Για την ταξική ανασυγκρότηση του συνδικαλιστικού κινήματος
Σε μια περίοδο κατά την οποία είναι σαφές ότι η απάντηση στην κρίση από τη σκοπιά των συμφερόντων των εργαζομένων θα είναι συνολική και πολιτική, μια τακτική για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος είναι περισσότερο από ποτέ αναγκαία. Και αυτό γιατί δεν μπορεί να αρθρωθεί η όποια απάντηση, να κατακτήσει τις πλατιές μάζες και να γίνει πραγματική υλική δύναμη αν δε στηρίζεται από ένα ισχυρό κοινωνικό κίνημα, κέντρο του οποίου θα είναι ένα ισχυρό και πολιτικοποιημένο εργατικό κίνημα. Η σύγκρουση στους χώρους εργασίας, πρέπει να είναι ο πυρήνας μιας πολύμορφης κοινωνικής κινητοποίησης που θα ξετυλίγεται και έξω από τους χώρους εργασίας και με μορφές πέρα από τις παραδοσιακές του εργατικού κινήματος. Τα δίκτυα αλληλεγγύης, οι διάφορες μορφές ανυπακοής και απειθαρχίας στα κάθε λογής χαράτσια, οι κινητοποιήσεις ενάντια στην καταστολή ή ακόμα και οι αγώνες ενάντια στην περιβαλλοντική υποβάθμιση και τις μορφές που παίρνει στην εποχή της κρίσης, αλλά και η δημιουργία νέου τύπου θεσμών και διαδικασιών, είναι κομμάτια της ίδιας κοινωνικής διεργασίας και οφείλουν να ενοποιούνται πολιτικά στα ίδια σημεία αναφοράς και στις ίδιες επιδιώξεις.
Για την κατάσταση και τηδράση του εργατικού κινήματος
Όπως η συνολική πορεία του εργατικού κινήματος δεν είναι ευθύγραμμη, καθώς υπάρχουν τομές και ρήξεις, αλλά και ασυνέχειες και πισωγυρίσματα, έτσι και η ανάπτυξή του είναι εξαιρετικά άνιση ανάμεσα σε χώρους εργαζομένων, κλάδους και τομείς της παραγωγής καιτέλος ανάμεσα στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα. Σήμερα υπάρχουν και διαφορετικοί βαθμοί συνδικαλιστικής κάλυψης των εργαζομένων, αλλά και διαφορετικοί όροι λειτουργίας και δράσης των ίδιων των σωματείων. Ένα ευρύ φάσμα πρακτικών και δομών ξεδιπλώνεται μπροστά μας: από τους χώρους εργασίας στους οποίους υπάρχει πραγματική συνδικαλιστική έρημος χωρίς να υπάρχουν ούτε σωματεία, ούτε συνδικαλισμένοι εργαζόμενοι, ή στους οποίους υπάρχουν μικρά σωματεία και μερική συνδικαλιστική κάλυψη (κομμάτια του ιδιωτικού τομέα, ελαστική εργασία κλπ.), μέχρι χώρους εργασίας με μεγάλη συνδικαλιστική κάλυψη και δομημένα σωματεία με πλήρη πολιτική ζωή (οι ΔΕΚΟ, το δημόσιο και οι τράπεζες, κάποιοι παραδοσιακοί μεγάλοι χώροι του ιδιωτικού τομέα).
‘Ένα από τα κεντρικά ερωτήματα για το υπαρκτό εργατικό κίνημα σήμερα, είναι αν τελικά μπορούν να υπάρξουν νικηφόροι εργατικοί αγώνες στην εποχή του μνημονίου. Αυτό το ερώτημα είναι στενά δεμένο με το ερώτημα για το ρόλο των κλαδικών αγώνων σήμερα, και τη σχέση τους με τους πανεργατικούςαγώνες και για το ποια πρέπει να είναι τελικά η επιδίωξη της κάθε κινητοποίησης σήμερα. Όσο και αν τονίζουμε ότι η λύση θα είναι συνολική και πολιτική, είναι λάθος να φτάνουμε σε μια σειρά συνεπαγωγές που στην ουσία και μηχανιστικά σχήματα αναπαράγουν, και σε τελική ανάλυση στην αποδυνάμωση του κινήματος συντελούν. Οι κατευθύνσεις του μνημονίου δε σημαίνει ότι είναι επιλογές χωρίς αντιφάσεις και ότι δεν επηρεάζονται από την ταξική πάλη και το συσχετισμό δυνάμεων εντός των χώρων που θα εφαρμοστούν κάθε φορά, χωρίς να σημαίνει ότι μπορούμε να φανταστούμε ότι μπορούν να υπάρξουν εργασιακοί χώροι –γαλατικά χωριά. Οι δυσκολίες και τα προσκόμματα που αντιμετωπίζει το κράτος στο θέμα των απολύσεων στο δημόσιο, ή οι διαστάσεις που πήρε το κίνημα ενάντια στα χαράτσια και οι επιμέρους επιτυχίες του είναι ενδεικτικές.
Σε αυτό το πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία ο κλαδικός αγώνας σήμερα, όχι γιατί θα ανατρέψει συνολικά τις μνημονιακές τομές, αλλά γιατί επηρεάζει τους ρυθμούς της υλοποίησης της κυρίαρχης πολιτικής και τις μορφές που παίρνει και ταυτόχρονα φθείρει τον αντίπαλο και επιτρέπει στο λαϊκό κίνημα να διατηρεί ή να κατακτά θέσεις. Οι μάχες που δίνουν συγκεκριμένοι κλάδοι και χώροι είναι σημαντικές γιατί, στο πλαίσιο ενός παρατεταμένου ανταρτοπολέμου, δημιουργούν ακόμα και για τα πιο μικρά ζητήματα μείζονες πολιτικές συγκρούσεις, μπορούν να πετύχουν καθυστερήσεις, ανασχέσεις ή και τροποποιήσεις του συνολικού σχεδιασμού, και όπως έχει αποδείξει η εμπειρία είναι και ταυτόχρονα είναι αυτοί οι αγώνες που έχουν στηρίξει και δώσει ώθηση και στα συνολικά πανεργατικά γεγονότα. Το ζητούμενο σήμερα είναι να μπορούν να κινητοποιούνται οι κλάδοι που βάλλονται, χωρίς να δίνουν την εντύπωση ότι πέφτουν στο συντεχνιακό ή στον αναποτελεσματικό σήμερα συνδικαλισμό που θα ταίριαζε στην περίοδο του σοσιαλδημοκρατικού κοινωνικού συμβολαίου.
Για τους αναγκαίους σήμερα αγώνες
Εδώ τίθεται το ζήτημα του τι αγώνες χρειάζονται σήμερα. Η μορφή της πολιτικής διαμαρτυρίας, όπως είναι οι ξεκομμένες από κάθε σχέδιο πανεργατικές απεργίες, είναι σαφές ότι δεν επαρκεί και δεν μπορεί να εξυπηρετήσει ένα σχέδιο ανατροπής. Αυτό που χρειάζεται είναι συντονισμένοι και με διάρκεια αγώνες, πολύμορφοι που θα δίνουν πραγματικές μάχες, θα νεκρώνουν κρίσιμους τομείς για την παραγωγή, την αναπαραγωγή του κεφαλαίου και τις υποδομές και θα μπορούν και από την πολιτική τους στοχοθεσία και από τη μορφή με την οποία δίνονται σε ένα συνολικότερο κίνημα.
Το ερώτημα είναι που μπορούν να γίνουν –ή έστω είμαστε πιο κοντά στο να γίνουν τέτοιου τύπου αγώνες. Στον ασυνδικάλιστο ιδιωτικό τομέα, σε χώρους όπου κυριαρχεί η εργοδοτική τρομοκρατία και σε χώρους με αδύναμα ή εικονικά συνδικάτα, είναι δύσκολο να ξεσπάσουν τέτοιου τύπου αγώνες. Αυτό δε σημαίνει βέβαια ότι σε αυτούς τους χώρους δεν μπορούν να υπάρξουν αντιστάσεις, ή ότι θα μείνουν εκτός κινήματος. Αντίθετα, δεν μπορεί να υπάρξει «κινηματική άνοιξη» χωρίς την εμπλοκή αυτών των χώρων. Όμως στη φάση που βρισκόμαστε ιδιαίτερο βάρος πέφτει στο οργανωμένο συνδικαλιστικό κίνημα των μεγάλων χώρων του ιδιωτικού τομέα, των ΔΕΚΟ και του δημοσίου, γιατί και κάποιες κατακτήσεις διατηρούνται και συνδικαλιστική οργάνωση και εμπειρία υπάρχει. Οι χώροι που συγκρούστηκαν το προηγούμενο διάστημα (ΟΤΑ, δημόσιο για απολύσεις, ΜΕΤΡΟ ή ΠΝΟ στον ιδιωτικό τομέα), είχαν τέτοια χαρακτηριστικά. Αυτοί οι αγώνες μπορούν να λειτουργήσουν προωθητικά και για άλλους χώρους. Για να γίνει όμως αυτό υπάρχουν συγκεκριμένες προϋποθέσεις: σύγκρουση με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τις λογικές που προβάλει εντός αυτών των χώρων (με το συντεχνιασμό, την αυταπάτη της εξαίρεσης με διαπραγματεύσεις κάτω από το τραπέζι, την ηττοπάθεια), αξιοποίηση ρηγμάτων στο εσωτερικό της, συγκρότηση αγωνιστικών πρωτοποριών και μετωπική αγωνιστική δράση των αριστερών δυνάμεων. Προϋπόθεση για όλα αυτά είναι να δοθεί το βάρος στην ανάληψη της πρωτοβουλίας από τους ίδιους τους εργαζόμενους, μέσα από τις συνελεύσεις και το ζωντάνεμα των διαδικασιών στα σωματεία.
Πέρα όμως από τα παραπάνω, για την ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, είναι κομβική η άρθρωση συνδικαλιστικών πρακτικών στον ιδιωτικό τομέα. Σε αυτή την κατεύθυνση χρειάζεται η αξιοποίηση και όλου του παραδοσιακού οπλοστασίου του κινήματος, αλλά και μία λεπτομερής ανάγνωση των νέων συνθηκών και ερωτημάτων. Στον ιδιωτικό τομέα, καθώς μεγάλο κομμάτι των εργαζομένων είτε είναι ασυνδικάλιστο και δεν έχει καμία εμπειρία συνδικαλιστικών πρακτικών, είτε εργάζεται υπό την απειλή της απόλυσης,κάθε μικρή κίνηση είναι σημαντική. Πρώτο μέλημα πρέπει να είναι το να σπάει ο ατομισμός στους χώρους δουλειάς και να δημιουργούνται συλλογικότητες, πράγμα που περνάει ακόμα και μέσα από απλά και καθημερινά πράγματα. Αν και το ζητούμενο είναι τα σωματεία, δεν μπορούμε να εγκλωβιζόμαστε μόνο σε μία μορφή. Είτε μπορεί να στηθεί επιχειρησιακό σωματείο, είτε μπορεί να υπάρξει σωματειακή επιτροπή κλαδικού σωματείου, είτε μια άτυπη αρχική πρωτοβουλία εργαζομένων, το κυρίαρχο είναι να συγκροτηθούν συλλογικότητες και να υπάρξουν συγκρούσεις στον ιδιωτικό τομέα.
Από εκεί και πέρα, ακόμα και εκεί που υπάρχουν συνδικάτα δεν μπορούν να συνεχίσουν με την πεπατημένη της προηγούμενης εποχής, όταν υπήρχεμια ΣΣΕ, και μπορούσε να διεκδικηθεί με ευνοϊκούς όρους η τήρησή της. Πρέπει να αρχίσουμε ξανά από την αρχή, να ξεκινήσουμε ξανά με βασικές πρακτικές του εργατικού κινήματος. Τώρα που τα σωματεία δεν έχουν κάτι χειροπιαστό, όπως οι ΣΣΕ, να παρουσιάσουν και να συσπειρώσουν τους συναδέλφους, πρέπει να γυρίσουμε στις εποχές που η εργατική νομοθεσία δεν υπήρχε και το καθετί ήταν αντικείμενο σκληρού αγώνα. Διαφορετικά η επίθεση θα βαθαίνει, τα σωματεία θα γίνονται όλο και πιο άμαζα και ανίσχυρα και οι αντεργατικές πολιτικές θα εμπεδώνονται. Σε μια περίοδο ανταρτοπολέμου, κάθε αντίσταση έχει τη σημασία της και μάχες πρέπει να δίνονται παρά τις δυσκολίες παντού.
Για το κομμάτι της ανεργίας
Η απάντηση στην ανεργία είναι από τα κεντρικά θέματα για το εργατικό κίνημα σήμερα. Ο στόχος μας δεν μπορεί να είναι άλλος από το να εμφανιστούν οι άνεργοι και ως κοινωνική δύναμη. Αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να γίνει προσπάθεια να συγκροτηθούν κινήσεις και επιτροπές ανέργων. Δεν μπορούμε να μιλήσουμε για μία μόνο δομή οργάνωσης ανέργων, καθώς ούτε αυτή η κατηγορία μπορεί να είναι ενιαία. Για κατηγορίες ανέργων με επαγγελματική ταυτότητα, το σημαντικότερο είναι να παραμένουν μέσα στα αντίστοιχα σωματεία, τα οποία θα μπορούν να εκφράζουν και συγκεκριμένες διεκδικήσεις, έστω και σε ειδικές επιτροπές. Ειδικά στο δημόσιο το θέμα της ανεργίας οφείλει να ανοίξει μαζί με τις απολύσεις. Από εκεί και πέρα όμως, χρειάζεται να γίνει πολύ μεγάλη προσπάθεια να ενταχθεί η μεγάλη μάζα των ανέργων στο κοινωνικό κίνημα, και η δράση σε τοπικό επίπεδο φαίνεται να προσφέρεται περισσότερο. Τόσο με την εκδήλωση έμπρακτης αλληλεγγύης σε όσους αντιμετωπίζουν σοβαρές δυσκολίες, όσο και με την προσπάθεια συγκρότησης χώρων συζήτησης και κινητοποίησης. Όπου λειτουργούν λαϊκές συνελεύσεις, όπου υπάρχουν κοινωνικά κέντρα ή εργατικές λέσχες, πρέπει να μπει από εμάς το θέμα της δουλειάς στους άνεργους. Και στην ίδια κατεύθυνση, όπου δεν υπάρχουν πιο πλατιά σχήματα, πρέπει να κινηθούν και οι τοπικές ΑΝΤΑΡΣΥΑ, σχεδιάζοντας συγκεκριμένες πρωτοβουλίες απεύθυνσης και πρωτίστως αλληλεγγύης. Δεν πρέπει να ξεχνάμε το εξής: ότι στο χώρο της ανεργίας θα κερδίσει όποιος μπορέσει να στηρίξει σε ένα πρώτο επίπεδο έμπρακτα ανθρώπους και ταυτόχρονα θα μπορέσει να δώσει πολιτική προοπτική για τη λύση του προβλήματος.
. Συγκρότηση ενός ανεξάρτητου συνδικαλιστικού ρεύματος
Για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος είναι αναγκαία και η συγκρότηση ενός ανεξάρτητου ταξικού συνδικαλιστικού ρεύματος που θα μπορεί να περιλαμβάνει όλο το δυναμικό που δεν καλύπτεται από το ΠΑΜΕ ή την Αυτόνομη Παρέμβαση και θα βάζει μια διαφορετική κατεύθυνση στο συνδικαλιστικό κίνημα. Κρίσιμες για τη συγκρότηση ενός τέτοιου ρεύματος είναι οι πολιτικοσυνδικαλιστικές πρακτικές του οι οποίες ορίζονται από τον αντισυνδιαχειριστικό και τον κινηματικό -ρηξιακό χαρακτήρα τους, και την έμφαση στην ανεξάρτητη δράση των εργαζομένων. Δε μιλάμε για μία παράταξη με τη μορφή του ιμάντα μεταβίβασης μιας κομματικής γραμμής, αλλά ένα δίκτυο σε πιο πλατιά και «διάχυτη» μορφή, καθώς λόγω και της πολύ άνισης ανάπτυξης του εργατικού κινήματος δεν μπορεί να υπάρξει μια τυπική δομή που να ταιριάζει παντού (οργανωμένο σωματείο με πολιτική ζωή -σχήμα/ παράταξη) Όμως σήμερα είναι αναγκαίο ένα πρωτοπόρο αριστερό ριζοσπαστικό δυναμικό να σχεδιάζει από κοινού, να μπορεί να αλληλοτροφοδοτείται και παράλληλα αγωνιστές που βρίσκονται μόνοι τους ή σε χώρες που υπάρχουν μικρές συνδικαλιστικές δυνάμεις να μπορούν να στηριχθούν και να έχουν ευρύτερη αναφορά.. Σε ένα τέτοιο ρεύμα θα θέλαμε να συμμετέχουν τα σχήματα των Παρεμβάσεων σε δημόσιο -ιδιωτικό τομέα, μεμονωμένοι αγωνιστές, αγωνιστές από ευρύτερα αριστερά σχήματα αγωνιστικής κατεύθυνσης, άλλες ανεξάρτητες συνδικαλιστικές συλλογικότητες και μεμονωμένοι αγωνιστές με αντίστοιχη δράση.Όλο δηλαδή το δυναμικό που επιδιώκει να υπηρετήσει μια τέτοια κατεύθυνση χωρίς να ταυτίζεται με ένα μόνο χώρο της αριστεράς. Σε ένα τέτοιο δίκτυο οφείλει να συμμετέχει το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, δε θα είναι όμως το δίκτυο των αντικαπιταλιστών ή της ΑΝΤΑΡΣΥΑ.Αυτό που μπορεί να ενώσει πολιτικά ένα τέτοιο δυναμικό, πέρα από τη φυσιογνωμία και τη μορφή του συνδικαλισμού που πρεσβεύει είναι τα βασικά σημεία μιας τοποθέτησης που μπορεί να περιγράψει έναν άλλο δρόμο για την ελληνική κοινωνία με κέντρο βάρους τον αντιΕΕ χαρακτήρα και αιτήματα –στόχοι που θα συγκρούονται με τα σχέδια και τις επιλογές της αστικής τάξης για την εργασία.
Μετωπική δράση της αριστεράς στα σωματεία.
Σήμερα έχει κομβική σημασία για την ανασυγκρότησή του συνδικαλιστικού κινήματος η μετωπική δράση των δυνάμεων της αριστεράς μέσα στα σωματεία και το κίνημα, παράλληλα όμως είναι κομβική η κριτική σε προβληματικές αντιλήψεις. Έτσι έχει μεγάλη σημασία να πιέζεται το δυναμικό του ΠΑΜΕ, ώστε να εμπλέκεται σε μετωπική δράση στα σωματεία, ειδικά στο φόντο και της εσωκομματικής συζήτησης του ΚΚΕ. Αυτό όμως απαιτεί και διάθεση συνεννόησης, αλλά και αυστηρή πολεμική στην κυρίαρχη γραμμή του ΠΑΜΕ. Με τον ίδιο τρόπο χρειάζεται να αντιμετωπίζονται και οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ. Χρειάζεται μετωπική δράση, αλλά και κριτική, τόσο στη λογική του «ώριμου φρούτου», όσο και στον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζεται το θέμα των συντονισμών και των βημάτων για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος, αλλά και στην τακτική σύμπλευσης με τη γραφειοκρατία ή μεκομμάτια της. Σε κάθε περίπτωση έχει σημασία και να αποφεύγουμε τον ενδοαριστερό εμφύλιο, αλλά και την καθόλου προωθητική συγκάλυψη των αντιθέσεων.
Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων
Καθοριστική για την όποια διαδικασία ταξικής ανασυγκρότησης του συνδικαλιστικού κινήματος είναι η πολιτική και φυσιογνωμική ρήξη με τη συνδικαλιστική γραφειοκρατία και τη λογική της, καθώς με αυτόν τον τρόπο θα μπορέσει να ανακτήσει την αξιοπιστία του και απέναντι στους εργαζόμενους και την κοινωνία. Γι’ αυτό χρειάζεται και μια διαδικασίας ανασυγκρότησης των σωματείων όπου η βάση τους θα έχει τον κύριο ρόλο, αλλά και η δημιουργία εκείνου του κέντρου που θα μπορεί να αποκτά πραγματική πρωτοβουλία κινήσεων στο εργατικό κίνημα. Είναι σημαντικό ότι υπάρχουν ενιαία συνδικάτα, ομοσπονδίες κλπ. για όλους τους εργαζόμενους ανεξαρτήτως κομματικής προτίμησης, όμως χρειάζεται για να μπορέσει να αλλάξει η κατάσταση στο κίνημα, να υπάρχουν και οι δομές εκείνες που θα μπορούν να υλοποιούν σχεδιασμό άλλον από αυτόν της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, χωρίς να λειτουργούν ως «κομματικά» μέτωπα, όπως το ΠΑΜΕ. Γι’ αυτό και οι πρωτοβουλίες συντονισμού πρωτοβάθμιων σωματείων και μαχόμενων ομοσπονδιών θα παίξουν καθοριστικό ρόλο.Με αυτή τη λογική, βασικό εργαλείο για την ταξική ανασυγκρότηση του κινήματος το επόμενο διάστημα πρέπει να είναι ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων. Φυσικά, ο Συντονισμός Πρωτοβάθμιων Σωματείων δεν μπορεί να είναι, και δεν είναι, ο μόνος συντονισμός που υπάρχει αυτή την περίοδο. Είναι αναγκαίο να υπάρχουν –όπως συμβαίνει σε κάποιες περιπτώσεις- και επιμέρους συντονισμοί, κλαδικοί ή και τοπικοί (κάποιες φορές ακόμα και με τη συμμετοχή και άλλων φορέων πέρα από σωματεία). Το ζητούμενο όμως είναι η ενοποίηση και ο συντονισμός των επιμέρους κινήσεων μέσα από το Συντονισμό των Πρωτοβάθμιων Σωματείων, ώστε να μπορεί να υπάρχει παρέμβαση στην όλη κίνηση του εργατικού κινήματος. Για να μπορεί να λειτουργεί έτσι ο Συντονισμός οφείλει να είναι πραγματική διαδικασία σωματείων και αγωνιστών, και όχι μία απλή σύμπραξη πολιτικών χώρων, ένα ακόμα μέτωπο που λειτουργεί σε επίπεδο συνεννόησης τάσεων. Το βασικό είναι να μπορεί να σχεδιάζει και να παίρνει πρωτοβουλίες-γι’ αυτό και πρέπει να ενισχυθεί με σωματεία, να μπορεί να χαράσσει κατεύθυνση για το εργατικό κίνημα, να στηρίξει αγώνες και να έχει πραγματική ζωή και συζήτηση στο εσωτερικό του, ώστε να γίνει ένα πραγματικά διαφορετικό κέντρο στο συνδικαλιστικό κίνημα.
Στο ίδιο πλαίσιο η συζήτηση για την οργανωτική συγκρότηση του εργατικού κινήματος πρέπει να ανοίξει. Η σημερινή γεωγραφία των συνδικάτων και των ομοσπονδιών πρέπει να επανεξεταστεί, από τη σκοπιά και της καλύτερης οργάνωσης του αγώνα και της κάλυψης μεγαλύτερου κομματιού εργαζομένων, αλλά και του σπασίματος του συντεχνιασμού και του χτυπήματος της γραφειοκρατίας. Για παράδειγμα σε μεγάλες ομοσπονδίες, όπως είναι η ΟΛΜΕ και η ΔΟΕ, πρέπει να μπαίνει το θέμα της ενοποίησης, καθώς μιλάμε για εργαζόμενους με πολύ μικρές διαφορές. Με τον ίδιο τρόπο έχει σημασία να τοποθετηθούμε και στο ζήτημα της σχέσης ΓΣΕΕ –ΑΔΕΔΥ, καθώς η ύπαρξη δύο συνομοσπονδιών δεν πάει μπροστά το κίνημα.
Για ένα σύγχρονο διεκδικητικό πλαίσιο
Σήμερα ένα από τα προβλήματα που έχει να αντιμετωπίσει το εργατικό κίνημα είναι η επεξεργασίας και συγκεκριμένων στόχων πάλης. Μπορεί ο στόχος της «ανατροπής του μνημονίου» να ενοποιεί τις αντιστάσεις και πολλές φορές να βγάζει κόσμο σε κεντρικά πολιτικά γεγονότα, όμως είναι έλλειμμα το ότι δεν περιγράφονται έστω στόχοι του κινήματος που να ανταποκρίνονται στις νέες συνθήκες με βάση τις ανατροπές που έχει φέρει το μνημόνιο. Τα συνδικάτα συγκροτούνται πρωτίστως στη βάση συγκεκριμένων διεκδικήσεων και όχι στη βάση γενικών πολιτικών στόχων. Δεν μπορεί να υπάρξει συνδικαλιστικό κίνημα. μόνο με πολιτικούς στόχους, ενώ και μικρές νίκες ή τροποποιήσεις όταν κατακτιούνται ως συλλογική διεκδίκηση τονώνουν την αυτοπεποίθηση των εργαζομένων και λειτουργούν προωθητικά για το κίνημα.
Σήμερα χρειάζεται να περιγραφεί ένα πρόγραμμα που θα μπορείνα αντιπαρατεθεί στην κυρίαρχη πολιτική και να εκφράσει τις ανάγκες των εργαζομένων στην εποχή μας. Ένα τέτοιο πρόγραμμα δεν έχει σχέση ούτε με τη δημιουργία και την παράθεση ενός «πλασίου αιτημάτων», ούτε με τον βερμπαλισμό ή με την παράθεση αντικαπιταλιστικών στόχων. Απαιτείτον εντοπισμό των κρίσιμων σημείων στα οποία σήμερα συγκρούονται το κεφάλαιο και η εργασία (απολύσεις, συμβάσεις, ελαστικές εργασιακές σχέσεις, αναδιανομή του πλούτου κλπ.), χρειάζεται να μπορεί να ενοποιεί τις διεκδικήσεις διαφορετικών τμημάτων εργαζομένων (δημόσιο, ιδιωτικό, ελαστική εργασία), να δίνει προοπτική για τον κόσμο της ανεργίας και να μπορεί να δένει τις επιμέρους διεκδικήσεις με πολιτικούς στόχους που ορίζουν τη ρήξη με την αστική πολιτική σήμερα και δείχνουν ένα διαφορετικό δρόμο. Ένα τέτοιο πλαίσιο πρέπει να μπορεί να λάβει υπόψη του και το συσχετισμό δυνάμεων, αλλά και τις βασικές ανάγκες των εργαζομένων, ενώ παράλληλα πρέπει να αναδεικνύει την πάλη για τα δημοκρατικά και συνδικαλιστικά δικαιώματα και ελευθερίες καθώς αυτή αποτελεί είναι όρο εκ των ουκ άνευ για την ύπαρξη αγώνων. Παράλληλα είναι σημαντικό να υπάρχουν στόχοι πάλης που θα δίνουν στους αγώνες πανκοινωνικές αναφορές, ώστε να σπάει η απομόνωση των αγώνων και ο κοινωνικός αυτοματισμός και να δημιουργούνται συμμαχίες. Ειδικά σε ότι ότι αφορά αγαθά όπως είναι η παιδεία, η υγεία, ή ακόμα και οι δημόσιες υπηρεσίες είναι σημαντικό να μπορεί να αρθρωθεί ένας λόγος που θα προασπίζεται το δημόσιο χαρακτήρα των αγαθών αυτών και παράλληλα δε θα υπερασπίζεται απλά το υπάρχον, αλλά θα διεκδικεί και μια νέα κατάσταση. Το επόμενο διάστημα οφείλουμε μέσα στις διαδικασίες του κινήματος να επεξεργαστούμε τους παρακάτω άξονες:
Αγώνας ενάντια στη φτώχεια και για την αξιοπρεπή διαβίωση, την ανεργία και τις απολύσεις.
Αγώνας για τη διασφάλιση των εργασιακών και των ασφαλιστικών δικαιωμάτων.
Αγώνας για την προάσπιση των δημόσιων αγαθών
Αγώνας για τα δημοκρατικά δικαιώματα
Αγώνας για έναν άλλο δρόμο
Όλα τα παραπάνω είναι σημαντικό να μπορέσει να τα συζητήσει και το δυναμικό της ΑΝΤΑΡΣΥΑ, ώστε να μπορέσει να στηρίξει πολύ συγκεκριμένες πρωτοβουλίες. Σήμερα η συγκρότηση γραμματείας συνδικαλιστών και η πραγματοποίηση συνδικαλιστικής ημερίδας της ΑΝΤΑΡΣΥΑ είναι αναγκαία βήματα σε αυτή την κατεύθυνση αυτή, αλλά και σοβαρή συζήτηση για το κίνημα και στη συνδιάσκεψη της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αλλιώς θα συνεχίσουν να αναπαράγονται σχεδιασμοί που δε συναντιούνται πουθενά και το δυναμικό της να προσφέρει στο κίνημα λιγότερα από τις δυνατότητές του.
Μπορεί οι δυσκολίες της περιόδου να φαίνονται βουνό, όμως και ο αντίπαλος δεν είναι περισσότερο αισιόδοξος. Με καθαρό μυαλό, αυτοπεποίθηση και σκληρό αγώνα, μπορούμε να τους νικήσουμε!