Νομοσχέδιο Χατζηδάκη: θεσμοθέτηση του νέου εργασιακού μεσαίωνα
Όχι Σήμερα!-Νόμος οι Ανάγκες μας
Εν μέσω πανδημίας και ενώ η προστασία της εργασίας αποτελεί αναγκαία συνθήκη για την αντιμετώπιση της υγειονομικής κρίσης η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας και τα συμφέροντα που εκπροσωπεί, επιλέγουν να χτυπήσουν ρεβανσιστικά το εργατικό κίνημα και τον κόσμο της εργασίας πλήττοντας κατοχυρωμένα εργασιακά δικαιώματα χρόνων. Το νομοσχέδιο Χατζηδάκη θέλει να επιβάλει, με βίαιο τρόπο, έναν αρνητικό συσχετισμό σε βάρος των εργαζομένων. Θέλει η όποια «επιστροφή στην ανάπτυξη» να γίνει με όρους υπερεκμετάλλευσης και με κάθε τρόπο ενίσχυσης της καπιταλιστικής κερδοφορίας. Επιδιώκει να ολοκληρώσει την προσπάθεια αναίρεσης του συνόλου των κατακτήσεων του εργατικού κινήματος από τη μεταπολίτευση και μετά που ήταν βασικός στόχος των Μνημονίων. Συμπυκνώνει τέλος τη στρατηγική επιλογή του ελληνικού κεφαλαίου το όποιο προσπαθεί να αναβαθμίσει τη θέση του μέσα από τη μεγαλύτερη δυνατή υποτίμηση της εργασιακής δύναμης και την ακόμη μεγαλύτερη ευελιξία της εργασίας. Φτηνή και ευέλικτη εργασία χωρίς καμιά πραγματική συνδικαλιστική προστασία, αυτό είναι το πρότυπο της κυβέρνησης και των εργοδοτικών οργανώσεων.
Η διευθέτηση της εργασίας πλέον αποσυνδέεται από κάθε διαπραγμάτευση με συνδικαλιστικούς εκπροσώπους. Το 8ωρο θα γίνεται 10ωρο με ατομική συμφωνία εργοδότη και εργαζόμενου, δηλαδή με απόφαση του εργοδότη. Οι παραπάνω ώρες εργασίας δεν θα αμείβονται σαν υπερωριακή απασχόληση αλλά θα «ανταλλάσσονται» με ρεπό ή λιγότερες ώρες εργασίας μετά από μήνες. Αυτό το μέτρο αφενός εντατικοποιεί την εργασία, καθώς ο εργοδότης έχει την δυνατότητα να αυξάνει τις ώρες εργασίας σε περιόδους που εκείνος κρίνει και να τις μειώνει αντίστοιχα σε περιόδους που επιθυμεί χωρίς να επιβαρύνεται με επιπλέον προσλήψεις ή πληρώνοντας υπερωρίες, αφετέρου μειώνει το εισόδημα των εργαζομένων αφού πρακτικά δεν θα πληρώνονται με την προσαύξηση των υπερωριών οι παραπάνω ώρες εργασίας και περιορίζει την ανάγκη για επιπλέον προσωπικό ώστε να βγαίνει η αυξημένη ζήτηση. Αυτό αποτελεί μια τεράστια εξυπηρέτηση σε όλες εκείνες τις μερίδες του κεφαλαίου που αντιμετωπίζουν αυξημένη ζήτηση σε συγκεκριμένες περιόδους κάθε χρονιάς (από τον επισιτισμό και τον τουρισμό μέχρι τη βιομηχανία τροφίμων) και ταυτόχρονα στέλνει ένα μήνυμα συνολικής ελαστικοποίησης των εργασιακών σχέσεων.
Την ίδια στιγμή, το νομοσχέδιο Χατζηδάκη διευκολύνει τις απολύσεις καθώς περιορίζει τις αιτίες για τις οποίες είναι δυνατόν να κριθεί ως άκυρη μία απόλυση, θεσπίζει αστική ποινή για την ακυρότητα της απόλυσης ίση με αποδοχές 3 μηνών καταργώντας ουσιαστικά την υποχρέωση επαναπρόσληψης και την καταβολή αποδοχών υπερημερίας για τον εργοδότη σε περίπτωση δικαστικής ακύρωσης της απόλυσης. Ταυτόχρονα, διευρύνει την εργασία τις Κυριακές και τις αργίες σε πολλούς οικονομικούς κλάδους (παραγωγικούς, εμπορικούς, μεταφορικούς, logistics, τηλεπικοινωνίες κ.α.)με απόφαση της εργοδοσίας ή του ΣΕΠΕ (πλέον της "Ανεξάρτητης Αρχής") χωρίς καμία διαβούλευση με τους αρμόδιους συνδικαλιστικούς φορείς.
Οι παραπάνω αντεργατικές μεταρρυθμίσεις στρατηγικού χαρακτήρα που εισαγάγει το νομοσχέδιο Χατζηδάκη συμπληρώνονται από τα εμπόδια που βάζει στο εργατικό κίνημα και τις συνδικαλιστικές πρακτικές στους χώρους δουλειάς. Το νομοσχέδιο εισαγάγει το Γενικό Μητρώο Συνδικαλιστικών Οργανώσεων Εργαζομένων το οποίο μεταφράζεται σε απευθείας έλεγχο και εποπτεία των σωματείων από το κράτος, ενώ η εγγραφή τους σε αυτό συνδέεται άμεσα με ικανότητά τους να διαπραγματεύονται ΣΣΕ, να προκηρύσσουν απεργίες και να προστατεύονται συνδικαλιστικά, ενώ ταυτόχρονα επεκτείνει τον περιορισμό στην εγκυρότητα αποφάσεων για προκήρυξη απεργίας των σωματείων που εισήγαγε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ με το 50% + 1 των οικονομικά τακτοποιημένων μελών, προσθέτοντας και την ηλεκτρονική εξ' αποστάσεως ψηφοφορία. Παράλληλα, περιορίζει την έκταση της προστασίας λόγω συνδικαλιστικής δράσης η οποία πλέον δεν καλύπτει ούτε όλα τα μέλη του ΔΣ ενός συνδικαλιστικού φορέα ενώ βάζει αναχώματα στην συνδικαλιστική παρέμβασημέσα στους χώρους εργασίας.
Υπό τον τίτλο "Δημοκρατία στους χώρους δουλειάς" και με εναρκτήρια φράση "η εργασία αποτελεί δικαίωμα και προστατεύεται από το κράτος", το νομοσχέδιο Χατζηδάκη θυμάται το δικαίωμα και την προστασίας της εργασίας για να θεσμοθετήσει την απεργοσπασία, υποχρεώνοντας τις συνδικαλιστικές οργανώσεις να προστατεύουν τους απεργοσπάστες με τον εκβιασμό διακοπής μιας απεργίας ως παράνομης και καταχρηστικής, απαγορεύει τις απεργίες αλληλεγγύης σε άλλους κλάδους και εργαζόμενους που κινητοποιούνται και αυξάνει τα υποχρεωτικά όρια προσωπικού ασφαλείας σε προκηρυγμένη απεργία τουλάχιστον στο 1/3 των εργαζομένων, αναιρώντας με τον τρόπο αυτό την απεργία σαν μέσο πίεσης των εργαζομένων απέναντι στην εργοδοσία όπως πχ στην ενέργεια και τις μεταφορές. Ουσιαστικά θέλει να αφαιρέσει τη δυνατότητα που είχαν μεγάλα σωματεία στις συγκοινωνίες και τις μεταφορές να κάνουν απεργίες που να έχουν πραγματικό κόστος και να πιέζουν την κυβέρνηση και τις διοικήσεις. Κερασάκι στην τούρτα αποτελεί η σύσταση "Ανεξάρτητης Αρχής" Επιθεώρησης Εργασίας σε αντικατάσταση του ήδη υποστελεχωμένου και υπολειτουργικού Σ.ΕΠ.Ε. με τον πρόεδρο και τα υπόλοιπα μέλη του ΔΣ να διορίζονται από κρατικούς παράγοντες όπως οι Γ.Γ. του Υπουργείου Εργασίας και ένα μέλος Δ.Ε.Π. που υποδεικνύεται απευθείας από τον Υπουργό Εργασίας.
Η Νέα Δημοκρατία και το νομοσχέδιο Χατζηδάκη έρχονται να νομιμοποιήσουν θεσμικά τις εργοδοτικές αυθαιρεσίες που υφίσταντο ως τώρα, ιδιαίτερα στον ιδιωτικό τομέα και τους κατακερματισμένους εργασιακούς κλάδους. Τις απλήρωτες υπερωρίες, τα ωράρια-λάστιχο, την ευελιξία και την εντατικοποίηση στην εργασία, την ατομική διαπραγμάτευση, την εργοδοτική αυθαιρεσία, την τρομοκρατία απέναντι στην συνδικαλιστική δράση, τον ακρωτηριασμό των μέσων πάλης των εργαζομένων. Δεν είναι τυχαίο πως για άλλη μια χρονιά «παγώνει» η συζήτηση για την αύξηση του κατώτατου μισθού. Στο περιθώριο της θεσμοθέτησης αυτών των εργοδοτικών διευκολύνσεων, εντονότερες εργοδοτικές αυθαιρεσίες θα εμφανιστούν στους χώρους δουλειάς γι' αυτό και οι εν λόγω αντεργατικές ρυθμίσεις συνοδεύονται με την οριοθέτηση ακόμα και του γραφειοκρατικού, εργοδοτικού, κυβερνητικού συνδικαλισμού, πόσο μάλλον του ανταγωνιστικού ταξικού συνδικαλιστικού ρεύματος που έχει ανάγκη το εργατικό κίνημα για την ανασυγκρότησή του.
Το συνδικαλιστικό κίνημα σε κρίση, καθήκον μας η αλλαγή πορείας
Αυτή η επιθετική κίνηση από μεριάς κυβέρνησης βρίσκει την ηγεσία της ΓΣΕΕ στην πιο φιλοεργοδοτική και φιλοκυβερνητική στιγμή της. Χαρακτηριστικές της στάσης της είναι οι διαρκείς αναβολές συνεδρίασης του Γενικού Συμβουλίου στην προσπάθεια της να εκμηδενίσει όχι μόνο τη δυνατότητα για προειδοποιητική απεργια με όρους κλιμάκωσης αλλά και τελικά να σαμποτάρει την απεργία που είχε εξαγγείλει η ΑΔΕΔΥ και το ΕΚΑ με πρωτοβουλία του ΠΑΜΕ και των συνδικαλιστικών δυνάμεων της Σύσκεψης Σχημάτων και Συνδικαλιστριών/ων. Πρέπει να γίνει ξεκάθαρο ότι αυτή η απεργία αν και έγιναν τα αδύνατα δυνατά για να μπλοκαριστεί, το ότι δεν είναι μια ακόμα απεργία κηδεία την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου είναι αποτέλεσμα της δράσης των ταξικών δυνάμεων που πίεσαν προς αυτή την κατεύθυνση.
Δυστυχώς, όμως, σε αυτή τη φάση των κινητοποιήσεωνοι δυνάμεις του ΠΑΜΕ επιλέγουν μία κομματικού τύπου παρέμβαση και οικοδόμηση απέναντι στο νομοσχέδιο, με το ΚΚΕ να διοργανώνει δεκάδες κομματικές εκδηλώσεις πανελλαδικά, ενώ τελικά διεμβολίστηκεαπό τις αποπροσανατολιστικές κινήσεις της ΓΣΕΕ για την ημερομηνία της απεργίας. Έχει σημασία όμως να αναγνωρίσουμε ότι δεν είναι η πρώτη φορα που η ηγεσία της ΓΣΕΕ ακολουθεί αυτή την παρελκυστική τακτική και θα πρέπει στο μέλλον όλες οι δυνάμεις του ταξικού ανταγωνισμου να το υπολογίζουμε στο σχεδιασμο μας. Θα ήταν λάθος να περιοριστούμε σήμερα σε μία ενδοαριστερή αντιπαραθεση ευθυνών όταν μπροστά μας έχουμε μια απεργία που μπορεί να δημιουργήσει ρωγμές στην κυρίαρχη συναίνεση αλλα και να πετύχει αυτό που δεν έχουμε καταφέρει μέχρι σήμερα, το νομοσχέδιο να γίνει πρώτο θέμα συζήτησης όλων των εργαζομένων στη χώρα. Από αυτή τη σκοπιά έχει σημασία το γεγονός ότι η απεργία και κινητοποίηση της ΠΕΝΕΝ (που έγινε κανονικά στις 3/6 χωρίς αναβολή) κατάφερε και ανέδειξε το ζήτημα πανελλαδικά και το γεγονός ότι δεν καταγράφεται σαν ήτταενάντια στον συντριπτικό συσχετισμό δίνει ώθηση στην πανεργατική απεργία στις 10/6.
Είναι σημαντικό όμως σε αυτές τις συνθήκες να σταματήσουμε να πηγαίνουμε με την πεπατημένη που έχουμε συνηθίσει τα τελευταία χρόνια, αλλά να αξιοποιήσουμε τους αγώνες που θα ξεδιπλωθούν ενάντια στο νομοσχέδιο Χατζηδάκη για να αναπτύξουμε νέες τακτικές και μεθόδους δράσης και συντονισμού. Δεν θεωρούμε ότι αυτό που λείπει από το εργατικό κίνημα είναι μία ακόμα πορεία περιορισμένης δυναμικής στα Προπύλαια. Πρέπει να δημιουργήσουμε κινηματικά γεγονότα κλίμακας που θα καταφέρουν να συσπειρώσουν το δυναμικό που βρίσκεται εκτός του επίσημου συνδικαλιστικού κινήματος και να προσπαθήσουμε να απλώσουμε τη δράση μας στους χώρους δουλειάς και στις γειτονιές, μέσα στην καθημερινότητα των εργαζομένων. Ειδικά όσον αφορά τον χωρικό/χρονικό διαχωρισμό από τις εργοδοτικές δυνάμεις, θεωρούμε οτι δεν εξυπηρετεί κάτι πέρα από συμβολισμούς που αντιστοιχούν σε μία περίοδο που αυτές οι δυνάμεις είχαν γείωση και μπορούσαν να κινητοποιούν πραγματικές μάζες. Σήμερα, ο διαχωρισμός απλά τις προστατεύει από τη γύμνια τους. Μέσα σε αυτή τη νέα αναταραχή θεωρούμε ότι πρέπει να οικοδομήσουμε μορφές οργάνωσης και συντονισμου που θα αντιστοιχουν στην νέα συνθηκη που βιώνουμε. Είναι έκδηλο σήμερα ότι «γεωμετρίες» και σχήματα ενός προηγούμενου διαστήματος έχουν φτάσει στο όριο τους στο συνδικαλιστικό κίνημα. Για άλλη μία φορά καλούμαστε να φτιάξουμε το καράβι εν μέσω της φουρτούνας.
Η μάχη κατά του νομοσχεδίου είναι ταυτόχρονα και μια αναμέτρηση με όλα τα προβλήματα και τη συσσωρευμένη κρίση του συνδικαλιστικού κινήματος. Την πλήρη ανυποληψία μιας εκδοχής πλήρως ενσωματωμένου και υποταγμένου συνδικαλισμού που ταύτισε το συνδικαλισμό με τη συναλλαγή με την εργοδοσία, τα κόμματα εξουσίας, τις κυβερνήσεις, τις διοικήσεις υπουργείων και ΔΕΚΟ. Μια εκδοχή συνδικαλισμού που στα μάτια πολλών εργαζομένων απονομιμοποίησε το συνδικαλισμό. Τα όρια της λογικής του ΠΑΜΕ που παρά τις αναφορές στον ταξικό δρόμο, στην πραγματικότητα υποτάσσει το ερώτημα της οικοδόμησης ενός ενωτικού ταξικού κινήματος στην προτεραιότητα της κομματικής οικοδόμησης. Την αδυναμία της ριζοσπαστικής αριστεράς να διαμορφώσει έναν εναλλακτικό αγωνιστικό ενωτικό πόλο που να μπορέσει να βάλει πλάτη για την συνολική ταξική ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος, καθώς παρά τη μεγάλη συνεισφορά της σε αγώνες, ταξικά συνδικάτα και αγωνιστικά σχήματα, εξακολουθεί να ταλανίζεται από σεχταριστικές λογικές και «ιδιοκτησιακές» πρακτικές.
Αυτό σημαίνει ότι η πρόκληση για την ανασυγκρότηση του εργατικού κινήματος υπερβαίνει την απλή προσπάθεια για «αλλαγή συσχετισμών» και σίγουρα δεν εξυπηρετείται από εγκλωβισμούς στη λογική των «συμβολισμών» στο επίπεδο των «χωροταξικών διαχωρισμών». Όχι γιατί δεν χρειάζεται κάθετη ρήξη με τον υποταγμένο συνδικαλισμό, αλλά γιατί αυτή πρέπει να γίνει μέσα από την οικοδόμηση ενός μαζικού δημοκρατικού ενωτικού κινήματος, ικανού να φέρνει ξανά κοντά στα συνδικάτα όλα εκείνα τα κομμάτια που σήμερα τα βλέπουν με δυσπιστία. Γιατί γνωρίζουμε καλά ότι σήμερα το πρόβλημα δεν είναι τόσο να εξηγήσουμε ότι τα μέτρα είναι αρνητικά, όσο να επαναφέρουμε την εμπιστοσύνη ότι μπορεί ο κόσμος της εργασίας να τα ανατρέψει. Γιατί αυτό που λείπει σήμερα στους χώρους δουλειάς, σε αυτή τη δύσκολη συνθήκη, μιας επιστροφής στην «κανονικότητα» γεμάτη ανασφάλεια και ερωτηματικά για το μέλλον, δεν είναι η δυσαρέσκεια, ούτε η οργή: αυτό που χρειάζεται είναι να υπάρξει ξανά συλλογική αυτοπεποίθηση και εμπιστοσύνη στην ικανότητα του συλλογικού αγώνα, της απεργίας, της διαδήλωσης να φέρνει ανατροπές. Η απεργία στις 10 Ιούνη μπορεί να είναι μια τέτοια μέρα. Να πείσουμε συναδέλφους να μην εργαστούν, να καταφέρουμε χώροι δουλειάς να κλείσουν, να κατέβουν εργαζόμενοι στο δρόμο, να κάνουμε την απεργιακή συγκέντρωση να μην είναι μια απλή «παρέλαση» κομματικών δυνάμεων και «αγωνιστικών πρωτοποριών» αλλά τη μεγάλη συνάντηση της εργατικής οργής και διεκδίκησης.