Οι γενιές πριν κι από εμάς τελείωναν το σχολείο ή και το Πανεπιστήμιο με την προσδοκία ότι τους/τις περίμενε κάτι εκεί έξω, ότι θα ζούσαν καλύτερα από τους γονείς τους.
Σήμερα, όσοι και όσες ξεκινάμε την αναζήτηση ή μόλις έχουμε εισαχθεί στην εργασία, φυσικά δεν περιμένουμε τελικά ότι θα ζήσουμε καλύτερα από τους γονείς μας. Ίσως περιμέναμε ότι τουλάχιστον μετά από ένα ζόρικο διάστημα τα πράγματα θα έστρωναν οικονομικά και επαγγελματικά και ότι θα ερχόταν η ώρα να ζήσουμε κι εμείς, μετά από μια δεκαετία κατάρτισης και επανακατάρτισης.
Στην πραγματικότητα, η κατάρρευση της προοπτικής της νεολαίας ξεκινά ήδη από το τέλος της δεκαετίας του 2000, τότε που η νεολαία κατάλαβε ότι μάλλον τα όνειρά της για το μέλλον είναι μάλλον φαντασιώσεις και ότι κάποιος γελάει δείχνοντας τη με το δάχτυλο. Και εξεγέρθηκε το '08 γεμάτη οργή και συσσωρευμένη ανασφάλεια, αφού θα γινόταν για πρώτη φορά τότε η γενιά των 800€.
Μετέπειτα, με την ψήφιση των μνημονίων και τις συνέπειες της την περίοδο '11-'19, έγινε η γενιά των 400€ και έχασε, έτσι, και σχεδόν κάθε ελπίδα ότι η κατάστασή της μπορεί να αλλάξει. Σήμερα, πάνω που οι κυβερνώντες προσπάθησαν να μας ταΐσουν το παραμύθι της επιστροφής στην ανάπτυξη και πάνω που για ορισμένο κόσμο φαινόταν πως κάπως επιστρέφουμε σε μια "κανονικότητα", η πανδημία και η διαχείρισή της, οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές, ο πόλεμος, η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση και η αβάσταχτη ακρίβεια μας γυρνάνε σίγουρα στο 2011, μάλλον και χειρότερα.
Η Νέα Δημοκρατία έχει διαλύσει πραγματικά κάθε δεδομένο, ό,τι είχε απομείνει τουλάχιστον από όλη την προηγούμενη περίοδο. Εφαρμόζει συνταγές ακόμα βαθύτερης εργασιακής απορρύθμισης, ενισχύει το εργοδοτικό δικαίωμα και την καταστολή των διεκδικήσεων από μεριάς του εργατικού κινήματος.
Με το νόμο Χατζηδάκη, ειδικότερα, φέρνει μια νέα και αντιδραστικότερη εργασιακή κανονικότητα, επικυρώνει με τον πιο βίαιο τρόπο τον αρνητικό συσχετισμό εις βάρος του κόσμου της εργασίας.
Με σημαία τη δήθεν επιστροφή στην ανάπτυξη, κορυφώνει την υπερεκμετάλλευση για την ενίσχυση της καπιταλιστικής κερδοφορίας.
Πέρα από τα προφανή αποτελέσματα των παραπάνω, το πρόβλημα εδώ είναι ότι για την εργαζόμενη νεολαία η κατάσταση αυτή δεν έρχεται ως κεραυνός εν αιθρία, αλλά σαν μια αναπόφευκτη πραγματικότητα, σαν μια κατάσταση που ίσχυε από πάντα και -τι να κάνουμε τώρα- πρέπει να καταφέρουμε να ζήσουμε με αυτή.
Η διευθέτηση του χρόνου εργασίας μεταξύ εργαζομένου/ης και εργοδότη, για παράδειγμα, δεν είναι μια δίκαιη ανταλλαγή εργασίας-ελεύθερου χρόνου όπως ευαγγελίζεται η κυβέρνηση, αλλά πραγματικό κλέψιμο. Θα δουλεύουμε περισσότερο και οι υπερωρίες αυτές δεν θα πληρώνονται όπως θα αντιστοιχούσε αλλά με ρεπό.
Όταν δηλαδή ο εργοδότης θα μας χρειάζεται περισσότερο, θα δουλεύουμε ήλιο με ήλιο. Και φυσικά όταν "δε θα μας χρειάζεται τόσο", μπορεί να μην δουλεύουμε και λιγότερο, αφού κανείς δεν τους/τις εμποδίζει να μην καταβάλουν καν τα αντίστοιχα ρεπό.
Η απαλλαγή του εργοδότη από την υποχρέωση προειδοποίησης της απόλυσης με συνέχιση της παροχής εργασίας και αντίστοιχων αποδοχών και τα μέτρα που κάνουν δυσχερέστερη την προστασία από την απόλυση δυσχεραίνουν τη θέση των εργαζομένων και αποθαρρύνουν ιδιαίτερα τους νέους εργαζόμενους από τη διεκδίκηση ακύρωσης της απόλυσης, επαναπρόσληψης κτλ.
Και φυσικά σε όλο αυτό το πλαίσιο προστίθεται και η υποτίμηση/ανυπαρξία ελεγκτικών μηχανισμών για τον έλεγχο και την αντιμετώπιση αυθαιρεσιών και οι εργοδότες αφήνονται να αλωνίζουν και να πειραματίζονται με ακόμαδυσμενέστερες συνθήκες για τους εργαζόμενους.
Σε αυτή τη βάση, η ψηφιακή κάρτα εργασίας δεν είναι τίποτα άλλο από υπεκφυγή κυβέρνησης και εργοδοσίας από τον έλεγχο της τήρησης ωραρίου και καταγραφής της συμφωνίας "διευθέτησης του χρόνου εργασίας". Όπως φάνηκε και από τις καταγγελίες για αυθαιρεσίες ήδη από τις πρώτες μέρες πιλοτικής εφαρμογής της, επιβάλλεται να χτυπήσεις την κάρτα την ώρα κανονικής λήξης ωραρίου, και να συνεχίσεις την εργασία έως την ολοκλήρωση των απαιτούμενων από τον εργοδότη εργασιών.
Όλα αυτά τα μέτρα συνθέτουν μια μαύρη πραγματικότητα για το σύνολο των εργαζομένων και πόσο μάλλον και την εργαζόμενη νεολαία, που ήδη βρίσκεται αντιμέτωπη με μια σειρά ζητημάτων. Η ανεργία, η επισφάλεια, η ετεροαπασχόληση, η εντατικοποίηση, η ανασφάλιστη εργασία και η μη καταβολή δεδουλευμένων, το ωράριο λάστιχο, η ατομική διαπραγμάτευση και η τρομοκρατία απέναντι στη συνδικαλιστική δράση συνθέτουν την κατάσταση στην οποία ακροβατούμε ως νέοι εργαζόμενοι και νέες εργαζόμενες.
Και ενισχύεται και με την κυριαρχία των συνεχώς ανανεούμενων συμβάσεων ορισμένου χρόνου, συχνά ολιγόμηνων ή και μηνιαίων, των συμβάσεων έργου με την πληρωμή "με το κομμάτι" και το μπλοκάκι, ως ελεύθεροι/ες επαγγελματίες, χωρίς δικαιώματα μισθωτού πχ αποζημίωση απόλυσης η δυνατότητα αντιμετώπισης ομαδικών απολύσεων.
Και πέρα από όλα τα προαναφερθέντα, η εργαζόμενη νεολαία αυτή τη στιγμή συγκεντρώνεται κυρίως σε νέους κλάδους εργασίας, που προκύπτουν ως αποτελέσματα της αναζήτησης από μεριάς κεφαλαίου νέων τρόπων και οδών κερδοφορίας. Σε χώρους δηλαδή, που κάθε πείραμα χειροτέρευσης των εργασιακών όρων και συνθηκών εφαρμόζεται πρώτα και κύρια.
Έτσι, και λόγω του τεράστιου μωσαϊκού διαφορετικών τρόπων ένταξης στην εργασία και μορφής αποδοχών, υπάρχει μεγάλη δυσκολία συγκρότησης ενιαίας εργασιακής ταυτότητας ιδιαίτερα στις νέες γενιές εργαζομένων.
Η εργαζόμενη νεολαία βρίσκεται σε μια κατάσταση "μπρος γκρεμός και πίσω ρέμα", γνωρίζοντας πως αν δεν υποταγεί σε όλα τα παραπάνω, την περιμένει η ανεργία. Της λείπει η εμπειρία των αποτελεσμάτων της οργάνωσης και της διεκδίκησης, μαχών και νικών του εργατικού κινήματος και φυσικά οι αναπαραστάσεις καλύτερων συνθηκών εργασίας και δυνατότητας βελτίωσής τους. Έτσι, καλείται να δουλέψει και να ζήσει χειρότερα από τους γονείς της και μάλιστα με τις συνέπειες που επιφέρουν και θα επιφέρουν η πανδημία και η ενεργειακή και επισιτιστική κρίση, και να πει μάλιστα και ευχαριστώ!
Επιδιώκοντας να μιλήσουμε για την αναγκαία εναντίωση της γενιάς αυτής ενάντια στο παρόν και το μέλλον που άλλοι της επιφύλαξαν, δυστυχώς παραμένουμε σήμερα που η εργαζόμενη νεολαία δεν καλύπτεται συνδικαλιστικά και δεν συμμετέχει ενεργά στους αγώνες του εργατικού κινήματος. Παρά τη δυναμικότητα των αγώνων στους οποίους μετείχε ή και πρωταγωνίστησε, η παρουσία της είναι πολύ αποσπασματική και ανοργάνωτη σε σχέση με το μέγεθος του προβλήματος που αντιμετωπίζει.
Ένας λόγος είναι ότι οι νέοι κλάδοι στους οποίους εντάσσεται εργασιακά δεν μπορούν να εκπροσωπηθούν από τις υπάρχουσες συνδικαλιστικές δομές.
Δεύτερον, η εικόνα μιας ΓΣΕΕ με σταθερά φιλοεργοδοτική στάση και ηγεσία, της ΑΔΕΔΥ και του ΕΚΑ που οδηγούνται σε δυσκαμψία και αμηχανία μπροστά σε νέες προσκλήσεις, η λογική της πεπατημένης και η φυσιογνωμία ενός σκουριασμένου διοικητικού δυναμικού απονομιμοποιούν στα μάτια της εργαζόμενης νεολαίας την έννοια του συνδικαλισμού στους χώρους εργασίας. Ακόμη, η παραταξιακή και κομματική οικοδόμηση και δράση του ΠΑΜΕ και οι μικροοργανισμοί, οι σεκταριστικές λογικές και η διάσπαση δυνάμεων ακόμα και στους κόλπους δράσης της εξωκοινοβουλευτικής αριστεράς δεν μπορούν ούτε να εμπνεύσουν ούτε να συσπειρώσουν τη νέα γενιά εργαζομένων.
Τρίτον, οι συνθήκες επισφάλειας και εκβιασμού στις οποίες εργάζονται οι νέοι και οι νέες δημιουργούν συχνά αντιλήψεις και πρακτικές ανταγωνισμού, επιβιωτισμού και ατομισμού ή, στην καλύτερη περίπτωση, την αντίληψη ότι η εργασία τους είναι μειωμένης αξίας και ότι άρα δεν υπάρχει λόγος υπεράσπισής της απέναντι στην εργοδοσία.
Τέλος, η απότομη απομάκρυνση της νέας γενιάς όλο το προηγούμενο διάστημα από την προσδοκία μιας κεντρικής πολιτικής αλλαγής στα πλαίσια επικράτησης του ΤΙΝΑ, συνθέτει επίσης την έλλειψη συλλογικής αντιμετώπισης και ριζοσπαστικής εκπροσώπησης και έκφρασης των νέων.
Σε αυτό το σημείο αξίζει να σημειώσουμε και να κρατήσουμε τη αντίφαση στην οποία τοποθετείται η σημερινή νεολαία. Αντιλαμβανόμενη την αδικία και την εκμετάλλευση που βιώνει, συμμετέχει ενεργά σε κοινωνικά κινήματα, κυρίως ενάντια στην καταστολή και υπέρ ζητημάτων που θεωρούνται δευτερεύοντα. Σε σχέση με την εργασιακή της κατάσταση όμως, θα λέγαμε ότι ριζοσπαστικοποιείται σιωπηλά, καθώς στην πλειοψηφία των περιπτώσεων κάνεις και καμιά νέος/νέα δεν είναι ευχαριστημένος/η με τις συνθήκες και την καθημερινότητα στην εργασία του.
Γίνεται λοιπόν εμφανές ότι η ανάγκη συνδικαλισμού και αγώνα για αυτή τη γενιά πρέπει να λαμβάνεται ως ζωτικής σημασίας, τόσο για την ίδια όσο και για το εργατικό κίνημα συνολικά και για το λόγο αυτό οφείλουμε να λάβουμε υπόψη τον ιδιαίτερο ρόλο της, να χαρτογραφήσουμε το μωσαϊκό διαφορετικών εντάξεών της στην παραγωγή, να θέσουμε ως προτεραιότητα την αντιστροφή όλων των προβλημάτων του σημερινού συνδικαλισμού και να αναπτύξουμε άμεσα τους τρόπους που θα εντάξουν αποτελεσματικά και ενεργά την εργαζόμενη νεολαία στις δομές οργάνωσης και διεκδίκησης.
Οφείλουμε λοιπόν:
- να αναμετρηθούμε ευθέως με την ανυποληψία των συνδικαλιστικών ηγεσιών που επέλεξαν την ενσωμάτωση και το διάλογο αντί για τον αγώνα
- να αντιστρέψουμε την έλλειψη εμπιστοσύνης στη συλλογική οργάνωση και διεκδίκηση
-να προτάξουμε την πολιτική αυτονομία και την οικονομική αυτοτέλεια των συνδικαλιστικών δομών από το κράτος και τους φορείς του.
- να συμβάλλουμε στη ρήξη με την παραταξιοποίηση και την πολυδιάσπαση δυνάμεων.
- να προωθήσουμε την αναγκαία συλλογική και ενιαία συνδικαλιστική έκφραση και δράση στα σωματεία.
- να αναπτύξουμε τη δημοκρατική και ζωντανή λειτουργία των σωματείων, με ανοιχτές, συμμετοχικές και συμπεριληπτικές διαδικασίες και τη τη δυνατότητα λήψης πρωτοβουλιών από τα μέλη.
- να δώσουμε απαντήσεις στον κατακερματισμό της εργασίας με συγκρότηση νέων σωματείων όπου δεν υπάρχουν, με εξειδίκευση ανά κλάδο αλλά και συνεργασία και αγκάλιασμα αγώνων και αναγκών άλλων κλάδων.
Για να συνενώσουμε τους αγώνες, για να συνολικοποιήσουμε τελικά τις μάχες και τις νίκες.