Για την διεθνή κατάσταση

1. Η παγκόσμια οικονομία είναι σε φάση σχετικής ανάπτυξης, συμπεριλαμβανομένης και της ευρωπαϊκής οικονομίας. Ωστόσο, την ίδια στιγμή η κερδοφορία δεν έχει επανέλθει σε προ κρίσης επίπεδα ανάπτυξης ούτε και οι ρυθμοί ανάπτυξης, ακόμη και οικονομιών-ατμομηχανών. Την ίδια στιγμή και το χρέος έχει διογκωθεί όπως και η αξία των μετοχών και άλλων περιουσιακών στοιχείων (που παραπέμπει στη δυνητική δημιουργία νέων «φουσκών»). Τα στοιχεία αυτά παραπέμπουν σε αυτό που έχουμε χαρακτηρίσει ως τη μη ανάδυση ενός νέου οικονομικού, κοινωνικού και τεχνολογικού υποδείγματος που να εγγυάται μεγάλους μακροπρόθεσμους ρυθμούς κερδοφορίας αλλά και την εξ αποτελέσματος συνεχιζόμενη αντιφατική σχέση ανάμεσα στη σφαίρα της παραγωγής και τη σφαίρα της κυκλοφορίας. Η αντιφατική αυτή εικόνα της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας αποτελεί και υλική βάση των αντιθέσεων που διαπερνούν και την ιμπεριαλιστική αλυσίδα και την αποτύπωση διαφορετικών στρατηγικών και για τους όρους διεθνοποίησης του κεφαλαίου και για την πολιτική - «γεωπολιτική» αρχιτεκτονική του.

2. Οι ανταγωνισμοί στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα συνεχίζουν να κλιμακώνονται. Η αμερικανική εξωτερική πολιτική δείχνει να γίνεται σε πλευρές της πιο επιθετική με επικέντρωση σε ζητήματα όπως η πίεση προς τη Ρωσία, η Βόρεια Κορέα, το Ιράν ή η ακόμη μεγαλύτερη στήριξη στο Ισραήλ. Την ίδια στιγμή όμως παγιώνεται ένας συσχετισμός στη Συρία που ενισχύει τη θέση της Ρωσίας. Ενώ οι χειρισμοί σε ζητήματα όπως η πρεσβεία των ΗΠΑ στο Ισραήλ ή η συμπόρευση με την τρέχουσα ηγετική φράξια στην Σαουδική Αραβίας οδηγούν τις ΗΠΑ σε προστριβές ακόμη και με αραβικές χώρες και τη διεθνή κοινότητα. Την ίδια στιγμή η αναδυόμενη συμπόρευση ανάμεσα στη Ρωσία και στην Κίνα (όπου στην τελευταία παγιώθηκε η κυριαρχία της γραμμής του Σι Ζινπίνγκ) δεν αποτυπώνεται μόνο στην απόρριψη της αμερικανικής επιθετικότητας αλλά και ένα αίτημα διεθνοποίησης με άξονα τις επενδύσεις και τα εμπορικά δίκτυα σε αντιπαράθεση με τα στοιχεία «νεομερκαντιλισμού» της τρέχουσας αμερικανικής κυβέρνησης. Η όξυνση των ανταγωνισμών σημαίνει ότι θα τροφοδοτούνται με ακόμη μεγαλύτερη ένταση οι περιφερειακές πολεμικές συγκρούσεις όπου αυτοί, προς το παρόν, εκδηλώνονται.

3. Σημαντική εξέλιξη αποτελεί η Τουρκική επίθεση στους Κούρδους στην Αφρίν που σηματοδοτεί μια ακόμη επιθετική ενέργεια της κυβέρνησης Ερντογάν και μια παραπέρα εμπλοκή της στη Συριακή κρίση. Είναι εμφανές ότι μετά την ήττα του Ισλαμικού Κράτους και των άλλων τζιχαντιστικών οργανώσεων, η αντιπαράθεση μετατοπίζεται στα ζητήματα που αφορούν το μέλλον των Κούρδων, με της ΗΠΑ να προσπαθούν να δικαιολογήσουν μια δική τους ισχυρή στρατιωτική παρουσία στην περιοχή, την Τουρκία και τα άλλα κράτη που έχουν Κουρδικούς πληθυσμούς να προσπαθούν να αποτρέψουν το ενδεχόμενο να υπάρξει Κουρδική κρατική οντότητα, τους Ρώσους να προσπαθούν να διαχειριστούν μια ισορροπία που θα εξασφαλίζει την κρατική ακεραιότητα της μεταπολεμικής Συρίας και αυξημένα δικαιώματα στους Κούρδους και το ίδιο ο Κουρδικό εθνικοαπελευθερωτικό κίνημα να προσπαθεί να ελιχθεί μέσα σε ένα πλέγμα αντιθέσεων που του δίνει δυνατότητες αλλά και το εκθέτει σε κινδύνους, χωρίς αυτό να μειώνει την ανάγκη να του εκφράσουμε την αλληλεγγύη ενάντια στην τουρκική επίθεση ακριβώς επειδή είναι ένα κίνημα που συγκεφαλαιώνει το εθνικό αίτημα με τον χειραφετητικό κοινωνικό μετασχηματισμό.

4. Η ανακοίνωση της κυβέρνησης Τραμπ ότι θα μεταφέρει την πρεσβεία στην Ιερουσαλήμ σηματοδότησε μια ακόμη πιο ανοιχτά φιλοϊσραηλινή στροφή της αμερικανικής κυβέρνησης και αντιμετωπίστηκε ως νομιμοποίηση της καταστολής και του βίαιου εποικισμού από την κυβέρνηση του Ισραήλ. Ταυτόχρονα, σηματοδοτεί ένα γύρο ξεσηκωμού του Παλαιστινιακού λαού στον οποίο και πρέπει να δείξουμε την πλέρια αλληλεγγύη μας.

5. Η Ευρωπαϊκή Ένωση εξακολουθεί να βρίσκεται σε ένα μεταίχμιο που αποτυπώνεται και στις διάφορες στιγμές πολιτικής κρίσης στο εσωτερικό της όπως η δυσκολία σχηματισμού κυβέρνησης στη Γερμανία και τα ανοιχτά σενάρια μπροστά στις Ιταλικές εκλογές. Μπορεί να προσπαθούν να παρουσιάσουν μια εικόνα ότι τα χειρότερα είναι πίσω, κύρια με το γεγονός ότι δεν υπήρξε ένας άλλος κραδασμός ανάλογων διαστάσεων με αυτόν του Brexit, ωστόσο η άνοδος της ακροδεξιάς, η αδυναμία συντονισμού σε ζητήματα όπως το μεταναστευτικό, η αμφισβήτηση του υποτιθέμενου ευρωπαϊκού κεκτημένου από χώρες όπως η Πολωνία, η δυσκολία για έναν κοινό βηματισμό ως προς το βάθεμα της ολοκλήρωσης (π.χ. για τον δυνάμει ενωσιακό «υπουργό Οικονομικών») και η αδυναμία της Γερμανίας να αναλάβει το πλήρες κόστος του ηγεμονικού ρόλου που διεκδικεί είναι μερικές από τις ενδείξεις μιας συνεχιζόμενης κρίσης της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Σε αυτό το τοπίο κυριαρχεί και μια λογική αποφυγής ανοίγματος νέων πεδίων αντιπαράθεσης, κάτι που μπορεί να εξηγήσει την πιο «συγκαταβατική» αντιμετώπιση π.χ. του ελληνικού προγράμματος (χωρίς αυτό να μειώνει την νεοφιλελεύθερη επιθετικότητα των μέτρων που εκβιάζουν για να πάρουν).

Για την εσωτερική πολιτική συγκυρία

6. Η ελληνική καπιταλιστική οικονομία σταδιακά βγαίνει από μια συνθήκη παρατεταμένης ύφεσης, απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων και υποτίμησης της εργασιακής δύναμης. Βέβαια, η αύξηση του ΑΕΠ δεν είναι ιδιαίτερα μεγάλη, ούτε αντιστρέφει την περασμένη συνθήκη σημαντικής απαξίωσης παραγωγικών δυνάμεων. Επιπλέον, ένα μέρος της αύξησης μπορεί να αποδοθεί και στην μεγαλύτερη καταγραφή συναλλαγών ως «επίσημων» (λόγω χρήσης POS κ.λπ.). Αναδεικνύονται σιγά σιγά μερίδες του κεφαλαίου που μέσα στη συγκυρία των εκκαθαριστικών λειτουργιών της κρίσης κατάφεραν να εκμεταλλευτούν τις εκκαθαριστικές δυναμικές της κρίσης για να τροποποιήσουν το συσχετισμό δύναμης σε βάρος της εργασίας και να διεκδικήσουν σημαντικά μερίδια αγοράς. Οι μερίδες αυτές κατορθώνουν πλέον να έχουν ξανά σημαντική κερδοφορία, να βρίσκουν χρηματοδοτικές ροές, να ανοίγονται σε νέες αγορές και να εμπλέκονται σε νέους όρους με τις διαδικασίες της καπιταλιστικής διεθνοποίησης. Τα μεγάλα διυλιστήρια, συνολικά ο χώρος της ενέργειας από την παραγωγή ηλεκτρικού ρεύματος από ιδιωτικές μονάδες μέχρι τις ΑΠΕ, εταιρείες που συνδέονται με τα ενεργειακά άμεσα ή έμμεσα (από εταιρίες έρευνας και εκμετάλλευσης υδρογονανθράκων μέχρις όσους εμπλέκονται με τα υποθαλάσσια καλώδια), τηλεπικοινωνίες και πληροφορική (που εκμεταλλεύονται και την ύπαρξη μεγάλου δυναμικού υψηλής ειδίκευσης και μικρού κόστους σε κάποιες θέσεις), το νέο πεδίο που ανοίγεται με τις ιδιωτικές επενδύσεις στη διαχείριση απορριμμάτων και αποβλήτων,, ο τουρισμός που είναι σε άνοδο, οι μεγάλοι συγκεντροποιημένοι όμιλοι στο χώρο του εμπορίου κ.ά είναι κλάδοι που κατορθώνουν να έχουν αύξηση της κερδοφορίας και άρα να λειτουργούν και ως κοινωνικά στηρίγματα των μνημονιακών πολιτικών. Από την άλλη μεριά, εξακολουθούν να υπάρχουν προβλήματα με αρκετές μεγάλες επιχειρήσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις υπάρχουν και επιλογές πολυεθνικών για έξοδο (βλ. π.χ. τη μονάδα παγωτών της Nestlé), όπως και σημαντικές ανοιχτές αντιφάσεις, κύρια αυτές που αφορούν την πρόσβαση σε χρηματοδότηση και τα όρια της εσωτερικής ζήτησης, αλλά σε αυτή τη βάση βγαίνουν ενισχυμένες και αναδιαρθρωμένες αυτές οι επιχειρήσεις που μπορούν να αντέξουν σε ένα όλο και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Έχουν δε τη δυνατότητα να επιδιώξουν κοινωνικές συμμαχίες, είτε με τμήματα της νέας μικροαστικής τάξης που παρά την επιδείνωση της θέσης τους βλέπουν στην προοπτική της «ανάπτυξης» τη σχετική τους βελτίωση είτε με διάφορα στρώματα μικρομεσαίας «επιχειρηματικότητας» που θα επιδιώξουν να διεκδικήσουν μερίδιο της όλης πίτας. Ταυτόχρονα, παρά τις πολιτικές λιτότητας σε όλη αυτή τη διαδικασία (αλλά και την προσπάθεια οικοδόμησης κοινωνικών συμμαχιών) θα παίξει σημαντικό ρόλο και η δημόσια δαπάνη, στην ευρύτερή έννοια, δηλαδή αυτή εάν συμπεριλάβουμε και τις ευρωπαϊκές χρηματοδοτήσεις. Κομβική πλευρά των διαδικασιών ενίσχυσης του κεφαλαίου μέσα στη συγκυρία και η συστηματική προσπάθεια να ανοιχτούν νέα πεδία επένδυσης και συσσώρευσης με προνομιακούς για αυτό όρους: νέο κύμα ιδιωτικοποιήσεων, απελευθέρωση των μεγάλων real estate επενδύσεων, νέα πεδία για ιδιωτική διαχείριση και ΣΔΙΤ.

7. Πλευρά της διάστασης της καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης που είχε η μνημονιακή περίοδος, και όχι απλώς μίας πολιτικής λιτότητας, είναι και η επιτάχυνση του μετασχηματισμού των κρατικών μηχανισμών: από τη μείωση του προσωπικού μέχρι τη λεγόμενη «αποπολιτικοποίηση», την αξιολόγηση-χειραγώγηση, την επέκταση των ανεξάρτητων αρχών, την λειτουργία με ιδιωτικοοικονομικά κριτήρια. Κρίσιμη πλευρά των αναδιαρθρώσεων είναι και η προσπάθεια μετασχηματισμού της εκπαίδευσης, που δεν αφορά απλώς τις περικοπές ή την επιδείνωση των όρων εργασίας των εκπαιδευτικών, αλλά ένα συνολικότερο μετασχηματισμό της εντός ενός νέου «αναπτυξιακού υποδείγματος» με πολύ μεγαλύτερη έμφαση στις πρακτικά αξιοποιήσιμες δεξιότητες, στην προσαρμογή στη νέα συνθήκη εντατικότερης εκμετάλλευσης, στην ρευστοποίηση, ακόμη περισσότερο, των εργασιακών δικαιωμάτων και προσδοκιών.

8. Σε αυτό το τοπίο, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ προσπαθεί να κινηθεί και να διαμορφώσει το πεδίο της συζήτησης. Ο στόχος της δείχνει να είναι να εκμεταλλευτεί την αναιμική ανάκαμψη και τη δυνατότητα, περνώντας από την τρίτη αξιολόγηση και την τελική τέταρτη του καλοκαιριού, να μπορεί να εκμεταλλευτεί πολιτικά το συμβολισμό μιας τυπικής ολοκλήρωσης του ελληνικού προγράμματος («έξοδος από τα μνημόνια») ώστε να πάει προς τις εκλογές με σχετικά θετικούς όρους για τον ΣΥΡΙΖΑ. Στην πορεία της αυτή ενισχύεται από τη στάση των Ευρωπαίων που σε αυτή τη φάση δείχνουν να θέλουν και αυτοί, για τους λόγους που εξηγήσαμε, να ολοκληρωθεί το πρόγραμμα. Ενισχύεται στην επιλογή της η κυβέρνηση και από τα σημάδια που υπάρχουν για δυνατότητα άντλησης κεφαλαίων από τις αγορές χωρίς απαγορευτικά μεγάλο κόστος, καθώς όχι μόνο υποχωρούν τα spead των ελληνικών ομολόγων αλλά και μεγάλες ελληνικές επιχειρήσεις και τράπεζες κατορθώνουν να συνάψουν ομολογιακά δάνεια με σχετικά χαμηλό κόστος.

9. Πολιτικά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ συνδυάζει την επιτάχυνση της εφαρμογής των μνημονιακών μέτρων, συμπεριλαμβανομένων και ιδιαίτερα αυταρχικών επιλογών όπως είναι το «ιδιώνυμο» για τις παρεμβάσεις στους πλειστηριασμούς ή η καθιέρωση ουσιαστικά μόνο των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών, με την προσπάθεια στοχευμένων «μικροπαροχών» σε συγκεκριμένες κατηγορίες, που προφανώς και δεν αντισταθμίζουν ότι συνολικά τα στρώματα αυτά χάνουν περισσότερα. Οι «μικροπαροχές» αυτές έχουν τη μορφή εφάπαξ παροχών και όχι «παραμετρικών» αλλαγών (π.χ. αύξηση συντάξεων). Παράλληλα, επενδύει και στις όποιες βελτιώσεις έκανε σε επίπεδο ατομικών δικαιωμάτων (γιατί βέβαια σε επίπεδο συνολικά δικαιωμάτων το συνεχιζόμενο άγος με της διαχείριση των προσφύγων αποτελεί διαρκή διάψευση). Αυτή η πολιτική είναι τυπική μίας σοσιαλφιλελεύθερης διαχείρισης και επιλογής κατάργησης του «κοινωνικού κράτους» διατηρώντας μόνο ελάχιστες εγγυήσεις σε ακραίες μορφές φτώχειας για να μην υπάρχει εξαθλίωση και δίνοντας έμφαση σε τυπικά αστικά ατομικά δικαιώματα έναντι των κοινωνικών και εργασιακών δικαιωμάτων.

10. Η τυπική «έξοδος από τα μνημόνια» δεν θα σημάνει σε κανένα βαθμό έξοδο από την επιτροπεία και τη συνεχή οικονομική και πολιτική επιτήρηση, που άλλωστε προβλέπεται και από το Δημοσιονομικό Σύμφωνο. Επιπλέον, όσο θα διαρκεί η μακρόχρονη αποπληρωμή των δανείων προς τον ESM θα διατηρείται και ανοιχτή πολιτική πίεση και απαίτηση μεγάλων πρωτογενών πλεονασμάτων, ενώ δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι η «έξοδος από το μνημόνιο» θα συνοδευτεί με την ενεργοποίηση των μέτρων που αποφασίστηκαν στη δεύτερη αξιολόγηση (μείωση συντάξεων, μείωση αφορολόγητου κ.λπ.). Την ίδια στιγμή, στη θέση του θα είναι το «μνημονιακό κεκτημένο»: ιδιωτικοποιήσεις που θα επιταχυνθούν, η νεοφιλελεύθερης έμπνευσης ασφαλιστική μεταρρύθμιση Κατρούγκαλου, η διάλυση των εργασιακών σχέσεων, η κατάργηση θεμελιωδών εργατικών δικαιωμάτων και η απορρύθμιση της αγοράς εργασίας, η μετάλλαξη του δημοσίου σε ένα χώρο ακόμη πιο προσανατολισμένο στην εξυπηρέτηση των καπιταλιστικών στρατηγικών, η προώθηση ενός νέου μοντέλου καπιταλιστικών επενδύσεων σε βάρος του περιβάλλοντος, των τοπικών κοινωνιών και της πολιτιστικής κληρονομιάς (Ελληνικό, Ακαδημία Πλάτωνος κ.ά).

11. Η κυβέρνηση και η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ θεωρούν ότι μπορούν σε αυτή τη διαδρομή να εκμεταλλευτούν την όποια βελτίωση της κατάστασης, τα στοχευμένα μέτρα «κρατικής φιλανθρωπίας» προς συγκεκριμένες μερίδες των λαϊκών στρωμάτων και κυρίως το γεγονός ότι η ΝΔ και ο Κ. Μητσοτάκης αδυνατούν να εκφράσουν έναν πολιτικό λόγο διαφορετικό από την απαίτηση για ακόμη περισσότερη λιτότητα και νεοφιλελεύθερη απορρύθμιση. Πάνω σε αυτό προσπαθούν να κατοχυρώσουν μια πολιτική και εκλογική στρατηγική, προλειαίνουν το έδαφος και για εναλλακτικές πολιτικές συμμαχίες με το χώρο του ΠΑΣΟΚ (κίνηση που δουλεύεται και ευρωπαϊκά με τις πρωτοβουλίες για το Progressive Caucus στην Ευρωβουλή) και κυρίως θέλουν να εξασφαλίσουν ότι το όποιο αποτέλεσμα των εκλογών θα διατηρείται ανοιχτό.

12. Η πρωτοβουλία της κυβέρνησης να ανοίξει θέμα «Μακεδονικού» ήρθε ως αποτέλεσμα τόσο των αμερικανικών πιέσεων που θέλουν να πετύχουν την τυπική ένταξη της ΠΓΔΜ στις νατοϊκές δομές (ιδίως μετά την ανάδειξη νέας πιο φιλοαμερικανικής κυβέρνησης) όσο όμως και εξαιτίας της λογικής της κυβέρνησης ότι στο ακροατήριό της έχει να κερδίσει από το εάν φανεί ως υπεύθυνη δύναμη που πετυχαίνει τον αναγκαίο συμβιβασμό. Δεν πρέπει να υποτιμηθεί και η διάσταση απεύθυνσης στο ευρύτερο ακροατήριο της «κεντροαριστεράς» με αυτή την κίνηση, μία κίνηση πίεσης προς το χώρο του Κινήματος Αλλαγής(ΠΑΣΟΚ, ΔΗΜΑΡ, Ποτάμι) και ταυτόχρονα οικοδόμησης πιθανών μελλοντικών συναινέσεων και συμμαχιών. Από τη μεριά της η ΝΔ μπορεί να προσπαθεί να εκμεταλλευτεί το θέμα αλλά είναι και η ίδια «δομικά» δεσμευμένη σε μια γραμμή συμβιβασμού και εξυπηρέτησης των αμερικανών. Υπάρχουν κινήσεις πιθανής δημιουργίας «σοβαρού» εθνικιστικού κόμματος στα δεξιά της, όπως φάνηκε και από την «ηγετική» παρουσία και ομιλία του πρώην αρχηγού ΓΕΣ Φράγκου Φραγκούλη στο μαζικό συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Προφανώς και πρέπει να περιμένουμε διάφορες μορφές εκμετάλλευσης του ζητήματος (π.χ. συλλαλητήρια, στις 4/2 προγραμματίζεται και στην Αθήνα) όμως δύσκολα το θέμα θα αποτελέσει αιτία ευρύτερου πολιτικού ρήγματος. Δεν υποτιμούμε όμως την επίδρασή του στη μετατόπιση της δημόσιας συζήτησης και στην εγχάραξη συντηρητικών ιδεολογικών αντανακλαστικών, ειδικά στη συνθήκηκοινωνικής και εθνικής «ταπείνωσης» που έχουν βιώσει λαϊκά στρώματα στην περίοδο των μνημονίων. Από τη μεριά μας, πάντως, θα πρέπει να αναδείξουμε τη διακριτότητα μιας αριστερής τοποθέτησης που, σε ρήξη με κάθε πατριδοκαπηλία, να επιμένει ότι το πρόβλημα δεν είναι το όνομα αλλά η ολοένα και βαθύτερη ένταξη και της ΠΓΔΜ και της Ελλάδας στους νατοϊκούς σχεδιασμούς και τυχοδιωκτισμούς. Ως προς το ίδιο το θέμα του ονόματος η θέση μας είναι ότι εδώ που έχουν φτάσει τα πράγματα και με την υπαρκτή φόρτιση και ιστορικότητα του θέματος, η καλύτερη λύση είναι αυτό που συνηθίσαμε να λέμε «σύνθετη ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό», δηλαδή η λέξη Μακεδονία με κάποιο επίθετο όπως το Βόρεια ή το Νέα, με σεβασμό του δικαιώματος του γειτονικού λαού στον αυτοπροσδιορισμό, υπό την προϋπόθεση του σεβασμού του απαραβίαστου των συνόρων και της προσπάθειας καταπολέμησης του εθνικισμού από όλες τις πλευρές.

(Ως προς το σημείο αυτό το ΚΣΟ εκτίμησε ότι η συζήτηση πρέπει να συνεχιστεί, να εμπλουτιστεί και να βαθύνει και άλλο).

13. O όλος χειρισμός της κυβέρνησης έχει και στοιχεία πολιτικού τυχοδιωκτισμού καθώς οδηγεί στην ευδιάκριτη ενεργητική παρουσία ενός ρεύματος ακροδεξιάς που της δίνει τη δυνατότητα μετά από καιρό να βγει στο δρόμο, να διεμβολίσει ιδεολογικά τη δημόσια σφαίρα, να δημιουργήσει πιθανές πολιτικές εκπροσωπήσεις, να ξεπλύνει πολιτικά τόσο τη ΧΑ, όσο και διάφορες φολκλόρ φιγούρες του χώρου αυτού. Και φυσικά, επαναφέρει τις συζητήσεις για έναν νέο πιθανό πολιτικό σχηματισμό στα δεξιά της ΝΔ, που ναι μεν θα της κόψει ψήφους, βοηθώντας τον ΣΥΡΙΖΑ εκλογικά, αλλά που την ίδια στιγμή θα μετατοπίσει το πολιτικό σκηνικό και τον ιδεολογικό συσχετισμό προς τα δεξιά. Τα συλλαλητήρια δεν έχουν σύγκριση με αυτά του 92 στη μαζικότητά τους, αλλά παρόλα αυτά, στη συγκυρία που διανύουμε συνιστούν κρίσιμη τομή για το πολιτικό σκηνικό και τις δυναμικές που μπορεί να αναπτυχθούν. Στο πλαίσιο αυτό, η εξέλιξη αυτής της πρωτοβουλίας με το συλλαλητήριο της Αθήνας είναι κρίσιμη, όπως και η ιδεολογική μάχη απέναντι στον εθνικισμό και τον ρατσισμό. Τέλος, οι δυνάμεις που έχουν αναφορά στην αριστερά είναι εκ των ων ουκ άνευ να πάρουν αρνητική και καταγγελτική θέση ενάντια σε αυτές τις πρωτοβουλίες. Ως εκ τούτου, η στάση που διατηρούν προσωπικότητες του αντιμνημονιακού χώρου απέναντί τους (είτε αυτό αφορά το ΕΠΑΜ, αλλά ειδικά τη Ζωή Κωναταντοπούλου που προβάλλει ως δυνάμει εκλογικός εταίρος της ΛΑΕ) πρέπει να γίνουν αντικείμενο ανοιχτής κριτικής. Την ίδια στιγμή, το γεγονός ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδείχτηκε εξαιρετικά επιτυχημένη στο να ικανοποιεί τις απαιτήσεις των δανειστών εφαρμόζοντας πιστά τα μηνμονιακά μέτρα δημιούργησε πρόβλημα στην προσπάθεια της ηγεσίας της ΝΔ να πείσει το δεξιό ακροατήριο ότι το σχέδιο είναι ένας συνεπέστερος και ακόμα σκληρότερος νεοφιλελευθερισμός με αποτέλεσμα να πειραματίζεται σήμερα και με την πιθανότητα υιοθέτησης πτυχών ενός εθνικιστικού λόγου, τόσο για να οξύνει την αντιπολίτευση στην κυβέρνηση όσο και για να κατοχυρωθεί απέναντι στην εσωκομματική αντιπολίτευση που επιδιώκει την ανατροπή της. Μένει να δούμε εάν αυτή η προσπάθεια θα έχει διάρκεια ή αν (σε συνάρτηση και με την στρατηγική των διαφόρων εξωκομματυικών «κέντρων») θα επιχειρηθεί να «πέσουν» οι τόνοι

14. Όμως, την ίδια στιγμή υπάρχουν μέτωπα και πεδία που μπορούν να ανατρέψουν τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς. Καταρχάς υπάρχει το ίδιο το ερώτημα της «εξόδου από τα μνημόνια». Η λεγόμενη «καθαρή έξοδος» θα απαιτούσε μια πλήρη ικανότητα της χώρας να δανείζεται από εδώ και πέρα σε επιτόκια τα οποία θα ήταν μικρότερα αυτών με τα οποία δανείζεται ακόμη και αυτό δεν είναι καθόλου δεδομένο. Εάν φανεί ότι δεν μπορούν να αντληθούν όλα τα αναγκαία ποσά από τις «αγορές» τότε θα χρειαστεί κάποιου είδους «προληπτική πιστοληπτική γραμμή» από τον ESM που μπορεί να σημάνει και κάποιου είδους παραλλαγή μνημονίου που δεν θα αντιστοιχεί ακριβώς σε «καθαρή έξοδο». Έπειτα υπάρχει το ζήτημα της συνολικής συγκυρίας: οποιαδήποτε απότομη επιδείνωση της παγκόσμιας οικονομίας θα μπορούσε να αναιρέσει την όποια βελτίωση των οικονομικών παρατηρείται συγκυριακά.

15. Σοβαρή αντίφαση για την κυβέρνηση αποτελεί ο χειρισμός του προβλήματος των πλειστηριασμών. Οι πλειστηριασμοί είναι απαραίτητοι για να μπορέσει να υπάρξει πίεση για βελτίωση της κατάστασης με τα «κόκκινα δάνεια» ώστε να βελτιωθεί η θέση των τραπεζών και να αποτραπεί η ανάγκη για νέα ανακεφαλαιοποίηση. Για να υπάρξει τομή σε αυτό θα πρέπει να γίνουν όντως πλειστηριασμοί συμπεριλαμβανομένης και «λαϊκής κατοικίας». Γι’ αυτό το λόγο, και οι ευρωπαίοι και οι τράπεζες αρνούνται κάποιου τύπου καθαρή νομοθετική λύση για την πρώτη κατοικία, όπως θα προτιμούσε η κυβέρνηση, και πίεσαν για την γενίκευση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών. Αντίστοιχα, η πίεση για την αύξηση των φορολογικών εσόδων (βασικός μοχλός για υψηλά πρωτογενή πλεονάσματα) οδήγησε και στην καθιέρωση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών και για τις οφειλές στο δημόσιο και τα ασφαλιστικά ταμεία, αλλά και στη χειρονομία της τροπολογίας για το «ιδιώνυμο» ως προς τις παρεμβάσεις στα συμβολαιογραφεία. Σε αυτό το τοπίο παρά την προσπάθεια της κυβέρνηση να αποφύγει κινήσεις κόστους είναι σαφές ότι αλλαγές αυτές για μεγάλα στρώματα γεννούν ανασφάλεια και αίσθηση ριζικής επιδείνωσης. Δεν έχει σημασία η κλίμακα στην οποία θα γίνουν πλειστηριασμοί (αν και η απαίτηση των δανειστών και των τραπεζών είναι για μεγάλο αριθμό) όσο το ίδιο το γεγονός και πώς θα προσληφθεί από την κοινωνία. Αυτό εξηγεί και τη σημασία που έχει το κίνημα κατά των πλειστηριασμών και η ανάγκη να συνεχιστεί. Είναι κρίσιμο μάλιστα να δούμε άνοιγμα της παρέμβασης στις γειτονιές εν όψει της γενίκευσης των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών ώστε να υπάρξει επαφή με τους κατοίκους και τους άμεσα ενδιαφερόμενους και να προετοιμαστεί το έδαφος για τα επόμενα βήματα αποτροπής τόσο πλειστηριασμών όσο και πιθανών εξώσεων όταν έρθει η αντίστοιχη ώρα.

16.Την ίδια στιγμή, πεδίο συγκρούσεων μπορεί να είναι και άλλα πεδία. Η κυβερνητική προσπάθεια για ιδιότυπη γενικευμένη πλήρη εφαρμογή «μοντέλου Μπολόνια» στην ανώτατη εκπαίδευση, μέσα από την «πανεπιστημιοποίηση» των ΤΕΙ, που θα σημάνει στην πραγματικότητα υποβάθμιση και διάλυση εργασιακών δικαιωμάτων, τα διετή προγράμματα κατάρτισης σε πανεπιστήμια, τη γενίκευση των διδάκτρων, μπορεί να πυροδοτήσουν σημαντικές κινήσεις στη σπουδάζουσα νεολαία που από πολλές πλευρές μπορεί να είναι και ο «αδύναμος» κρίκος μέσα στις κοινωνικές ισορροπίες της περιόδου. Η μαζική κινητοποίηση στα ΤΕΙ Αθήνας και Πειραιά δείχνει ότι μία τέτοια κίνηση δεν θα είναι εύκολη για την κυβέρνηση.

17. Δεν υποτιμούμε βέβαια ότι η κατάσταση στο κίνημα δεν είναι καλή και ενδεικτική ήταν η εικόνα τις ημέρες ψήφισης του πολυνομοσχεδίου για την τρίτη αξιολόγηση. Ενώ δεν θα κόστιζε τίποτα στη συνδικαλιστική γραφειοκρατία να γίνει ως συνήθως μία κλασική άτονη απεργία την ημέρα της ψήφισης, οι δυνάμεις της κυβέρνησης και αυτές του γραφειοκρατικού, εργοδοτικού και κυβερνητικού συνδικαλισμού συνασπίστηκαν ώστε να μη γίνει ούτε καν αυτό. Είναι σαφές ότι ο ΣΥΡΙΖΑ επεδίωξε να γίνει ό,τι δυνατόν λιγότερο και να μην ανοιχθεί η συζήτηση ώστε να αποφύγει και το ελάχιστο κόστος σε ένα ευαίσθητο θέμα (απεργίες) για σοβαρό μέρος του κοινωνικού και εκλογικού ακροατηρίου του. Και σε αυτό συμμάχησε με τις δυνάμεις του εργοδοτικού και γραφειοκρατικού συνδικαλισμού αναδεικνύοντας για άλλη μία φορά το ρόλο τους. Όμως, η συνδικαλιστική Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της φάνηκε πολύ κατώτερη των περιστάσεων. Δεν προετοίμασε ενωτικά και έγκαιρα μία απεργιακή κινητοποίηση έστω και ενάντια στη στάση των πλειοψηφιών ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ όπου μπορούσε. Το ΠΑΜΕ επέλεξε να προβάλλει τον εαυτό του και τον πολιτικό φορέα του (ΚΚΕ) ως «τη μόνη αντιπολίτευση» κοινωνικά και πολιτικά με προφανή εκλογικό στόχο εκτιμώντας ότι είμαστε και σε εκλογική χρονιά. Κινήθηκε εντελώς αυτοτελώς, αναβάθμισε ακτιβίστικες συμβολικές κινήσεις για να προβάλλει αυτή την εικόνα, επέλεξε να πάει μόνο του και χωρίς καμία συνεννόηση σε απεργία στις 12/1 δημιουργώντας σύγχυση στις υπόλοιπες αγωνιστικές αριστερές δυνάμεις. Και η υπόλοιπη συνδικαλιστική αριστερά όμως βρέθηκε απροετοίμαστη και αδύναμη να αντιδράσει σε αυτό το τοπίο των επιλογών ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ και ΠΑΜΕ. Και εν μέρει οδηγήθηκε σε λογικές ακολουθητισμού του ΠΑΜΕ κάνοντας και αυτή απλά συμβολικές (και πιο μειοψηφικές) δράσεις ακριβισμού. Το πραγματικό πρόβλημα όμως παραμένει, πώς θα ξαναστηθεί η δυνατότητα μεθοδικής δουλειάς και με διάρκεια στο συνδικαλιστικό κίνημα, ενωτικός ταξικός αγωνιστικός πόλος ώστε να μπορεί να ξεδιπλωθεί πραγματικός σχεδιασμός αγώνων με διάρκεια, επιμονή και κυρίως αποτελεσματικότητα.

18. Το συνολικό πολιτικό σκηνικό σφραγίζεται από την αίσθηση της μετάβασης σε μια νέα ασταθή ισορροπία. Ο ΣΥΡΙΖΑ κατοχυρώνει τη θέση του στον ευρύτερο χώρο αυτού που ορίστηκε ως κεντροαριστερά, διεκδικώντας τη θέση του κεντροαριστερού πόλου στο νέο μνημονιακό δικομματισμό, την ώρα που ο χώρος του τέως ΠΑΣΟΚ αναγκαστικά προσανατολίζεται σε ρόλο συμπληρώματος, στη μία ή την άλλη κατεύθυνση. Η ΝΔ αναζητά στην πραγματικότητα ταυτότητα ανάμεσα στη γραμμή Μητσοτάκη για μια ακόμη πιο επιθετική νεοφιλελεύθερη πολιτική, την πίεση από το αίτημα για παραδοσιακή «δεξιά» γραμμή ή / και για μια αίσθηση κοινωνικού προσώπου συνδυασμένου με νεοσυντηρητικές απόψεις. Ο τρόπος που το πολιτικό σύστημα κινείται πάνω σε ένα ολοένα και πιο «προκαθορισμένο» και στενού εύρους επιλογών πεδίο δεν επιδρά μόνο στην πολιτική αντιπαράθεση και το πώς συρρικνώνεται το περιθώριο πραγματικών διαφωνιών, αλλά μετατρέπει και την πολιτική αντιπαράθεση σε αντιπαράθεση δημοσιότητας που με τη σειρά του κάνει κόμματα και οικονομικούς παράγοντες με επιρροή στα ΜΜΕ να αλληλοδιαπλέκονται με έντονο τρόπο. Αυτό οδηγεί σε μια διπλή πολιτικοποίηση των επιχειρηματικών ανταγωνισμών και επιχειρηματικοποίηση των πολιτικών αντιπαραθέσεων, με διάφορες εκφάνσεις.

19. Σε αυτό το τοπίο μπορεί κανείς να δει και άλλες πλευρές του σκηνικού. Ο χώρος τη ΧΑ και της Ακροδεξιάς δείχνει να έχει αντοχή, όπως καταγράφεται σε δημοσκοπήσεις, και σε ορισμένες περιπτώσεις να δοκιμάζει ξανά και την παρουσία στο δρόμο (βλ. κάποιες γειτονιές και κυρίως τις επιθέσεις την ημέρα του συλλαλητηρίου στη Θεσσαλονίκη και την πυρπόληση αναρχικής κατάληψης), εξελίσσεται δηλαδή σε ένα μόνιμο στοιχείο της συγκυρία και λόγω της επιρροής και σε εργατικά και μικροαστικά στρώματα παραμένει πρόκληση και για την Αριστερά. Ενδιαφέρον ότι κατά καιρούς επανέρχονται τα σχέδια για ένα νέο ακροδεξιό κόμμα. Η συγκυρία με το Μακεδονικό προσφέρει δυνατότητες σε αυτό το χώρο και για αυτό το ζήτημα της αντιφασιστικής πάλης δεν πρέπει να υποτιμηθεί. Δεν είναι τυχαίο πώς είναι το συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης που όχι μόνο σήμανε επανεμφάνιση στο δρόμο αλλά και αναθέρμανε τις συζητήσεις για νέο δεξιό-ακροδεξιό κόμμα.

20. Σε αυτό το τοπίο είναι σαφές ότι μπαίνουμε σε μια παρατεταμένη προεκλογική περίοδο. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται η συγκυρία αμέσως μετά την τυπική έξοδο από το μνημόνιο και πριν από την έναρξη εφαρμογής των νέων μέτρων (μείωση συντάξεων κ.λπ.) να ορίζει ένα παράθυρο πολιτικής ευκαιρίας για την κυβέρνηση για να κάνει εκλογές όντας στη σχετική καλύτερη συνθήκη της. Αυτό θα σήμαινε εκλογές το φθινόπωρο του 2018. Από την άλλη, υπάρχει και το ενδεχόμενο να θελήσει η κυβέρνηση και κυρίως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ να εκμεταλλευτεί περισσότερο χρόνο στην εξουσία για να παγιώσει καλύτερη εκλογική δυναμική ή να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι το 2019 έχουμε υποχρεωτικά ευρωεκλογές και αυτοδιοικητικές εκλογές. Σε κάθε περίπτωση είναι σαφές ότι εκ των πραγμάτων μπαίνουμε σε μια περίοδο όπου το ζήτημα των εκλογών θα είναι με τον έναν ή τον άλλο τρόπο στο προσκήνιο.

21. Η κατάσταση στην Αριστερά εξακολουθεί να παραμένει μέσα στην τροχιά της ήττας της περασμένης περιόδου. Το ΚΚΕ προσπαθεί να κατοχυρώσει τη θέση του ως δύναμη αντιπολίτευσης από ταξική σκοπιά, όπως φαίνεται και από τις διάφορες πρωτοβουλίες του, και ειδικά από τη στάση του στο ζήτημα της απεργίας για το νέο πολυνομοσχέδιο όπου επιδίωξε να κινηθεί εντελώς μόνο του και με συμβολικές κινήσεις και ακτιβισμούς να κατοχυρώσει την εικόνα της μοναδικής «κινηματικής» και «αριστερής» αντιπολίτευσης στο δρόμο. Ας μην ξεχνάμε ότι σε μια περίοδο όπου δεν τίθεται για την Αριστερά ζήτημα εξουσίας ή ηγεμονίας αλλά πρωτίστως αντίστασης και διαμαρτυρίας, το ΚΚΕ πολιτικά και οργανωτικά είναι σε θέση να το εκφράσει και να το αποτυπώσει αρκετά αποτελεσματικά.

22. Ο χώρος της ΑΝΤΑΡΣΥΑ σφραγίζεται από τη σεχταριστική αναδίπλωση της ηγεσίας του ΝΑΡ, που αποτυπώθηκε και στο τελευταίο συνέδριο, με τη σαφή άρνηση κάθε εκδοχής αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου προς όφελος του μετώπου των κομμουνιστικών και επαναστατικών δυνάμεων. Ωστόσο, παρά την ύπαρξη διαφόρων τοποθετήσεων εντός και εκτός ΝΑΡ σε διαφορετική κατεύθυνση είναι ενδεικτικό μιας συγκυρίας στρατηγικής αμηχανίας το γεγονός ότι απουσιάζουν καθαρές τοποθετήσεις που να διεκδικούν μια διαφορετική μετωπική λογική και κατεύθυνση (π.χ. η καθαρή τοποθέτηση «συνεργασία ΛΑΕ-ΑΝΤΑΡΣΥΑ με αυτούς τους όρους» δεν διατυπώνεται σχεδόν από κανέναν μέσα στην όλη συζήτηση της ΑΝΤΑΡΣΥΑ). Ακόμη και διαφοροποιήσεις όπως του ΣΕΚ δεν έχουν πάρει πιο ανοιχτή και σαφή κατεύθυνση. Με αυτό τον τρόπο συντηρείται μια συνθήκη αρνητική με πιο χαρακτηριστική την αντίφαση οι πιο σημαντικές κινηματικές πρωτοβουλίες να είναι ενωτικές και την ίδια στιγμή ο κεντρικός διάλογος να πηγαίνει σε ολοένα και μεγαλύτερη αναδίπλωση.

23. Ο χώρος της ΛΑΕ παραμένει σε δύσκολη και αντιφατική συνθήκη. Παρά τα βήματα που έχουν γίνει στην μαζική κινηματική παρουσία, με πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα τη μάχη των πλειστηριασμών, εξακολουθεί να υπάρχει το πρόβλημα της υποχώρησης των πολιτικών διαδικασιών, της αποδιάρθρωσης πλευρών του μηχανισμού, της απουσίας πιο στρατηγικής συζήτησης παρά τη βελτίωση του κεντρικού λόγου. Τα προβλήματα επικαθορίζονται από τον τρόπο που η πολιτική στρατηγική δεν αντιμετωπίζεται ως στρατηγική ανασύνθεσης του κινήματος και της Αριστεράς αλλά ως εκλογική στρατηγική, αλλά και από την αδυναμία να λειτουργήσει ως χώρος παραγωγής πολιτικών και προτάσεων. Το αποτέλεσμα είναι να μην μπορεί η ΛΑΕ να παίξει το ρόλο του καταλύτη και του σημείου αναφοράς που της αναλογούσε. Αυτό δεν αναιρεί το γεγονός ότι αποτελεί αναντικατάστατο τμήμα οποιασδήποτε διαδικασίας ανασύνθεσης, αλλά καταδεικνύει και τις τομές που αυτό απαιτεί. Προφανώς, σε σημαντικό βαθμό η κατάσταση στη ΛΑΕ θα εξαρτηθεί και από το βαθμό της δικής μας παρέμβασης, την πίεση που θα ασκήσουμε ή όχι, τις πρωτοβουλίες που θα προτείνουμε και εγγυηθούμε, τη συμβολή μας στη λειτουργία τοπικών, τη στάση μας στα όργανα της ΛΑΕ.

24. Την ίδια στιγμή διαμορφώνεται ένας χώρος όπου συνυπάρχουν ανένταχτοι μαζί με τις διάφορες οργανωτικές μορφές όσων αποχώρησαν από τον ΣΥΡΙΖΑ σε ποικίλες μορφές. Και εδώ συνυπάρχουν αντιφατικές δυναμικές, καθώς τα στοιχεία δημιουργικής ριζοσπαστικής αναζήτησης συνυπάρχουν με κάθε λογής πολιτικούς υπολογισμούς. Ανάλογες και ανάλογα αντιφατικές οι διεργασίες σε δυναμικό με προέλευση το ΚΚΕ. Τάσεις αποστασιοποίησης αποτυπώνονται και σε ένα δυναμικό που απομακρύνεται από την κεντρική γραμμή του ΝΑΡ και της ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Όλο αυτό διαμορφώνει έναν ευρύτερο χώρο συζήτησης και αναζήτησης που αφορά ένα κρίσιμο δυναμικό και ως εκ τούτου πρέπει να αποτελεί και κατεξοχήν πεδίο παρέμβασης και από τη μεριά μας.

25 Κομβικό στοιχείο που αφορά όλες τις τάσεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, της ΑΡΑΝ προφανώς μη εξαιρουμένης, είναι μια ιδιότυπη «κρίση εμπιστοσύνης» που αφορά ιστορικά διατυπωμένες γραμμές, ηγεσίες, τρόπους άσκησης της πολιτικής. Αποτελεί την έκφραση των υπαρκτών ορίων που είχαν οι γραμμές και οι πολιτικές που διαμορφώθηκαν στην περίοδο μετά το 1990, τα όρια των υπαρκτών σχέσεων συντροφικότητας, τις νέες προκλήσεις που αναδύονται και στις οποίες δεν απαντούν παλαιά σχήματα.

26. Ενδεικτική μιας ευρύτερης κρίσης και η ιδιότυπη πόλωση που αποτυπώνεται στον Α/Α χώρο με την πόλωση ανάμεσα σε όσους διεκδικούν πιο πολιτικό ρόλο και την πιο «μηδενιστική» λογική που κατεξοχήν αποτυπώνεται στην ολοένα και πιο προβληματική πρακτική των χωρίς σκοπό τελετουργιών των Εξαρχείων.

27. Σε αυτή τη βάση πρέπει να δούμε και το πραγματικό κοινωνικό τοπίο και το συσχετισμό δύναμης. Όπως έχουμε πει αρκετές φορές δεν είμαστε σε μια συνθήκη ενεργού ανοιχτού πολιτικού και κοινωνικού ρήγματος όπως στη συγκυρία του «αντιμνημονιακού κινήματος». Για αυτό δεν θα πρέπει να κινούμαστε ως αυτό να υπάρχει και να είναι δεδομένο. Σε μεγάλα τμήματα των λαϊκών στρωμάτων κυριαρχεί ο επιβιωτισμός και η ανάγκη «αποφυγής του χειρότερου», σε συνδυασμό με έλλειψη εμπιστοσύνης στη δυνατότητα να υπάρξει εναλλακτική. Ουσιαστικά, αντιμετωπίζουμε τις επιπτώσεις μιας σημαντικής ήττας του λαϊκού κινήματος, την ίδια ώρα που οι «δομικοί» όροι της πολιτικής κρίσης παραμένουν ενεργοί και απέχουμε από μια συνολική συνθήκη σταθεροποίησης του συσχετισμού δύναμης υπέρ του κεφαλαίου. Αυτό επιβάλλει μια τακτική που θα συνδυάζει την ανασυγκρότηση αντιστάσεων και την προσπάθεια να διατηρούνται ρήγματα ανοιχτά με την ουσιαστικά ανασύνθεση και της αριστεράς και του κοινωνικού κινήματος σε όλες τις πλευρές από την τακτική και τη στρατηγική έως τις οργανωτικές μορφές. Είναι περίοδος ανοικοδόμησης σχέσεων με τις μάζες, μέσα από τη δουλειά και όχι την απλή εκφορά λόγου, τη διαμόρφωση μετωπικών πεδίων που να συντονίζουν τη δράση αλλά και να λειτουργούν ως «πειραματικές διατάξεις» για την επεξεργασία της γραμμής, την πραγματική επανίδρυση της κομμουνιστικής αριστεράς ως εκείνης της εκδοχής στρατηγικής αναφοράς και επεξεργασίας αλλά και ανώτερης στράτευσης που θα αποτελέσει τη ραχοκοκκαλιά της ανασύνθεσης της αριστεράς. Με επίγνωση ότι χρειάζεται ταυτόχρονα επιμονή σε κομβικές ιδεολογικές και στρατηγικές διαχωριστικές γραμμές και ορίζουσες, μεγαλύτερο βάθος στράτευσης (ιδίως εάν αναλογιστούμε ότι η εποχή θα έχει λογιών δοκιμασίες από την αίγλη της ιδιώτευσης έως το κόστος της αντίστασης), αλλά και νέες πρακτικές και περισσότερος πειραματισμός.

28. Σε αυτό το φόντο μια μεσοπρόθεσμη στρατηγική θα ήταν στην πραγματικότητα η προσπάθεια να συνδυαστεί

·η οικοδόμηση αντιστάσεων στο μαζικό κίνημα και η αναπαραγωγή / ενδυνάμωση εστιών μαζικής κινηματικής δράσης ενάντια στην παραίτηση και τη μοιρολατρία.

·το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο, δηλαδή η αναγκαστικά αντιφατική συνάντηση όλων των κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που αρνούνται τη μνημονιακή κανονικότητα και επιμένουν στη σύγκρουση με το ευρωσύστημα και συνολικά τη ρήξη με το σύγχρονο ιμπεριαλισμό, συνάντηση όχι εκλογικίστικη ή εργαλειακή αλλά με στόχο την επεξεργασία πολιτικής εναλλακτικής

·η ανασύνθεση της κομμουνιστικής αριστεράς με όρους πολύ πιο στρατηγικούς

·η πραγματική προγραμματική επεξεργασία και χάραξη στρατηγικής στη βάση των δυναμικών της συγκυρίας, των μετώπων και των διαχωριστικών γραμμών που αυτή αναδεικνύει, της ανάγκης να συνδυαστεί ως πολιτικός στόχος μέσα στην περίοδο η ρήξη με τον ιμπεριαλισμό, τόσο στη μορφή της ευρωενωσιακής επιτροπείας όσο και της ατλαντικής προσκόλλησης, με τον σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, στην βάση της ανάδυσης ενός δυνάμει ιστορικού μπλοκ με ηγεμονικό και ηγετικό ρόλο της εργατικής τάξης/

29. Μια τέτοια κίνηση ορίζει μια διαφορετική κατεύθυνση από:

·τον εγκλωβισμό αποκλειστικά στις κοινωνικές μάχες που χάνει το κεντρικό πολιτικό επίπεδο και που εύκολα μπορεί να οδηγήσει ακόμη και σε πρακτικές «κινηματικής ομάδας πίεσης» προς τον ΣΥΡΙΖΑ

·το σεχταρισμό που προτάσσοντας την ανάγκη ανασυγκρότησης του επαναστατικού κομμουνιστικού κινήματος υποτιμά τη μετωπική διάσταση, την ανάγκη ύπαρξης μαζικού αριστερού χώρου, τη διαλεκτική μετωπικής πολιτικής και οικοδόμησης κομμουνιστικού ρεύματος.

·την φαντασίωση επανάληψης του αντιμνημονιακού κινήματος που παραβλέπει και την αλλαγή της συγκυρίας αλλά και κινδυνεύει να απολέσει στη διαδρομή βασικές ορίζουσες της αριστερής πολιτικής. Για να χρησιμοποιήσουμε μια αναλογία: σήμερα δεν μπορεί κανείς να θεωρήσει ότι θα μπορούσε να εκπροσωπήσει και την «πάνω» και την «κάτω» Πλατεία. Θα πρέπει να ξεκινήσει από την «κάτω» δηλαδή από το να υπάρξει ξανά μαζική ριζοσπαστική αντιΕΕ αριστερά ως αναγκαία συνθήκη για τη δημιουργία ενός ευρύτερου ιστορικού κοινωνικοπολιτικού μπλοκ.

30. Μια τέτοια κίνηση σήμερα θα επέτρεπε να διατηρηθεί η ίδια η έννοια της Αριστεράς στον τόπο μας (και να μην παραχωρηθεί στο ΚΚΕ), αλλά και να υπάρξουν βάσεις ότι στην επόμενη φάση μιας κρίσης που δεν έχει κλείσει θα υπάρξει μια πολιτική, οργανωτική και προγραμματική συσσώρευση ικανή να επιτρέψει στην εργατική τάξη και τους συμμάχους της να πάρουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Μια τέτοια κίνηση μέσα στην περίοδο θα συναντήσει δυσκολίες και πισωγυρίσματα, μια που κυριαρχούν οι αποκλίνουσες τάσεις. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί την αναγκαιότητά της και τη σημασία του να επιμείνουμε σε αυτήν, όποιες και εάν οι τακτικές επιλογές που η συγκυρία θα μας επιτρέπει να κάνουμε. Γι’ αυτό και λέμε ότι είναι μια περίοδος που χρειάζεται περισσότερο παρά ποτέ να έχουμε καθαρή στρατηγική τοποθέτηση αλλά και ικανότητα να βλέπουμε τη διαλεκτική σχέση ανάμεσα σε στρατηγική και τακτική.

Για την εκλογική και πολιτικής στρατηγική και τακτική της ΛΑΕ

31. Σε αυτό το φόντο πρέπει να χαράξουμε εκλογική και πολιτική στρατηγική για το χώρο της ΛΑΕ με βάση και την κουβέντα που έχει ήδη ανοίξει. Οποιαδήποτε εκλογική τακτική και πρόταση της ΛΑΕ πρέπει να σφραγίζεται από μια τοποθέτηση και συντροφική δέσμευση ότι την ίδια ώρα που είναι μια πραγματική πολιτική πρόκληση και μάχη για το λαϊκό κίνημα στον τόπο μας να υπάρξει παρουσία της ριζοσπαστικής αριστεράς στο κοινοβούλιο, αυτό δεν αποτελεί αυτοσκοπό. Κοντολογίς, να γίνει σαφές ότι το ερώτημα δεν τίθεται απλά επειδή χωρίς κοινοβουλευτική εκπροσώπηση θα διαλυθούμε. Σε αυτό το ζήτημα, πρέπει να δώσουμε μια μάχη με όλο το αυθόρμητο αντανακλαστικό που αναπτύσσεται μέσα κυρίως στον κόσμο του Αριστερού Ρεύματος ότι εάν δεν καταφέρουμε να πετύχουμε την κοινοβουλευτική εκπροσώπηση αυτό θα είναι μια αμετάκλητη ήττα. Στόχος μας είναι και το καλό εκλογικό αποτέλεσμα, όμως η κίνηση της ΛΑΕ τακτικά και στρατηγικά και η φυσιογνωμία της δεν μπορούν να καθοριστούν αποκλειστικά από αυτό το κριτήριο, διευκολύνοντας έτσι σοβαρές παρεκκλίσεις πολιτικά και φυσιογνωμικά.

32. Οποιαδήποτε εκλογική τακτική δεν πρέπει να στηρίζεται σε ευκολίες και υπερφίαλες εκτιμήσεις. Στις επόμενες εκλογές, εάν δεν πάμε σε κάποια απότομη «διόρθωση» σε ό,τι αφορά την κεντρική συγκυρία και όντως οι εκλογές γίνουν μετά την τυπική «έξοδο» από τα μνημόνια το τοπίο θα είναι ιδιαίτερα πιεστικό για τις υπόλοιπες φωνές της Αριστεράς. Από τη μια η κυβέρνηση και ο ΣΥΡΙΖΑ θα προβάλλουν ότι αυτοί «έβγαλαν τη χώρα από τα μνημόνια», θα υπογραμμίζουν τις όποιες μικρές παροχές έκαναν και κυρίως θα προβάλλουν το φόβητρο μιας ενδεχόμενης κυβέρνησης Μητσοτάκη απέναντι σε κρίσιμα κομμάτια των λαϊκών μαζών. Αυτή η συνθήκη θα ασκήσει πραγματική πίεση και εκβιασμό απέναντι σε ένα αριστερό ακροατήριο που υπό κανονικές συνθήκες θα μπορούσαμε να το διεκδικήσουμε. Από την άλλη, το ΚΚΕ θα διεκδικήσει και με το λόγο αλλά και με την παρουσία του στο δρόμο ότι αυτή είναι η πραγματική αντιπολίτευση από τα αριστερά στην κυβέρνηση, μαχητική και «υπεύθυνη» ταυτόχρονα. Γι’ αυτό το λόγο οποιαδήποτε εκλογική τακτική δεν μπορεί να στηρίζεται σε εύκολες και ανέξοδες καταγγελίες για «προδοσία», «μετάλλαξη», «εξαγορά» κ.λπ. ούτε σε ευκολίες για το πώς π.χ. η ανάκτηση της νομισματικής κυριαρχίας θα φέρει αυτόματα ρευστότητα και ευημερία. Αντίθετα, χρειάζεται συστηματική αποδόμηση της κυβερνητικής επιχειρηματολογίας, αλλά και της «εναλλακτικής» που η ΝΔ προτάσσει, και διατύπωση με πραγματικούς όρους μιας εναλλακτικής ριζοσπαστικής πρότασης διεξόδου.

33. Είναι σαφές ότι σήμερα η επιλογή που θα διαμόρφωνε όρους για μια ευρύτερη συσπείρωση δυνάμεων, όχι μόνο εκλογικά αλλά και πολιτικά, θα ήταν μια μετωπική συνεργασία της ΛΑΕ με την ΑΝΤΑΡΣΥΑ. Αυτή θα απέπνεε την αίσθηση διαμόρφωσης αριστερού αντιΕΕ κινηματικού πόλου, θα ασκούσε πίεση στο ΚΚΕ και θα διαμόρφωνε χώρο υποδοχής ψήφου αλλά και στράτευσης αριστερής διαμαρτυρίας και αναζήτησης. Όροι πολιτικοί υπάρχουν στην πραγματικότητα, ως προς τη σύγκλιση πολιτικών θέσεων και με βάση την εμπειρία θα μπορούσε να εξασφαλιστεί και ο ισότιμος χαρακτήρας αν υπήρχε αντίστοιχη βούληση. Η επιλογή αυτή θα μπορούσε να συνδυαστεί με τα στοιχεία κοινής παρέμβασης που ήδη υπάρχουν σε κάποιους χώρους και θα μπορούσαν να υπάρχουν σε πολύ περισσότερους. Παρότι η επιλογή αυτή θα είχε ευρύτερη απήχηση και πολιτικά θα έπρεπε να είναι εφικτή, θεωρούμε ότι είναι πολύ δύσκολη. Η αιτία είναι κυρίως η επιλογή του ΝΑΡ προκαταβολικά να αρνηθεί τη δυνατότητά και την αναγκαιότητά της και να επιβάλει αυτή την άποψη και στην υπόλοιπη ΑΝΤΑΡΣΥΑ, υποβοηθούμενο από σεχταριστικά αντανακλαστικά που υπάρχουν και σε άλλα κομμάτια. Αυτό δεν αναιρεί την ανάγκη μια πολιτικής απεύθυνσης και ανοιχτής συζήτησης που πρέπει κατεξοχήν να πιέσει σε αυτή την κατεύθυνση, να θέσει το ερώτημα στην πραγματική διάσταση, να κατοχυρώσει, αν μη τι άλλο, ότι η ΛΑΕ έδωσε τη μάχη αυτή μέχρι τέλους χωρίς τακτικισμούς και ηγεμονισμούς. Στο βαθμό που μιλάμε για την εκκίνηση ουσιαστικά μιας διαδικασίας ανασύνθεσης της ριζοσπαστικής αριστεράς, τότε είναι σαφές ότι δεν μετράει απλώς το ένα ή το άλλο αποτέλεσμα αλλά και το πώς θα πάμε σε αυτό, οι τοποθετήσεις που θα υπάρξουν, οι όροι της συζήτησης.

34. Σε σχέση με την υπόλοιπη Αριστερά είναι προφανές ότι χρειάζεται η απεύθυνση και συσπείρωση του αριστερού δυναμικού που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ, που εξακολουθεί να είναι, παρά τις αντιφάσεις του, κρίσιμο, ακόμη και εάν θεωρήσουμε ότι δεν έχει της ίδιας κλίμακας εκπροσωπήσεις που είχε κάποτε. Είναι πάρα πολύ σημαντικό να κατοχυρωθεί ότι η ΛΑΕ μπορεί να είναι η δύναμη που με τις προτάσεις της συσπειρώνει το δυναμικό που αποχώρησε από τον ΣΥΡΙΖΑ σε κατεύθυνση αριστερής ανασύνθεσης. Και βέβαια είναι προφανές ότι η συσπείρωση αυτού του δυναμικού είναι η ελάχιστη αναγκαία συνθήκη για μια στοιχειωδώς αξιοπρεπή παρουσία της ΛΑΕ ή κάποιου σχήματος με άξονα τη ΛΑΕ στις εκλογές. Αντίστοιχα χρειάζεται και απεύθυνση στα κομμάτια που έχουν αποχωρήσει από το ΚΚΕ αν και εδώ υπάρχουν αντιφατικές τάσεις.

35. Σε σχέση με το ΕΠΑΜ, πλέον έχει γίνει σαφές, και μετά από αλλεπάλληλες διασπάσεις-αποχωρήσεις του τόσο το 2016 και άλλες νωρίτερα όσο και μες το 2017, ότι έχει γίνει μια δύναμη με ξενοφοβική κατεύθυνση (βλ.κακές θέσεις στο μεταναστευτικό - προσφυγικό ζήτημα) και κυρίαρχα εθνικιστικό τόνο όσον αφορά στον «πατριωτισμό» του (βλ.πρόσφατο κάλεσμα σε συλλαλητήριο για Μακεδονικό στη Θεσσαλονίκη), όπως αποτυπώνεται αυτό στη ρητορική του σε κρίσιμα ζητήματα. Στη συγκυρία που διανύουμε και με την κεντρικότητα που έχουν ζητήματα όπως το προσφυγικό -μεταναστευτικό οποιαδήποτε συνεργασία με το ΕΠΑΜ θα ήταν απαγορευτική. Για αυτό το λόγο και πρέπει να διακοπεί κάθε συζήτηση μαζί του και αυτό να τεθεί ως όρος. Για κομμάτια που πέρασαν από το ΕΠΑΜ και αποχώρησαν και κινούνται σε αριστερή δημοκρατική κατεύθυνση προφανώς και χρειάζεται απεύθυνση.

36. Σε σχέση με την Πλεύση Ελευθερίας πρέπει να χαράξουμε μια κατεύθυνση που να λαμβάνει υπόψη της τόσο τον αρχηγικό και προσωποκεντρικό χαρακτήρα της όσο και το ακροατήριό της. Για εμάς, είναι σαφές ότι η Ζωή Κωνσταντοπούλου είναι ένα πρόσωπο που αποδείχτηκε ότι είναι έξω από τα όρια της Αριστεράς, όσο και αν ακόμα σε μέρος της κοινωνικής Αριστεράς αυτό δεν καταγράφεται και κατανοείται έτσι. Αυτό δεν αφορά και την όποια ρητορική κατά καιρούς επιλέγει, όπου πλέον η επιλογή απεύθυνσης μάλλον στο «πατριωτικό» αντιμνημονιακό κοινό την οδηγεί και αυτή σε σοβαρές αποκλίσεις από κατοχυρωμένες τοποθετήσεις της Αριστεράς βλ. θέση για Μακεδονικό και συλλαλητήρια. Και με αυτή την έννοια πρέπει να τίθενται σε όποια σχετική συζήτηση πολιτικά-προγραμματικά ζητήματα και προϋποθέσεις όπως το ζήτημα εξόδου και ρήξης με ευρώ-ΕΕ, μία αριστερή στάση στο Μακεδονικό ζήτημα, ευρύτερα η επιμονή σε μία λογική μεταβατικού προγράμματος σε σοσιαλιστική κατεύθυνση κλπ. Αφορά όμως και την πρακτική της πολιτικής. Ο αρχηγισμός, ο κυνισμός που αποσκοπεί απλώς στην πολιτική παρουσία, η επαφή και επικοινωνία με επιχειρηματικά και μηντιακά κέντρα εξουσίας, η σπίλωση αγωνιστών, είναι πρακτικές ανταγωνιστικές στην Αριστερά. Ιδίως όταν επιδίωξή της θα είναι να κατοχυρωθεί ως η ηγέτης του μετώπου, ειδικά εάν αυτό καταφέρει να πετύχει κοινοβουλευτική παρουσία. Τέτοιες λογικές είναι επικίνδυνες και δεν βοηθούν την ανασύνθεση. Με αυτή την έννοια δεν θεωρούμε ότι πρέπει να πάμε σε εκλογική συνεργασία της ΛΑΕ με την Πλεύση Ελευθερίας. Ωστόσο, χρειάζεται ένας χειρισμός της όλης κατάστασης που να εξασφαλίζει ότι στα μάτια ενός ακροατηρίου της αριστεράς η ευθύνη θα είναι δική της και θα αφορά τον τρόπο που βλέπει την πολιτική. Σε αυτό το πλαίσιο έχει μεγάλη σημασία να κάνει σαφές η ΛΑΕ ότι όταν μιλάει για μέτωπο η άρνησή της να κινηθεί ηγεμονίστικα δεν σημαίνει ότι θα δεχτεί αρχηγισμούς και εκβιασμούς που δεν έχουν σχέση με την αριστερά και το ήθος της. Σημειώνουμε εδώ ότι ούτως ή άλλως ο τρόπος που κινείται η ΛΑΕ σε σχέση με την Πλεύση Ελευθερίας δημιουργεί προβλήματα και στην απεύθυνση προς άλλα κομμάτια όπως την ΑΡΚ, τη Δικτύωση Ριζοσπαστικής Αριστεράς, αλλά και την ΑΝΤΑΡΣΥΑ (με την τελευταία να το έχει χρησιμοποιήσει και ως άλλοθι μη συμμετοχής στο διάλογο).

37. Όμως, η μετωπική και εκλογική τακτική δεν περιορίζεται μόνο στην απεύθυνση και τον κεντρικό πολιτικό λόγο, αλλά πρέπει να περιλαμβάνει και κινήσεις προς τα κάτω και σε πιο ενδιάμεσο επίπεδο. Η στήριξη ενωτικών κινηματικών πρωτοβουλιών όπως αυτή για τους πλειστηριασμούς, η επιμονή στην ενότητα - διεύρυνση των ΕΑΑΚ και της σύμπραξης ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ, η προσπάθεια για ενωτικά σχήματα σε συνδικαλιστικές εκλογές, το άνοιγμα της κουβέντας για ενωτικά ριζοσπαστικά κινηματικά και αντικαλλικρατικά αυτοδιοικητικά σχήματα, οφείλουν να θεωρηθούν αναγκαίες πλευρές μιας τέτοιας κίνησης και προσπάθειας που ταυτόχρονα θα διαμορφώνουν και πιο θετικό συσχετισμό. Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες και κινήσεις εντάσσονται για εμάς στη γενική κατεύθυνση ανασυγκρότησης των κινηματικών και πολιτικών όρων για τη συγκρότηση ενός αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου και την ανασύνθεση της ριζοσπαστικής και κομμουνιστικής αριστεράς.

38. Όσο περισσότερο αναπτύσσονται αντιστάσεις και κινηματικές πρακτικές και όσο περισσότερο με συνέπεια ξεδιπλώνεται μέσα σε αυτές μια γραμμή κοινής δράσης της ριζοσπαστικής αριστεράς τόσο περισσότερο θα διαμορφώνεται ένα θετικό κλίμα και για τη μετωπική πολιτική. Και αντίστοιχα, στοιχείο αξιοπιστίας της οποιασδήποτε αριστερής δύναμης θα είναι από εδώ και πέρα ο πραγματικός βαθμός στον οποίο θα συνεισφέρει στην ανάπτυξη κινηματικών αντιστάσεων και κοινής συντονισμένης δράσης εντός αυτών. Τα λαϊκά στρώματα δεν θα δέχονται εύκολα απλώς την εκφορά πολιτικών εξαγγελιών.

39. Σε αυτό το φόντο η ΛΑΕ πρέπει

·Να βγάλει κεντρική τοποθέτηση για το θέμα του μετώπου με τόνο: Ώρα ευθύνης για την Αριστερά, ανάγκη να συμπορευτούν όσοι επιμένουν στον άλλο δρόμο και τη ρήξη με τη «μνημονιακή κανονικότητα» και το ευρωσύστημα», όσοι μαζί δίνουν τημάχη στα μεγάλα ανοιχτά κινηματικά μέτωπα.

·Να κάνει τις επαφές που έχει προγραμματίσει ξεκινώντας από το χώρο της ΑΝΤΑΡΣΥΑ όπως έχει προγραμματιστεί και στη συνέχεια με τις υπόλοιπες δυνάμεις, με ενωτική απεύθυνση και πίεση και στο ΚΚΕ.

·Να ανοίξει με αρθρογραφία και ανακοινώσεις τη συζήτηση μέσα στην αριστερά

·Να προβάλει τις ενωτικές δράσεις όπου υπάρχουν

·Να βάλει και τα τμήματα και τις τοπικές να κινηθούν σε αυτή την κατεύθυνση.

40. Είναι προφανές ότι το εκλογικό τοπίο της Αριστεράς θα είναι αντιφατικό το επόμενο διάστημα και είναι πολύ πιθανό να βρεθούμε σε συνθήκη πολυκατακερματισμού και αποτυχίας με όρους αμιγώς εκλογικούς. Το θετικό σενάριο για το οποίο θα παλέψουμε είναι να επιτευχθεί μία εκλογική μετωπική συνεργασία δυνάμεων της αριστεράς με αναφορά στο μεταβατικό πρόγραμμα που ακόμα και αν δεν έχει ακόμα το αναγκαίο εύρος θα είναι παρακαταθήκη για την επόμενη μέρα. Έχει σημασία σε αυτή τη διαδικασία να καταγραφεί ότι η ΛΑΕ πήρε θέση ευθύνης, πάλεψε για το μέτωπο και ότι μέσα σε αυτή την προσπάθεια εμείς εκπροσωπήσαμε μια γραμμή συνεπή και μάχιμη. Πρέπει να αποτρέψουμε το ενδεχόμενο η ΛΑΕ να κατέβει με τόνο, γραμμή, συμμαχίες και αισθητική που θα καθιστούν δύσκολη τη δική μας στήριξη ή θα απογοητεύουν τον κόσμο μας. Χρειάζεται να διατηρηθούν δυνατότητες και όροι για τα επόμενα βήματα της διαδικασίας ανασύνθεσης. Προφανώς και αυτή τη διαδικασία πρέπει να τη δούμε και να την κρίνουμε βήμα βήμα, θέτοντας όρους και χαράσσοντας διαχωριστικές γραμμές

Για την ανασυγκρότηση της πολιτικής μας παρέμβασης και την πορεία προς τη συνδιάσκεψη της ΑΡΑΝ

41. Όλα αυτά απαιτούν και αναβάθμιση της δικής μας παρουσίας και παρέμβασης στην όλη συζήτηση με επίγνωση των δικών μας ορίων (μικρότερη οργάνωση και κυρίως νεώτερη με ανοιχτό το ζήτημα της εκ νέου ενεργοποίησης ολόκληρων γενεών). Πρέπει ταυτόχρονα να έχουμε επίγνωση του ότι δεν είμαστε η οργάνωση που ήμασταν, αλλά ότι έχουμε πολιτικά, ιδεολογικά και κινηματικά καύσιμα για να παίξουμε σημαντικό ρόλο. Μέσα στη σημερινή συζήτηση, πρακτική και αναζήτηση του κόσμου της ριζοσπαστικής αριστεράς, μέσα στην εμφανή κρίση και ανεπάρκεια διάφορων μοντέλων που προτείνονται, από το νεοσεχταρισμό μέχρι την επανάληψη του θολού αντιμνημονιακού μετώπου, η δικιά μας τοποθέτηση μπορεί να κερδίσει, δίνει προοπτική ανοίγει ερωτήματα. Αρκεί να μπορούμε ταυτόχρονα να δείξουμε ότι έχουμε τη δυνατότητα, έστω και εν μέρει να την κάνουμε πράξη, να τροποποιήσουμε συσχετισμούς, να κατοχυρώνουμε μια θέση. Τόσο σε κόσμο εντός ΛΑΕ και σε κόσμο που δεν είναι ενταγμένος σε μέτωπα όσο και σε κόσμο που δεν χωράει στις τωρινές γραμμές που ηγεμονεύουν στην ΑΝΤΑΡΣΥΑ, μπορούμε να ακουστούμε και έχουμε πράγματα να πούμε, αρκεί να βγούμε μπροστά, να ανοίξουμε μέτωπα, να πάρουμε πρωτοβουλίες στο κίνημα, σε χώρους και κεντρικά, να παρέμβουμε στη δημόσια συζήτηση. Η καθοριστική συμβολή μας στο να γίνουν τα φεστιβάλ Unity, η στάση και η γραμμή που έχουμε ξεδιπλώσει μέσα στις αντιπαραθέσεις των ΕΑΑΚ, η δράση μας σε τοπικά κινήματα, η λειτουργία των Λεσχών, η συμβολή μας στο κίνημα κατά των πλειστηριασμών, η παρουσία μας σε μια σειρά από τοπικές της ΛΑΕ, όλα αυτά δείχνουν ότι μπορούμε να έχουμε αποτελεσματικότητα και να επηρεάζουμε. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να δουλέψουμε. Ιδιαίτερη έμφαση χρειάζεται να δοθεί σε δυναμικό κινηματικό και ριζοσπαστικό αλλά και στις κρίσιμες γενιές των αγώνων της νεολαίας της δεκαετίας του 2000 με την οποία ειδικά εμάς μας συνδέουν και κοινές αγωνιστικές εμπειρίες και βιώματα, είτε μιλάμε για κόσμο με προέλευση από την ΑΝΤΑΡΣΥΑ είτε το ΣΥΡΙΖΑ. Σημαντικό εδώ να αξιοποιήσουμε και πεδία που δεν αφορούν μόνο την αμιγώς πολιτική δράση, αλλά και παρεμβάσεις όπως το αντιρατσιστικό, ο αντιφασισμός, η αλληλεγγύη αλλά και τις παρεμβάσεις που κάνουμε σε ζητήματα θεωρίας και πολιτισμού, κινήσεις και πρακτικές που τις έχουμε αλλά πρέπει να τις γενικεύσουμε και να τις κάνουμε σχεδιασμένα.

42.Σαν πρώτο βήμα είναι σημαντικό και μέσα από συζήτηση σε επίπεδο ΚΣΟ, να υπάρξει κεντρική δημόσια τοποθέτηση της Αριστερής Ανασύνθεσηςγια τα ζητήματα του πολιτικού μετώπου και της εκλογικής τακτικής που και να κάνει σαφές ανοιχτά και δημόσια το στίγμα μας αλλά να αποτελεί παρέμβαση στη συζήτηση. Η δημόσια αυτή τοποθέτηση είναι σημαντικό να αποτελέσει θέση όχι του γραφείου αλλά του ΚΣΟ ώστε να αποτυπώνει καλύτερα τη συζήτηση της οργάνωσης. Στο πλαίσιο αυτό, να δούμε και συντονισμό με άλλες φωνές εντός ΛΑΕ που ασκούν παρόμοια κριτική με εμάς.

43. Σημαντική πρόκληση είναι να δούμε και τι γίνεται με την Πρωτοβουλία για την Κομμουνιστική Αριστερά. Παρότι ο τρόπος που εξελίχτηκαν τα πράγματα (και για τα οποία πρέπει να κάνουμε και πιο ολοκληρωμένη αποτίμηση) δείχνει ότι ο σχεδιασμός για μια σχετική γρήγορη ενοποίηση που είχαμε κάνει το 2015 και είχαμε επικυρώσει στη συνδιάσκεψη, δεν μπορεί να ευοδωθεί. Αυτό όμως δεν αναιρεί ότι ως πρωτοβουλία διαλόγου για το ζήτημα της κομμουνιστικής αριστεράς και ως συντονισμός για συγκεκριμένα μέτωπα είναι σημαντική και από τη μεριά μας δεν πρέπει να την εγκαταλείψουμε, αλλά αντίθετα να επιμείνουμε. Να δούμε και πώς μπορούμε να παρέμβουμε στη συνολική κουβέντα αλλά και πώς μπορούμε να συντονιστούμε σε μέτωπα όπως αυτά της νεολαίας και της φοιτητικής και του χώρου που καλύπτεται από το G400.

44. Η πραγματοποίηση της συνδιάσκεψης, με τον τρόπο που την έχουμε ορίσει, δηλαδή ως μια προσπάθεια όχι απλώς να πάρουμε τη μία ή την άλλη τακτική επιλογή, αλλά πρωτίστως να αποτιμήσουμε την περίοδο με στρατηγικό βάθος, να αποτιμήσουμε αυτοκριτικά τη διαδρομή μας, να συγκροτήσουμε προγραμματικά και πολιτικά εργαλεία και για το αριστερό ριζοσπαστικό μέτωπο και για την κομμουνιστική αριστερά, όλα αυτά μπορούν να μας φέρουν σε καλύτερη μοίρα να αντιμετωπίσουμε τις προκλήσεις που έρχονται. Και σε αυτή τη βάση να βάλουμε κάτω τα ερωτήματα που ανοίγονται ως προς την πολιτική τακτική και τις εκλογές και να πάρουμε θέση, ορίζοντας πάνω σε ποιες κατευθύνσεις δουλεύουμε και πάνω σε ποια ενδεχόμενα και προφανώς ορίζοντας με σαφήνεια τις διαχωριστικές γραμμές με πρακτικές και λογικές που θα θεωρήσουμε ότι πραγματικά δεν μας χωρούν.

45. Την ίδια στιγμή είναι σαφές ότι έχει ανοίξει στο εσωτερικό μας ήδη ο πραγματικός διάλογος για τη συνδιάσκεψη, πιο σωστά ο πραγματικός διάλογος για την αποτίμηση και τη χάραξη γραμμής. Ο διάλογος αυτός πρέπει να γίνει με τον πιο ανοιχτό και συντροφικό τρόπο, χωρίς ταμπού αλλά και χωρίς σχηματοποιήσεις. Με σεβασμό την άλλη άποψη και ανοιχτά αυτιά. Με συντροφική δέσμευση σε μια κοινή πορεία. Χωρίς χειρισμούς και προσπάθεια να κλείσει προκαταβολικά η συζήτηση πριν ξεδιπλωθεί πλήρως. Χωρίς στερεότυπα για απόψεις και πρακτικές. Συνδυάζοντας την καθημερινή πρακτική με την ανοιχτή συζήτηση.

46. Το σίγουρο είναι ότι πρέπει το επόμενο διάστημα στη Συνδιάσκεψη αλλά και μετά η ΑΡΑΝ να πάει με τη συνολική σκευή της. Και αυτό σημαίνει:

  • να ξανασυσπειρώσουμε όλες τις γενιές της οργάνωσης γιατί σήμερα χρειαζόμαστε όλη την εμπειρία, όλες τις αναφορές και εκπροσωπήσεις, όλη τη γνώση που κουβαλάει το σύνολο των γενιών που αναφέρονται στην ΑΡΑΝ. Δεν μπορούν να υπάρχουν στην οργάνωση χαμένες γενιές.
  • να ξαναδιαβάσουμε το θεωρητικό πλούτο (αλλά και τις απορίες) της διαδρομής μας αυτά τα 15 χρόνια (και στην πραγματικότητα εάν μιλήσουμε με όρους ρεύματος μέσα στην επαναστατική αριστερά όπου αναφερόμαστε σε μια διαδρομή 30 ετών), τις εμπειρίες και ταυτόχρονα να τολμήσουμε να είμαστε ασεβείς και να φέρουμε «καινά δαιμόνια».
  • να δούμε και να πατήσουμε πάνω στο σύνολο των παρεμβάσεών μας και των κοινωνικών χώρων όπου έχουμε δοκιμαστεί
  • να θυμηθούμε ότι η όλο και πιο πανελλαδική μας διάσταση δεν σημαίνει διασπορά δυνάμεων αλλά στην πραγματικότητα πλούτο παρεμβάσεων και διεύρυνση των εμπειριών από όπου μπορούμε να αντλήσουμε.
  • να αξιοποιήσουμε και να εντάξουμε με στρατηγικό τρόπο στη γραμμή μας, τα νέα ζητήματα που πιάσαμε τα τελευταία χρόνια: τον αντιφασισμό, την αλληλεγγύη, την πάλη ενάντια στην πατριαρχία
  • να μην ξεχνάμε ποτέ το «χωρίς επαναστατική θεωρία δεν υπάρχει επαναστατικό κίνημα», να αγκαλιάσουμε ακόμη περισσότερο τη δουλειά του Εκτός Γραμμής
  • να δοκιμάζουμε καθημερινά να οικοδομούμε μια νέα φιγούρα αγωνίστριας και αγωνιστή, ενάντια στη γραφειοκρατία, τον παραγοντισμό, την υπεροψία έναντι των μαζών

47. Για την πορεία προς τη Συνδιάσκεψή είναι σημαντικό ότι έγινε συνάντηση της επιτροπής Θέσεων και υπάρχει καταρχάς ένας πρώτος καταμερισμός για τη συγγραφή πολύ πιο συλλογικά παρά ποτέ των Θέσεων. Όμως, θα πρέπει να ακολουθήσουμε ένα αρκετά σφιχτό χρονοδιάγραμμα για να μπορέσουμε να πάμε σε Συνδιάσκεψη στο τέλος του Μάη, ώστε να είμαστε έγκαιρα έτοιμοι και με αποφάσεις ενόψει των πολιτικών εξελίξεων. Αυτό σημαίνει ότι η επιτροπή θέσεων πρέπει να έχει ετοιμάσει το προσχέδιο, να το έχει γράψει και να το έχει συζητήσει στο εσωτερικό της ώστε να είναι κοινή της θέση, περίπου μέχρι τις 20 Μάρτη ώστε να πάμε σε ένα ΚΣΟ για την έγκριση των Θέσεων στις 31 Μάρτη και να υπάρχει μετά ένα διάστημα 2 μηνών εσωτερικού διαλόγου, όπως επίσης και πρακτικές που αναλογούν σε συνδιάσκεψη δηλαδή εκδηλώσεις κ.λπ. Όμως, πέραν αυτού χρειάζεται αυτή τη φορά να πάμε και σε μία πολύ πιο καθοδηγημένη διαδικασία της συζήτησης. Με αυτό εννοούμε την ανάγκη να πάμε σε μια συνδιάσκεψη όπου η οργάνωση θα καθοδηγηθεί να μην συζητήσει αποσπασματικά ή μόνο στις απολήξεις, αλλά οι πυρήνες να κινηθούν σε κύκλους συζήτησης πάνω στο σύνολο των θέσεων, στη βάση ενός προγραμματισμού για τη θεματολογία που θα κάνει το ΚΣΟ, έτσι ώστε να καλυφθεί το σύνολο των ενοτήτων των θέσεων στη συζήτηση πριν φτάσουμε στη συζήτηση του σχεδίου πολιτικής απόφασης. Όλα αυτά απαιτούν και συνεχή και συστηματική λειτουργία της επιτροπής Θέσεων και παρακολούθηση της όλης διαδικασίας από το ΚΣΟ.

Για το σχεδιασμό μας στα κοινωνικά κινήματα

48. Η επιστροφή στο κοινωνικό πεδίο με τους όρους που αναφέραμε περνά μέσα από μια γραμμή και πορεία ανασύνθεσης των κοινωνικών κινημάτων, μια ανασυγκρότηση συλλογικών πρακτικών εκεί. Στο εργατικό κίνημα, η περίοδος στα εργατικά χαρακτηρίζεται από την εμπέδωση όρων σκληρής νεοφιλελεύθερης διαχείρισης για 7η συνεχή χρονιά με καθηλωμένους μισθούς,περιορισμένα εργατικά δικαιώματα και μεγάλα ποσοστά ανεργίας.. Η αναστολή της ευνοϊκότερης ρύθμισης και της επεκτασιμότητας των ΣΣΕ μέχρι το τέλος του προγράμματος οικονομικής προσαρμογής, η υπερίσχυση των επιχειρησιακών συμβάσεων έναντι των κλαδικών καθώς και η κατάσταση των πρωτοβάθμιών σωματείων και εν συνόλω του εργατικού κινήματος έχουν ως αποτέλεσμα την κυριαρχία της ατομικής διαπραγμάτευσης σε ένα καθεστώς διαρκούς υποχώρησης. Κύριο χαρακτηριστικό της πρόσφατης περιόδου είναι η αλλαγή του εργασιακού υποδείγματος. Μπορεί να δημιουργούνται πλέον περισσότερες θέσεις εργασίας από αυτές που καταργούνται ωστόσο η συντριπτική πλειοψηφία των νέων θέσεων εργασίας είναι κακοπληρωμένες θέσεις μερικής απασχόλησης σε ποσοστό 60% έναντι 40% μισθωτής εργασίας. Έτσι, έχουμε την ραγδαία επέκταση συνθηκών και σχέσεων επισφάλειας διευρυμένα στον ιδιωτικό τομέα και ειδικά σε νέους εργαζόμενους, κάτι που απαιτεί ειδική προσπάθεια οργάνωσης. Σε αντίθεση με τα προηγούμενα χρόνια η λίγο καλύτερη κατάσταση στην οικονομία ενδεχομένως δίνει τη δυνατότητα να υπάρξει και πεδίο πειραματισμού σε νέες πρακτικές οργάνωσης, διεκδίκησης, ενότητας. Μπροστά μας υπάρχουν και σημαντικές εκλογικές μάχες όπως οι εκλογές στο ΣΜΤ και υπήρξε και το σχετικά επιτυχές και ενωτικό εκλογικό κατέβασμα στο Δικηγορικό Σύλλογο Αθήνας. Επιμένουμε σε μία κατεύθυνση πίεσης για ενωτικά κατεβάσματα και επιλογές αντίθετες προς μία στενή παραταξιοποίηση σε ό,τι κατεβαίνει από τα αριστερά, στην επιλογή συγκρότησης ενός ενωτικού ταξικού πόλου στη συνδικαλιστική αριστερά ευρύτερα. Στην παρέμβασή μας δεν μπορούμε να πάμε απλώς με ζητήματα «γεωμετρίας». Δεν αρκεί η ρήξη με το ΣΥΡΙΖΑ στο συνδικαλισμό, για την οποία έγιναν σημαντικά βήματα, ή η προσπάθεια για συντονισμό του ΜΕΤΑ με τις Παρεμβάσεις, που πρέπει να συνεχίζουμε να την επιδιώκουμε. Χρειάζεται ανασύνθεση σε «μοριακό» επίπεδο των μορφών και των πρακτικών. Νέες εκδοχές συνδικαλιστικής δράσης στον ιδιωτικό τομέα. Νέα πιο ανοιχτά συνδικάτα. Νέες μορφές συλλογικότητας στους ανέργους. Νέες πρακτικές αλληλεγγύης στους αδύναμους κρίκους. Αλλά και νέα κατάσταση στο συνδικαλιστικό κίνημα του δημοσίου που να μπορεί να συνταιριάζει την αντίσταση, με την ανυπακοή, με την πρωτοπόρα δράση υπέρ των κοινωνικών αναγκών. Ο πειραματισμός με αυτή τη δουλειά στο εργατικό, μέσα σε υπάρχουσες μορφές αλλά και μέσα από νέα σχήματα και συλλογικότητες, στον οποίο ήδη αρκετές συντρόφισσες και σύντροφοι της ΑΡΑΝ έχουν στραφεί, ιδίως νεώτερες/οι, με παραδείγματα όπως η δουλειά στις τηλεπικοινωνίες ή οι μάχες στο ΣΜΤ, ή η δουλειά στο χώρο των ειδικευομένων ιατρών, σε συνδυασμό με άλλους χώρους στους οποίους εξακολουθούμε να έχουμε δυνάμεις, μπορεί να επιτρέψει την ανασυγκρότηση μιας πολιτικής παρέμβασης σε χώρους εργαζομένων που έστω και ξεκινώντας από πολύ αφετηριακές πρακτικές μπορεί να ανασυγκροτήσει αντιστάσεις, να επιτρέψει σε αυτό το δυναμικό να ανασυνθέσει όρους στράτευσης να βάλει βάσεις για επόμενες μάχες. Ταυτόχρονα αυτή η δουλειά μπορεί να επιτρέψει και το συντονισμό και τη συνεργασία και με ένα ευρύτερο δυναμικό που δραστηριοποιείται σε αυτούς τους χώρους. Αυτή η δουλειά πρέπει να συνδυαστεί με τη δουλειά μέσα και στο τμήμα εργατικής πολιτικής της ΛΑΕ, όπου και πρέπει συστηματικά να δουλέψουμε την πολιτική γραμμή του ενωτικού αντικυβερνητικού ταξικού πόλου μέσα στο εργατικό κίνημα, της συσπείρωσης δυνάμεων αλλά και της διαμόρφωσης ενωτικών κέντρων αγώνα σε ρήξη με τη γραφειοκρατία και τη λογική των συγκρότησης ενωτικών ταξικών αγωνιστικών αντισυνδιαχειριστικών σχημάτων και πρωτοβουλιών που να διαμορφώνουν όντως ένα σύγχρονο αγωνιστικό ταξικό ρεύμα και θα καταφέρνουν ξεβαλτώνουν το κίνημα από την επικράτηση του δόγματος ΤΙΝΑ. Η μικρής αποτελεσματικότητας αποτίμηση της δουλειάς μας την προηγούμενη χρονιά μας βάζει ακόμα πιο επιτακτικά να δούμε σοβαρά τους όρους καταρχάς ανασυγκρότησης της δικής μας υπόστασης στο εργατικό για να μπορούμε στη συνέχεια να βάλουμε πιο αναβαθμισμένους στόχους για την απόπειρα υλοποίησης νέων πρακτικών, την παρουσία μας σε σωματεία, σε ενωτικές πρωτοβουλίες συντονισμού κλπ. Η περσινή δουλειά ήταν ένα πρώτο βήμα αλλά ανολοκλήρωτο. Η φετινή προσπάθεια συγκρότησης του ΣΤΕ καταρχάς στην Αθήνα, αλλά και ο συντονισμός με συντρόφους στην επαρχία σε μάχες και επίδικα (π.χ. εκλογές ΣΜΤ Θεσσαλονίκης) είναι ελπιδοφόρα και δείχνει να προχωρά επιτέλους με στοιχειώδη βηματισμό και λειτουργία. Το ΣΤΕ και η λειτουργία των υπαρχόντων και νέων πυρήνων (π.χ. τηλεπικοινωνίες όπως ήδη αποφασίστηκε) είναι προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση ενός τομέα εργαζομένων που θα πάρει την ευθύνη της ανασυγκρότησης, της προετοιμασίας ολομέλειας εργαζομένων, της συγκρότησης και λειτουργίας πυρήνων και του σχεδιασμού της δράσης. Στο πλαίσιο αυτό έχει αποφασιστεί η εκ νέου καταγραφή εργαζομένων (Αθήνας αρχικά, αλλά και πανελλαδικά), εργασιακών χώρων, εκπροσωπήσεων σε α βάθμιο ή β βάθμιο επίπεδο, η συγκρότηση νέου πυρήνα πληροφορικής και τηλεπικοινωνιών, να εξεταστεί η σύσταση νέου πυρήνα εργαζομένων σε ΜΚΟ, να υπάρχει παρακολούθηση όλων των διαδικασιών στο εργατικό (ΜΕΤΑ, Παρεμβάσεις, Πρωτοβουλία για το συντονισμό σωματείων, ΠΑΤΕΚ κλπ.) ώστε να συζητήσουμε πιο πραγματικά και συλλογικά τις επιλογές μας, να παρακολουθείται και να παρεμβαίνουμε πιο συστηματικά στο Τμήμα Εργατικής Πολιτικής της ΛΑΕ, να προχωρήσει η συγγραφή θέσεων για το εργατικό εν όψει Συνδιάσκεψης, αλλά και ειδικών επεξεργασιών για τη συγκρότηση του τομέα (ανάλυσης της τροπολογίας για την απεργία και για τα εργατικά ατυχήματα, κείμενα ανάλυσης του Μνημονίου σχετικά με τα εργατικά, κειμένου σχετικά με τις Συλλογικές Συμβάσεις Εργασίας κ.ά.). Τα μέλη μας κινούνται σε τρεις ταχύτητες οι οποίες χρειάζονται μια διαφορετική αντιμετώπιση ώστε να καταφέρουμε να ανασυγκροτήσουμε τον Τομέα Εργαζομένων. Η πρώτη ταχύτητα: μέλη μας που συμμετέχουν σε πρωτοβάθμια σωματεία και έχουν συνδικαλιστική γείωση, η δεύτερη ταχύτητα: μέλη μας που βρίσκονται σε σχήματα στα οποία δεν παίζουμε πρωταγωνιστικό ρόλο και η τρίτη ταχύτητα: μέλη μας που προσφάτως έχουν μπει στο χώρο εργασίας. Θα πρέπει να ιεραρχήσουμε τους χώρους δουλειάς στους οποίους θέλουμε να έχουμε αποτελέσματα και να ορίσουμε τη μεθοδολογία παρέμβασης σε βάθος χρόνου. Στόχος είναι οι συνεδριάσεις του ΣΤΕ να καταλήγουν σε εισηγητικό κείμενο προς τους πυρήνες εργαζομένων της οργάνωσης με σκοπό την ανατροφοδότηση του ΣΤΕ ώστε στα μέσα Μαρτίου να πραγματοποιηθεί ολομελειακή διαδικασία του Τομέα Εργαζομένων.

49. Αντίστοιχα στο χώρο της νεολαίας, πρέπει να δούμε σε βάθος τις αλλαγές και τις τομές που έχουν γίνει, το πώς ορίζεται σήμερα η νεολαία ως κοινωνική κατηγορία, τι ιδιαίτερα χαρακτηριστικά έχει μετά από τόσα χρόνια κρίσης. Είναι ανάγκη σήμερα –συνεχίζοντας μια πορεία από την περσινή χρονιά- να υπάρξουν άλλες μορφές συλλογικής δράσης στο χώρο των νέων εργαζομένων και της επισφάλειας. Στους νέους εργαζόμενους, η δουλειά μπορεί και πρέπει να γίνει συνδυάζοντας το g400 με τη δουλειά στον ιδιωτικό τομέα που αναφέραμε ώστε να αξιοποιούνται πολύπλευρα δυνάμεις και να είμαστε πιο αποτελεσματικοί. Παίρνοντας την πρωτοβουλία για το g400 επιδιώκαμε να έρθουμε σε επαφή και να ωσμωθούμε με πληττόμενα κομμάτια της νεολαίας και να τους δώσουμε ένα μέσο έκφρασης και διεκδίκησης καθώς και να δράσουμε από κοινού με άλλες οργανώσεις της Αριστεράς ως έκφανση μιας ανασυνθετικής διαδικασίας. Επιδιώκαμε να συγκροτήσουμε πειραματικά μία κοινωνικοπολιτική πρωτοβουλία νεολαίας με ειδική απεύθυνση σε νεανικά ακροατήρια σε ένα εύρος ζητημάτων που μπορεί να τα αφορούν, από το ζήτημα της εργασίας, της ανεργίας και της επισφάλειας μέχρι τον πολιτισμό και ευρύτερα κοινωνικά ζητήματα. Πέρσι, το g400 κινήθηκε κυρίως καμπανιακά και με συμβολικούς ακτιβισμούς, καθώς και με προβλήματα στο συλλογικό σχεδιασμό και εμπλοκή σε αυτόν μεγάλου μέρους του αντίστοιχου δυναμικού της οργάνωσης, πρόβλημα που σχετίζεται και με την έλλειψη τόπου οργάνωσης στη βάση της μεταφοιτητικής νεολαίας εντός της οργάνωσης που έχουμε εντοπίσει και σκοπεύουμε να αντιμετωπίσουμε φέτος. Η επανεκκίνηση φέτος του g400 με καλύτερους όρους τόσο από την άποψη των πρακτικών (άνοιγμα σε Λάρισα, σχεδιασμός πιο συστηματικών πρακτικών) όσο και από άποψη οργάνωσης και εσωτερικής λειτουργίας (διαδικασία συγκρότησης με συνέλευση στις 10/12 και 21/1, ανά τόπους μετά κλπ.) είναι η έμπρακτη προσπάθειά μας να υπερβούμε αυτό τον τρόπο λειτουργίας και να ανοίξουμε το εγχείρημα στο δυναμικό της οργάνωσης -ιδιαίτερα σε νέους εργαζόμενους σε χώρους χωρίς συγκροτημένη συνδικαλιστική παρέμβαση και πυκνή παρουσία- και φυσικά σε ανένταχτο δυναμικό ευρύτερα. Προς αυτή την κατεύθυνση κινούνται και τα αντίστοιχα ενημερωτικά σημειώματα και η επιτυχής εμπλοκή νέου δυναμικού μας στην πρωτοβουλία, καθώς και η πιο οργανική σύνδεσή του εντός της οργάνωσης με το ΚΣ Αθήνας αρχικά με στόχο αυτό να γίνει και σε άλλες πόλεις προοπτικά. Στόχος είναι να μονιμοποιήσουμε τη λειτουργία και τη δράση του, να αναλάβουν περισσότεροι/ες και νεότεροι/ες σύντροφοι/ισσες καθήκοντα και ρόλους, να ανοιχτεί στοχευμένα σε νέα θεματικά πεδία , σε γειτονιές, χώρουςκαι στην επαρχία.

50. Στο χώρο της σπουδάζουσας νεολαία, είναι απαραίτητο να δούμε στις νέες δυσχερείς συνθήκες στο ελληνικό πανεπιστήμιο πώς θα μπορέσει να υπάρξει μια νέα ριζοσπαστική επιστροφή του φοιτητικού κινήματος. Ο κοινωνικός χώρος του πανεπιστημίου έχει αλλάξει σημαντικά, οι φοιτητές παρακολουθούν περισσότερο, εντατικοποιούνται και τελειώνουν γρηγορότερα, συχνά δουλεύουν ή ξενοικιάζουν νωρίς αν είναι από άλλη πόλη λόγω οικονομικών προβλημάτων και οικογενειακής πίεσης για να τελειώσουν γρηγορότερα. Όλα αυτά δημιουργούν διαφορετικό τοπίο στον κοινωνικό χώρο και απαιτούν ανάλυση και ανάγνωση της νέας κατάστασης και μετά προσαρμογή της παρέμβασης στις αλλαγμένες συνθήκες. Πρέπει να πάμε κι εμείς «εκεί που είναι ο κόσμος», να μάθουμε για να μπορέσουμε να συνδεθούμε και να οργανώσουμε κινηματικές κινήσεις, αντιστάσεις και αγώνες. Είναι σαφές όμως ότι δυνατότητες υπάρχουν παρά τις υπαρκτές δυσκολίες και συχνά αντικειμενικοποιούμε τις δυσκολίες παραπάνω από όσο αναλογεί θεωρητικοποιώντας την αδυναμία μας να διαβάσουμε το νέο τοπίο και να κινηθούμε καταρχάς πειραματικά και τελικά να μετρήσουμε νέα αποτελέσματα. Αυτό άλλωστε αποδείχθηκε και τις φορές που κινήθηκε στοιχειωδώς με βοήθεια και από την οργάνωση το δυναμικό του ΤΝ.Άλλωστε πεδία όπου μπορούν να οργανωθούν αντιστάσεις ήδη έχουν αποτυπωθεί την τρέχουσα ακαδημαική χρονιά -οι κινητοποιήσεις το φθινόπωρο για τη διανομή των συγγραμμάτων, ο συνεχιζόμενος αγώνας στο ΤΕΙ Αθήνας γύρω από το “Πανεπιστήμιο Δυτικής Αττικής”, οι κινητοποιήσεις στην Ξάνθη είναι χαρακτηριστικά παραδείγματα. Πρώτα από όλα πρέπει να σκύψουμε αναλυτικά στην εκπόνηση περιεχομένου γραμμής για την αναδιάρθρωση σήμερα (νόμος Γαβρόγλου, ΠΠΔΕ, επαγγελματικά δικαιώματα) χωρίς να υποτιμούμε, αντιθέτως με αναβάθμιση και ζητημάτων που αφορούν στο δημόσιο – δωρεάν χαρακτήρα της εκπαίδευσης (σίτιση, στέγαση, λεωφορεία, συγγράμματα) ειδικά στις σημερινές δύσκολες μνημονιακές συνθήκες φτωχοποίησης. Σε αυτή την κατεύθυνση πρέπει να βοηθήσουν τον τομέα νεολαίας πλέον και το Πανελλαδικό Γραφείο και τα ΚΣ πόλης. Δεύτερον, βάσει των εκτιμήσεών μας για την αναδιαρθρωτική κίνηση πρέπει να μπαίνει τακτικός και συγκεκριμένος κινηματικός σχεδιασμός και βηματισμός για τους συλλόγους, να υπάρχει και σε αυτό βοήθεια από χρεωμένους συντρόφους και από τα όργανα της οργάνωσης (ΠΓ, ΚΣ πόλης). Χρειάζεται μην μένουμε στην ανάλυση και κριτική της τακτικής και της στρατηγικής άλλων δυνάμεων και τάσεων εντός και εκτός ΕΑΑΚ ή στον καθημερινό χειρισμό των εξελίξεων, αλλά να επιδιώκουμε να ορίζει ο δικός μας σχεδιασμός την κίνησή μας εντός των φ.σ. και της φοιτητικής αριστεράς. Τρίτον, ειδικά μετά τα τελευταία γεγονότα εντός ΕΑΑΚ όπου η κατάσταση είναι διαλυτική και μας φέρνει σε χειρότερες θέσεις μάχης, απέναντι στην προσπάθεια παραταξιοποίησης που αναπτύσσεται από την πλευρά δυνάμεων της ΑΝΤΑΡΣΥΑ (“αντικαπιταλιστική επανίδρυση” και πτέρυγα, εργαλειακή και μονομερής προσπάθεια εξώθησης της ΑΡΑΣ ως βήμα για κάτι τέτοιο κλπ.) πρέπει να ανοίξουμε με σοβαρούς όρους και διάρκεια τη συζήτηση για την επανίδρυση των ΕΑΑΚ και της φοιτητικής αριστεράς στο σύνολό της. Να ξαναπιάσουμε το νήμα παλιότερων τοποθετήσεών μας με την αναγκαία επικαιροποίηση. Χρειάζεται άμεσα εκπόνηση συγκεκριμένης και δουλεμένης πρότασης για τη δημοκρατική επανίδρυση των ΕΑΑΚ με μαζική και θελκτική φυσιογνωμία παρέμβασης. Πρότασης που θα αφορά τον τρόπο συζήτησης και λειτουργίας, τη φυσιογνωμία παρέμβασης και δράσης, την κουλτούρα ανάδρασης με τον κοινωνικό χώρο και αποτίμησης μετρήσιμων ή μη αποτελεσμάτων, τον σαφή αποκλεισμό πρακτικών ξένων προς την Αριστερά. Η μεθοδολογία, το πολιτικό περιεχόμενο και η στάση αρχών με την οποία ανοίξαμε την αντιπαράθεση έως τώρα έχει δώσει μετρήσιμα αποτελέσματα οξύνοντας τις αντιφάσεις άλλων χώρων, είναι στιγμή να αντεπιτεθούμε και να κερδίσουμε χώρο πολιτικά και οργανωτικά εντός των συλλόγων και των ΕΑΑΚ. Ο δικός μας ρόλος είναι να προτάξουμε ένα πραγματικό πολιτικό σχέδιο το οποίο θα περιγράφει συγκεκριμένη μεθοδολογία, βηματισμό, περιεχόμενο και απόληξη και θα καταφέρει να βγάλει από το τέλμα στο οποίο έχουν περιέλθει τα ΕΑΑΚ. Ηδημοκρατική επανίδρυσητου μορφώματος με μαζική και θελκτική φυσιογνωμία παρέμβασης δεν είναι μια τομή που θα πραγματοποιηθεί σε μια στιγμή. Είναιένα μακρόπνοο πλάνοτο οποίο δε θα προέλθει μόνο από τηνεπιστροφή στο πεδίο των μαζώνκαι στα δικά τους ερωτήματα, αλλά και από την ταυτόχρονηεπεξεργασία ορισμένων οργανωτικών τομών. Πρέπει να τεθεί το όριοκαι στην πλειοψηφούσα δύναμη, αλλά και στις αντιλήψεις που προκαλούν τη σταδιακή διάλυση των ΕΑΑΚ, και μέσα από μία επανιδρυτική διαδικασία να βγει κάποιοπολιτικό εξαγόμενο επί του περιεχομένου που θα περιθωριοποιεί πολιτικά τις πρακτικές αυτές. Χρειάζεται μέσα στο άμεσο επόμενο διάστημα η εκπόνηση μίας πρότασης που θα αφορά τον τρόπο συζήτησης και λειτουργίας, τη φυσιογνωμία παρέμβασης και δράσης, την κουλτούρα ανάδρασης με τον κοινωνικό χώρο και αποτίμησης μετρήσιμων ή μη αποτελεσμάτων, το σαφή αποκλεισμό πρακτικών ξένων προς την Αριστερά. Αλλά πάνω απ’ όλα μία πρόταση που να κάνει τις οργανωμένες, και μη, αντιλήψεις στα ΕΑΑΚ να λογοδοτούν στους Φοιτητικούς τους Συλλόγους και να μην προχωρούν σε κινήσεις για αυτούς, αλλά με την πραγματική νομιμοποίηση αυτών, με αυτούς. Πρέπει να απεμπολήσουμε εν συνόλω μία λογική η οποία μέσα στο άγχος της επιτελεστικότητας, θα καταλήγει να καπελώνει τα συλλογικά υποκείμενα από τα οποία θα έπρεπε εγκαλούμαστε. Η επανίδρυσηόμως του μορφώματος δεν είναι μία διαδικασία η οποία πρέπει να γίνει κεκλεισμένων των θηρών έως ότου κάποια στιγμή τα ΕΑΑΚ καταφέρουν να ξεπεράσουν την κρίση τους. Αντιθέτως, είναι μία διαδικασίααλληλένδετη με την ανασύνθεση της φοιτητικής αριστεράςστη λογική του ενιαίου αριστερού ριζοσπαστικού μετώπου, που αναγκαστικά περνάει μέσα από τη διαμόρφωση άλλου συσχετισμού μέσα στα ίδια τα ΕΑΑΚ. Ο διαφορετικός συσχετισμός δεν είναι κάτι που προκύπτει μόνο από μία ένταξη των άλλων δυνάμεων στο δίκτυο.Ο συσχετισμός διαμορφώνεται και από τις πιέσεις που επάγει μια ευρύτερη συμπόρευση και μέτρηση βημάτων ανασυντεθιμένης πολιτικοποίησης και δράσης στα πλαίσια μιας διάταξης (που παραμένει προς το παρόν) ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ. Χρειάζεται η ένταση ενωτικών πρωτοβουλιών ανά σχολές και συγκροτήματα σχολών όπου υπάρχουν δυνάμεις των ΑΡΕΝ/ΑΡΔΙΝ, κοινός βηματισμός και κινηματικός συντονισμός, εξώστρεφες εκδηλώσεις (ανά σχολές και κεντρικά), για το κίνημα και το περιεχόμενο παρέμβασης και δράσης. Η ενωτική διαδικασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ πρέπει να μετρήσει βήματα όλη τη χρονιά για να μπορεί να συγκεφαλαιωθεί και στις φοιτητικές εκλογές και να παράγει αποτελέσματα πίεσης στις σεχταριστικές δυνάμεις. Πρέπει όμως να βλέπουμε και το τέλος του δρόμου, και μέσα από το τετράπτυχο, θέση-αντίθεση-ηγεμονία-σύνθεση (κάτι το οποίο παίζεται στο πεδίο των μαζών), η ανασυνθετική διεργασία να βαθαίνει και θαρρετά να αποτυπωθεί μέσα από το έναενιαίο σχήμα ανά κοινωνικό χώρομε την πολιτική διεύρυνση του δικτύου των ΕΑΑΚ. Ητοποθέτησή μας για την επανίδρυση δεν φιλοδοξούμε να είναι απλώς “η τοποθέτηση της ΑΡΑΝ” αλλά να κερδίσει αγωνιστές και σχήματα, να αναδείξει τα όρια μιας επανίδρυσης που απλώς επαναφέρει την παραδοσιακή γραμμή της “αντικαπιταλιστικής πτέρυγας” σε επικαιροποιημένη εκδοχή, να περιθωριοποιήσει όσες δυνάμεις βλέπουν τα ΕΑΑΚ ως ένα πεδίο αντιπαράθεσης άνευ ορίων και αρχών για τη δική τους οργανωτική ανάπτυξη και μόνο. Ταυτόχρονα, χρειάζεται επιμονή στη λογική της ενότητας και της ανασύνθεσης της φοιτητικής Αριστεράς, που όμως αναγκαστικά περνάει μέσα και από τη διαμόρφωση άλλου συσχετισμού μέσα στα ίδια τα ΕΑΑΚ. Χρειάζεται η ένταση ενωτικών πρωτοβουλιών ανά σχολές και συγκροτήματα σχολών όπου υπάρχουν δυνάμεις των ΑΡΕΝ/ΑΡΔΙΝ, κοινός βηματισμός και κινηματικός συντονισμός, εξώστρεφες εκδηλώσεις (ανά σχολές και κεντρικά) για το κίνημα και το περιεχόμενο παρέμβασης και δράσεις. Η δουλειά σε αυτή την κατεύθυνση μπορεί να είναι αποτελεσματική στο βαθμό που θα είναι πολυεπίπεδη: κοινή δουλειά και όσμωση ανά τμήμα, ίδρυμα και πόλη όπου αυτό είναι εφικτό, εξώστρεφη τοποθέτησή μας για τις αναγκαίες τομές στη φυσιογνωμία, την παρέμβαση και τη γεωμετρία της φοιτητικής ριζοσπαστικής Αριστεράς (πεδίο όπου η μετωπική απεύθυνση συνδέεται με την επανίδρυση των ΕΑΑΚ), πάλη εντός των διαδικασιών όπου βρισκόμαστε να κερδίζουμε χώρο και να κατοχυρώνουμε ηγεμονικά όψεις του σχεδιασμού μας, είτε αυτές είναι εντός των ΕΑΑΚ, είτε εντός του τμήματος νέων της ΛΑΕ. Η ενωτική διαδικασία ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ-ΑΡΔΙΝ πρέπει να μετρά «στιγμές» όλη τη χρονιά για να μπορεί να συγκεφαλαιώνεται και στις φοιτητικές εκλογές και να παράγει αποτελέσματα πίεσης στις σεχταριστικές δυνάμεις. Για όλα τα παραπάνω έγινε ήδη κοινή συνεδρίαση του Πανελλαδικού Γραφείου και του Πανελλαδικού ΣΤΝ στις 7/1 ώστε να συζητηθούν και να οργανωθεί ο βηματισμός μας από εδώ και πέρα με τη βοήθεια και της οργάνωσης ευρύτερα. Προγραμματίζεται και νέα συνεδρίαση του ΠΣΤΝ στα τέλη της εξεταστικής με στόχο να καταληχθεί συγκεκριμένο κείμενο πρώτων θέσεων για το περιεχόμενο και το βηματισμό του ΤΝ.

51. Η αντιφασιστική πάλη στην Ελλάδα περνάει σε μια νέα φάση. Με την παγίωση της ΧΑ εκλογικά, την κοινοβουλευτική της εκπροσώπηση και τη δίκη σε εξέλιξη η αντιφασιστική πάλη αποκτά αναβαθμισμένα χαρακτηριστικά. Καλούμαστε να αντιληφθούμε ότι η αντιφασιστική πρακτική είναι πολυεπίπεδη και οφείλει να καταπιάνεται με τα πεδία εκείνα τα οποία έχουν την τάση να ενεργοποιούν τον κοινωνικό αυτοματισμό και να αντιπαλεύει την ενσωμάτωσή τους. Ένας διακηρυκτικός λόγος ή μια δικαιωματική ρητορεία δεν μπορούν αυτοτελώς να καλύψουν τοεύρος της αντιφασιστικής πάλης στη συγκυρία. Η αντιφασιστική πρακτική οφείλει να λαμβάνει χώρα στη καθημερινότητα και στους χώρους στους οποίους μπορεί να υπάρχει πεδίο παρέμβασης: τους εργασιακούς χώρους, στις γειτονιές και τις τοπικές συλλογικότητες που παρεμβαίνουν σε αυτές. Οφείλει να ορίζει ως αντιπαράδειγμα μια άλλη λογική συλλογικοποίησης με πρόταγμα την αλληλεγγύη, τις διεκδικήσεις ενός τοπικού κινήματος και ακόμα και τη διατάραξη μιας κανονικότητας που προτάσσει την εξατομίκευση, την ιδιώτευση και καταλήγει στην αποσύνθεση του κοινωνικού ιστού και οποιασδήποτε προσπάθειας συλλογικών διεκδικήσεων. Σε τελική ανάλυση, η αντιφασιστική πάλη κρίνεται στο αν υπάρχει «οργανωμένος λαός» που πιστεύει στις δυνατότητές του και στο αν τα ταλαντευόμενα μικροαστικά στρώματα έλκονται και οργανώνονται σε τέτοιες συλλογικές δομές και δομές αλληλεγγύης και δεν αναπτύσσουν χαρακτηριστικά κοινωνικού κανιβαλισμού στο έδαφος της φτωχοποίησής τους. Επειδή αυτό είναι το κεντρικό καθήκον τελικά πρέπει να έχουμε στο νου μας ότι κάθε αντιφασιστική πρακτική και δράση μας στοχεύει τελικά στο να συμβάλει στην κινηματική αναζωογόνηση ολόκληρων γειτονιών και περιοχών, επιχειρεί να γενικευτεί και δεν επιδιώκει απλά να παραμένει περιθωριακή υπόθεση μειοψηφικών πολιτικών δυναμικών με αναφορά κυρίως σε κομμάτια νεολαίας. Υπό αυτό το πρίσμα συμμετέχουμε και στηρίζουμε πρωτοβουλίες όπως ο Αντιφασιστικός Συντονισμός Αθήνας αλλά και πρωτοβουλίες σε άλλες πόλεις (π.χ. Λάρισα), και ιεραρχούμε στο βαθμό που τους αναλογεί κινητοποιήσεις όπως αυτές για την επέτειο των Ιμίων, ειδικά στο τοπίο που διαμορφώνεται με το Μακεδονικό τον τελευταίο καιρό.