με τα ερωτήματα μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής.
Είναι επίσης σαφές ότι από ένα σημείο και μετά η διαδικασία αυτή απαιτεί ανατροπές και τομές και στο επίπεδο του κράτους. Η σημερινή μορφή των κρατικών μηχανισμών αποτυπώνει στην υλικότητα της θεσμική της διάρθρωσης, στο θεσμικό της πλαίσιο, στις πρακτικές και τις νοοτροπίες των κρατικών στελεχών, στη διάρθρωση των εξουσιών και των φορέων τους. Από ένα σημείο και μετά αυτό σημαίνει σύγκρουση με αυτού. Ένα μέρος της σύγκρουσης οφείλει να ξεκινήσει αμέσως μέσα από μια Συντακτική Διαδικασία που να κατοχυρώνει ανώτερες μορφές δημοκρατίας και συμμετοχής, πρακτικές εργατικού και κοινωνικού ελέγχου, να βάζει πραγματικούς περιορισμούς στην καπιταλιστική ιδιοκτησία, να κατοχυρώνει την αυτοδιαχείριση, να κατοχυρώνει μορφές δημοκρατικού ελέγχου και της δικαιοσύνης και των κατασταλτικών μηχανισμών, να κατοχυρώνει την ανάκτηση της εθνικής και λαϊκής κυριαρχίας απέναντι στους ιμπεριαλιστικούς μηχανισμούς. Όμως, από ένα σημείο και μετά η σύγκρουση θα είναι ιδιαίτερα πραγματική και σκληρή, καθώς τα στηρίγματα των αστικών δυνάμεων μέσα στους κρατικούς μηχανισμούς θα κάνουν ό,τι μπορούν για να υπονομεύσουν τη μετασχηματιστική διαδικασία.
Κομβική πλευρά αυτής της διαδικασίας και η ύπαρξη ενός ρωμαλέου και αυτόνομου λαϊκού κινήματος. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε ότι όλα όσα περιγράψαμε είναι υπόθεση απλώς μιας κυβέρνησης που εκπροσωπεί τη λαϊκή βούληση και αξιοποιεί τις υπάρχουσες θεσμικές δυνατότητες για να εφαρμόσει αυτό το πρόγραμμα. Είναι σαφές ότι η ύπαρξη μιας κυβέρνησης που εκπροσωπεί τις δυνάμεις της εργασίας δεν σημαίνει και κατοχή της πολιτικής εξουσίας για την υλοποίηση αυτής της πολιτικής. Στην πραγματικότητα μεγάλο μέρος της πραγματικής εξουσίας θα παραμένει στα χέρια των δυνάμεων του κεφαλαίου και των στηριγμάτων τους μέσα στον κρατικό μηχανισμό. Απέναντι σε αυτό χρειάζεται από τη μεριά των λαϊκών δυνάμεων ένα πλεόνασμα ισχύος που να μπορεί να αντιπαρατεθεί σε αυτή την ανισότητα μέσα στο ίδιο το κράτος. Εδώ είναι που υπεισέρχεται ο ρόλος των αυτόνομων μορφών οργάνωσης του ίδιου του λαϊκού κινήματος: συνδικάτα, αγροτικοί σύλλογοι, φοιτητικοί σύλλογοι, λαϊκές συνελεύσεις, επιτροπές γειτονιάς, τοπικά κινήματα, κινήματα αλληλεγγύης, εναλλακτικά δίκτυα. Όλα αυτά σημαίνουν τη διαρκή πίεση και απαίτηση για να προχωράει ακόμη περισσότερο η μετασχηματιστική διαδικασία, την κατοχύρωση στην πράξη ακόμη και εάν δεν υπάρχουν θεσμικές δυνατότητες, των πρακτικών αυτοδιαχείρισης, τον περιορισμό των περιθωρίων αυθαιρεσίας των εργοδοτών, την κατοχύρωση των ελεύθερων χώρων, την πίεση για την κατοχύρωση του δημόσιου χαρακτήρα κρίσιμων υποδομών. Σημαίνει ακόμη τη δυνατότητα αυτοάμυνας απέναντι στις κάθε λογής αυθαιρεσίες και σαμποταρίσματα που μπορεί να υπάρξουν. Σημαίνει την αναγκαία πολιτικοποίηση και ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών μαζών και το ανέβασμα της πολιτικοποίησής τους.
Και εδώ έρχεται και το ζήτημα της «αγοράς». Η αγορά δεν είναι απλώς ένα «επιφαινόμενο» των καπιταλιστικών κοινωνικών που μπορεί να αντικατασταθεί από το «σχέδιο» όπως υποστήριξε για πολύ καιρό μια ορισμένη παράδοση μέσα στο κομμουνιστικό κίνημα. Η αγορά είναι ένας ολόκληρος μηχανισμός κοινωνικοποίησης επιμέρους ιδιωτικών εργασιών, που συμπυκνώνει και ταυτόχρονα αναπαράγει τον πυρήνα, την αξιακή μορφή ως ειδική έκφραση των καπιταλιστικών κοινωνικών σχέσεων. Ταυτόχρονα, είναι ιδεολογία και βαθιά ριζωμένη νοοτροπία. Είναι μια «ανθρωπολογική» συνθήκη. Το ξερίζωμα της αγοράς απαιτεί έναν πολύ ευρύτερο μετασχηματισμό και αυτό δεν γίνεται με διαταγές. Όμως, δεν γίνεται και με υποτίμηση του πώς η αγορά φέρνει μαζί της και την καπιταλιστική λογική, την λογική της παραγωγικότητας και του κέρδους. Επομένως, αυτό σημαίνει στην πραγματικότητα μια ενεργή αντίφαση, μια πραγματική διαλεκτική. Η αγορά θα υποχωρεί όσο θα αναπτύσσεται ο δημόσιος τομέας της οικονομίας, ο τομέας των αυτοδιαχειριζόμενων επιχειρήσεων, ο τομέας των εναλλακτικών δικτύων, όσο θα επεκτείνονται μορφές δημοκρατικής συμμετοχής στον κοινωνικό σχεδιασμό.
Όλα αυτά βάζουν και μια ακόμη παράμετρο. Δεν μπορούμε να φανταστούμε αυτή τη διαδικασία μετασχηματισμού χωρίς στην πραγματικότητα μια πολιτιστική επανάσταση, με τον τρόπο που τη στοχάστηκε και ο Λένιν αλλά και ο Μάο. Δηλαδή, και ως σοκ πολιτικοποίησης και πολιτικής διανοητικότητας όπως το θέλησε ο Λένιν για να μπορούν να συμμετέχουν οι προλετάριοι στη σοσιαλιστική δημοκρατία και οικοδόμηση, και ως προσπάθεια μετασχηματισμού και των παραγωγικών σχέσεων και των συλλογικών μορφών συνείδησης που αποπειράθηκε η Πολιτιστική Επανάσταση στην Κίνα. Χωρίς έναμορφωτικό κίνημα, χωρίς την διανοητικότητα που συνοδεύει την ενεργή συμμετοχή, χωρίς την αλλαγή σε επίπεδο αξιών, δεν μπορεί να προχωρήσει η διαδικασία μετασχηματισμού, θα κινδυνεύει να είναι μετέωρη και διακυβευόμενη.