Μία κουβέντα για το σεξισμό, την πατριαρχία και τα κατάλοιπα που έχουν αφήσει δεν μπορεί παρά να εκκινεί από το ευρύτερο κοινωνικό και πολιτικό πλαίσιο στο οποίο τρέφονται και αναπαράγονται. Τα τελευταία χρόνια, τόσο στην Ελλάδα όσο και διεθνώς, η οικονομική – πολιτική κρίση σε συνδυασμό με την πρόσφατη υγειονομική, έχουν ως αποτέλεσμα την στροφή προς τον συντηρητισμό και σε μια πρωτοφανή κανονικοποίηση του αυταρχισμού και της καταπίεσης σε πολλά κοινωνικά πεδία. Αυτή τη στροφή τη βλέπουμε σε κάθε πτυχή της καθημερινότητας, πόσο μάλλον οι γυναίκες που βιώνουμε εκτός των άλλων την καταπίεση που πηγάζει από την πατριαρχία. Από ένα υποτιμητικό σχόλιο που μπορεί να δεχτούμε στο μετρό, μέχρι μία παραβιαστική συμπεριφορά στη σχολή μας, στη δουλειά μας, στο σπίτι μας, σε χώρους που είναι φαινομενικά ασφαλείς, φαίνεται πόσο βαθιά ριζωμένες είναι οι όψεις της πατριαρχίας στις ζωές μας, τα σεξιστικά - συμπεριφορικά κατάλοιπά της και οι νόρμες που μας επιβάλλονται διαρκώς.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, ως γυναίκες βιώνουμε πολύ πιο έντονα την εργασιακή ανασφάλεια. Βρισκόμαστε παραδοσιακά πιο εκτεθειμένες στην ανεργία, τις ελαστικές σχέσεις εργασίας, σεχαμηλότερους μισθούς, στην εργοδοτική αυθαιρεσία, τη σεξουαλική παρενόχληση στους χώρους εργασίας. Παράλληλα, πλήθος βαρέων και ανθυγιεινών επαγγελμάτων έχουν χαρακτηριστεί ως «γυναικείες δουλειές» και απασχολούν στην μεγάλη πλειοψηφία τους γυναίκες (καθαρίστριες, νοσοκόμες κτλ). Μέσα σε ένα ήδη καταπιεστικό περιβάλλον, οι γυναίκες και τα ΛΟΑΤΚΙ άτομα είναι τα πρώτα θύματα της έντασης της επίθεσης, με αφορμή την πανδημία και την υγειονομική κρίση των τελευταίων ετών, στους χώρους εργασίας. Επιπλέον, μέσα στην πανδημία η τηλεεργασία έχει ενοποιήσει τον χώρο του σπιτιού με τον χώρο της δουλειάς διαμορφώνοντας μια συνθήκη αέναης κι ασφυκτικής εργασίας, που μας στερεί τον προσωπικό χώρο έκφρασης, δημιουργίας και ελευθερίας.
Πέρα από την εργασία, οι γυναίκες έχουν επωμιστεί και το βάρος της φροντίδας του σπιτιού, των παιδιών και των ηλικιωμένων ως αποτέλεσμα των διαλυμένων δομών κοινωνικής πρόνοιας και των πατριαρχικών σχέσεων εξουσίας. Ζούμε σε μια κοινωνία, που ως γυναίκες είμαστε απόλυτα ταυτισμένες με τον ιδιωτικό χώρο και φέρουμε την «υποχρέωση» της φροντίδας του νοικοκυριού και της οικογένειας. Φυσικά και σε αυτόν τον τομέα η πανδημία ήρθε να χειροτερέψει τη θέση της γυναίκας. Η τηλεεκπαίδευση και η παραμονή των παιδιών στο σπίτι αντιμετωπίστηκε κατά κύριο λόγο ως μια επιπλέον ευθύνη για τις μητέρες που έπρεπε να εγκαταλείψουν τις δουλειές τους ή να εργαστούν σε καθεστώς τηλεεργασίας φέροντας παράλληλα το καθήκον της φροντίδας των παιδιών που έμεναν σπίτι. Παράλληλα, ο εγκλεισμός της πανδημίας και η υγειονομική και οικονομική κρίση που βιώνουμε έχουν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη αύξηση των περιστατικών κακοποίησης γυναικών, κατά κύριο λόγο από τους συζύγους τους.
Το ελληνικό #metoo που ξέσπασε το προηγούμενο διάστημα χάριν στη γνωστοποίηση των σεξουαλικών κακοποιήσεων και παρενοχλήσεων από άντρες σε θέση εξουσίας στους εργασιακούς τους χώρους, έδωσε ορατότητα στα θύματα και αναζωπύρωσε την κουβέντα για το έμφυλο ζήτημα και πρόταξε τους φεμινιστικούς αγώνες ως ένα από τα βασικά καθήκοντα του αγωνιζόμενου κόσμου. Το απόγειο του σεξισμού και της πατριαρχικής αντίληψης της ιδιοκτησίας της ζωής – σώματος των γυναικών, αποτελούν οι ίδιες οι γυναικοκτονίες που επιτάσσουν τη νομική αναγνώρισή τους ως επιτηδευμένο έγκλημα ενάντια σε φύλο, και δικαίως διαμορφώνουν ένα πλαίσιο στο οποίο καλούμαστε να αρθρώσουμε λόγο και να διεκδικήσουμε σήμερα.
Η στάση που τηρείται είναι λίγο πολύ γνωστή. Το θύμα είναι εκείνο που αμφισβητείται, πασχίζει να αποδείξει ότι παρενοχλήθηκε, φοβάται, αυτοτιμωρείται, απολογείται. Το ίδιο το κράτος ενώ προφασίζεται την στήριξη των θυμάτων, είναι ελλιπές σε δομές στήριξής τους, και μαζί με τα MME συμβάλουν στην διαιώνιση της κουλτούρας βιασμού. Μόνο όταν υπήρξε γενική κατακραυγή περιορίστηκε σε ένα βαθμό αυτή η στάση. Το σύνολο όλων αυτών και άλλων όμοιων ζητημάτων καλούμαστε να ανατρέψουμε έμπρακτα, από τους χώρους στους οποίους δραστηριοποιούμαστε πολιτικά μέχρι την κοινωνία. Γιατί καμία θηλυκότητα δεν είναι μόνη της όσο είμαστε εδώ όλες, και θα διεκδικήσουμε μαζί τα δικαιώματα, τις ελευθερίες και την ζωή μας.
Στο πλαίσιο αυτό, δίνουμε τη μάχη καθημερινά ώστε ο φεμινιστικός λόγος να αποτυπώνεται σε πρακτικές. Οφείλουμε διαρκώς να κοιτάζουμε στον καθρέφτη και να επιχειρούμε έμπρακτα βήματα σε μία διαφορετική πορεία της ριζοσπαστικής Αριστεράς προς την κατεύθυνση της έμπρακτης υπεράσπισης των δικαιωμάτων των γυναικών και των ΛΟΑΤΚΙ στην εργασία, στο σπίτι, στην καθημερινότητα, σε κάθε πεδίο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής. Παρά τα βήματα που έχει κάνει η ριζοσπαστική αριστερά τόσο σε επίπεδο λόγου, όσο και πρακτικών και φυσιογνωμίας, εξακολουθεί να επηρεάζεται από τα πατριαρχικά κατάλοιπα, να ενσωματώνει σεξιστικές συμπεριφορές, ακόμη και παραβιαστικές πρακτικές.
Παλεύοντας για να αλλάξουμε την εικόνα στην κοινωνία συνολικά δεν ξεχνάμε και τη «μικρή» μας εικόνα, τη «δική μας» Αριστερά, προσπαθούμε να αλλάξουμε αυτό το δυσμενές τοπίο στο οποίο ζει καθεμία από εμάς. Εξαρχής εμείς δηλώνουμε ότι πιστεύουμε το θύμα, πιστεύουμε την καταγγέλλουσα! Δεν υπάρχει περιθώριο αμφισβήτησής του, και δεν εντείνουμε την αναβίωση του τραύματός του. Επιδιώκουμε να καλλιεργήσουμε μία κουλτούρα σκέψης και συμπεριφοράς, που η μαχητικότητα και η αγωνιστικότητα δεν θα μετριέται με βάση τη «ματσίλα», που η κάθε συντρόφισσα θα μπορεί να νιώθει ασφαλής μέσα στον πολιτικό χώρο της, που δεν θα μιλάμε γενικά κι αόριστα για μία αντισεξιστική φυσιογνωμία, αλλά θα αναμετριόμαστε διαρκώς με τα κατάλοιπα της πατριαρχίας, θα τα οριοθετούμε, θα αγωνιζόμαστε μέχρι να τα αποβάλλουμε οριστικά.
Το ίδιο παλεύουμε και μες την οργάνωσή μας, την Αριστερή Ανασύνθεση, που όταν κλήθηκε να κοιτάξει τον εαυτό της στον καθρέφτη αντιμετωπίζοντας περιστατικά σεξουαλικής παρενόχλησης, το έκανε αποφασιστικά ανοίγοντας τη συζήτηση στο δυναμικό της, οριοθετώντας το πλαίσιο πρακτικών και τη φυσιογνωμία που θεωρεί ανεκτές εντός του κινήματος και των πολιτικών οργανώσεων και απομακρύνοντας όπου χρειάστηκε τους φορείς τέτοιων πρακτικών.
Η αντιμετώπιση τέτοιων περιστατικών είναι αναγκαία πρώτα από όλα για τη δημιουργία ασφαλούς χώρου για τις αγωνιζόμενες συντρόφισσες σε κάθε κινηματικό και πολιτικό χώρο. Είναι αναγκαία και για την οικοδόμηση της αναγκαίας ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής, φεμινιστικής και αντισεξιστικής φυσιογνωμίας που πρέπει να έχει η σύγχρονη ριζοσπαστική και κομμουνιστική Αριστερά. Είναι τελικά αναγκαία για να προαπεικονίζουμε στο σήμερα τους όρους αμφισβήτησης και ανατροπής που επαγγελλόμαστε για τον καπιταλισμό και την πατριαρχία, αλλά και τους αναγκαίους μετασχηματισμούς που απαιτούνται στην πορεία προς μία άλλη κοινωνία, σοσιαλιστική, ελεύθερη, φεμινιστική, όπου όλες και όλοι οι καταπιεσμένες και καταπιεσμένοι θα ζουν καλύτερα.
Για εμάς είναι βασικό να αποτυπώνεται απτά στην στάση μας, στη φυσιογνωμία και την πρακτική μας ο αντισεξισμός, γιατί δεν δεχόμαστε να μείνουμε μόνο στα λόγια. Μέσα από αυτή τη διαδικασία, που πρέπει να είναι συνεχής και απαραίτητη για αριστερούς αγωνιστές και αγωνίστριες, θέλουμε να αμφισβητούμε κριτικά και να αποβάλλουμε διαρκώς τα πατριαρχικά κατάλοιπά μας και να μιλήσουμε για μία αριστερά που έχει αποβάλει τα κακέκτυπα, για μια αριστερά που μπορεί να εμπνέει ασφάλεια, εμπιστοσύνη στα μέλη της, και προσήλωση στο πώς μπορούμε να γίνουμε αυτό που επιδιώκουμε.
Πιστεύουμε ότι το σύνολο των αγωνιζόμενων δυνάμεων οφείλει να κοιτάζει διαρκώς αυτοκριτικά την πορεία του και να αναμετρηθεί θαρρετά με τις αντίστοιχες αντιφάσεις του. Για εμάς, δεν είναι εσώστρεφη επιδίωξη η ανάδειξη του αντισεξισμού και των φεμινιστικών αγώνων, αλλά θέλουμε να προσεγγίζουμε διαρκώς τα πρότυπα που θέτουμε για μία άλλη κοινωνία. Θέλουμε μια άλλη αριστερά, και μπορούμε να την χτίσουμε, γιατί θέλουμε και μια άλλη κοινωνία! Θέλουμε όμως πρώτα να ανασάνουμε ελεύθερα, και θα το κάνουμε.