Το φεμινιστικό κίνημα κατάφερε μια ιστορικής σημασίας νίκη την Πέμπτη 6.6.2019, καθώς ανάγκασε την κυβέρνηση όχι μόνο να πάρει πίσω την προτεινόμενη αναθεώρηση του ορισμού του βιασμού, αλλά και να προχωρήσει σε νέο ορισμό βασισμένο στην έννοια της συναίνεσης. Κατάφερε δηλαδή να επιβάλει στην κυβέρνηση αυτό ακριβώς για το οποίο πάλευε και κινητοποιούνταν από την αρχή του χρόνου: Ο βιασμός να ορίζεται μόνο με βάση την απουσία συναίνεσης.
«Χωρίς συναίνεση είναι βιασμός» ήταν η προμετωπίδα μας όλον αυτόν τον καιρό, καθώς και το όνομα της συνέλευσης που οργάνωσε τις σχετικές κινητοποιήσεις, και πλέον συνιστά συγκεκριμένη παράγραφο στον καινούργιο Ποινικό Κώδικα.
Μένει βεβαίως να δούμε με ποιον τρόπο θα αποτυπωθεί αυτή η αλλαγή ώστε αφενός να συζητήσουμε πιο συγκεκριμένα, αφετέρου να οργανώσουμε τις επόμενες πολιτικές και κινηματικές δράσεις μας.
Μέχρι τότε όμως αξίζει να σημειώσουμε κάποια πρώτα στοιχεία.
– Οι αρχικά προτεινόμενες αλλαγές στον ορισμό αναγνώριζαν ότι μπορεί να υπάρξει βιασμός μόνο σε περιπτώσεις σωματικής βλάβης δυνάμενης να αποδειχτεί. Επίσης εισήγαν τη διαβάθμιση του εγκλήματος σε βιασμούς περισσότερο και λιγότερο επώδυνους, καθώς άλλους τους αναγνώριζαν ως κακουργήματα, άλλους ως πλημμελήματα, μιλώντας πρακτικά για «κατά το ήμισυ βιασμό» και για «καθ’ ολοκληρίαν βιασμό», και μεταθέτοντας έτσι γι’ άλλη μία φορά την ευθύνη στο θύμα, αφού για να έχεις βιαστεί κατά το ήμισυ σημαίνει ότι κατά το άλλο ήμισυ το ήθελες κι εσύ λιγάκι. Ταυτόχρονα, οι εν λόγω προτάσεις υποτιμούσαν βαθύτατατον ψυχολογικό εξαναγκασμό –και το συνεπαγόμενο ψυχικό τραύμα– καθώς αναγνώριζαν ότι εάν, λόγου χάρη, υποκύψεις στον εκβιασμό του αφεντικού σου για απόλυση είναι πλημμεληματικός βιασμός γιατί δεν περιλαμβάνει σωματικό εξαναγκασμό – πάλι μάλλον το ήθελες κι εσύ λίγο, ήταν επιλογή σου, σαν να λέμε. Επιπλέον, δεν αναγνώριζαν ως βιασμούς, είτε κακουργηματικούς είτε πλημμεληματικούς, τους βιασμούς ως αποτέλεσμα ψυχικού εξαναγκασμού που δεν συνιστά νομικά «παράνομη πράξη», όπως για παράδειγμα είναι ο εντός σχέσης εξαναγκασμός. Τέλος, καταφέραμε να γίνεται ρητή αναφορά σε βιασμούς κατά τους οποίους το θύμα είναι είτε υπό την επήρεια χαπιού βιασμού είτε ναρκωτικών και άρα αναίσθητο και αδύναμο να ανταποκριθεί, αλλά και σε βιασμούς που το θύμα παγώνει από τον φόβο. Πρόκειται για περιπτώσεις ιδιαίτερα συχνές, μα που δεν ήταν καθόλου προφανές ότι μπορούσαν να θεωρηθούν βιασμοί είτε από την κοινωνία είτε από το δικαστήριο.
– Είναι λοιπόν καταρχήν μεγάλη νίκη που το φεμινιστικό κίνημα κατάφερε να αποσείσει την ψήφιση ενός άρθρου πολύ χειρότερου από το ήδη ισχύον. Είναι όμως ακόμα μεγαλύτερη νίκη το γεγονός ότι κατάφερε να επιβάλει ότι για να ορίσουμε τον βιασμό θα πρέπει να ακούσουμε το θύμα. Σε μια κοινωνία όπου τα σεξουαλικά εγκλήματα είναι τα μόνα εγκλήματα που κοινωνικά και ηθικά ενοχοποιούν το θύμα και όχι τον θύτη, σε μια κοινωνία δηλαδή που κρίνει πως το σεξουαλικό έγκλημα το έχει προκαλέσει το θύμα, το θύμα δεν πρόκειται να βρει ποτέ το δίκιο του εάν δεν του δοθεί η δυνατότητα να αρθρώσει τον δικό του λόγο. Και ναι, η μαρτυρία του θύματος ως αποδεικτικό στοιχείο είναι μια αναγκαία προϋπόθεση εξισορρόπησης της σεξιστικής κουλτούρας που αντιστρέφει το θύμα σε θύτη. Ως εκ τούτου, καμία σχέση δεν έχει με προσπάθειες υπερποινικοποίησης και εργαλειοποίησης των καταγγελιών, αντίθετα είναι ασπίδα προστασίας απέναντι στην ποινικοποίηση των θυμάτων, των θυμάτων που η κοινωνία μας έχει φροντίσει να ποινικοποιήσει πριν καν καταγγείλουν τον βιασμό τους.
– Βεβαίως, ένας νόμος δεν ανατρέπει την κουλτούρα βιασμού που είναι βαθιά εδραιωμένη στις πατριαρχικές κοινωνίες μας. Αποτυπώνει όμως τα βήματα του φεμινιστικού κινήματος για την εξάλειψη των σεξιστικών πρακτικών και λειτουργεί υποστηρικτικά προς αυτόν τον αγώνα. Το γυναικείο κίνημα είναι εδώ, κατακτά την ορατότητά του και προστατεύει τα μέλη του.
– Και ακόμα περισσότερο, το φεμινιστικό κίνημα και στην Ελλάδα και διεθνώς καταφέρνει να γιγαντώνεται, σε μια περίοδο πολιτικής κρίσης, κρίσης του ευρύτερου λαϊκού κινήματος, αλλά και της αριστεράς οποιασδήποτε εκδοχής. Αυτό έδειξαν οι αγώνες όλου του τελευταίου διαστήματος, από τη φεμινιστική απεργία της 8ης Μάρτη, που για πρώτη φορά πραγματοποιήθηκε και στην Ελλάδα, μέχρι τις κινητοποιήσεις ενάντια στις γυναικοκτονίες και τη βία κατά των γυναικών. Το φεμινιστικό κίνημα, λοιπόν, όχι μόνο γιγαντώνεται αλλά καταφέρνει και νίκες εν μέσω αυτού του δυσμενέστατου πολιτικά και κοινωνικά τοπίου, αλλά και ιδιαίτερα εν μέσω της συγκεκριμένης επίθεσης που δέχεται σήμερα, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την επιχείρηση απαγόρευσης των εκτρώσεων διεθνώς. Για όλους αυτούς τους λόγους επομένως έχει αξία το ευρύτερο λαϊκό κίνημα και η αριστερά να αφουγκραστούν τους φεμινιστικούς αγώνες και τη φεμινιστική μεθοδολογία ως προς το στρατηγικό πολιτικό και κινηματικό χνάρι τους.
– Και κάτι τελευταίο: Τίποτα δεν χαρίζεται από καμία κυβέρνηση, όσο νεοφιλελεύθερη ή λιγότερο νεοφιλελεύθερη κι αν είναι. Η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ και η νομοπαρασκευαστική επιτροπή τόσο καιρό έκλεινε τα αφτιά της απέναντι στα αιτήματα και τους αγώνες μας. Η πίεση των αγώνων μας και το πολιτικό κόστος που αυτοί δημιούργησαν ήταν η αιτία της νίκης μας και καμιά καλή διάθεση καμιάς κυβέρνησης. Γιατί τίποτα δεν χαρίζεται, όλα κατακτιούνται.
Συνεχίζουμε ακόμα πιο δυνατές!