Τι γίνεται τώρα; Ευθύνες και καθήκοντα στις νέες συνθήκες. Για την αριστερά, για το δημοκρατικό λαϊκό κίνημα
Πέρασαν λίγοι μήνες από τις εκλογές. Γνωστός ο τρόπος διακυβέρνησης της χώρας για τα επόμενα τέσσερα τουλάχιστον χρόνια. Πολλά συμπεράσματα και ειδικές αξιολογήσεις των αποτελεσμάτων μπορούν να εξαχθούν, πολλά προβλήματα θα αναδειχτούν. Θα περιοριστούμε στην αναφορά μας αυτή σε δύο άμεσα και τρέχοντα προβλήματα που αφορούν την κινηματική αριστερά, το μέλλον της, το μέλλον των εφησυχασμένων συνειδήσεων, εντέλει το μέλλον του πολιτικού και γενικότερα του λαϊκού κινήματος στην χώρα μας.
Πρώτο συμπέρασμα: Η «αριστερή παρένθεση» έκλεισε; Το ερώτημα βεβαίως είναι αν υπήρξε ποτέ. Κατά την άποψή μας, αριστερή διακυβέρνηση δεν υπήρξε ποτέ. Δεν άνοιξε ποτέ τέτοια παρένθεση στην πολιτική ζωή της χώρας. Υπήρξε για 4,5 χρόνια διακυβέρνηση από το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ, που ανεξάρτητα από τους αυτοπροσδιορισμούς του κυβέρνησε «για να σώσει τη χώρα από τη βαθύτατη καπιταλιστική κρίση». Το έκανε σύμφωνα με όλους τους κανόνες και τις συνθήκες που επέβαλαν οι εγχώριοι και οι διεθνείς καπιταλιστές. Εφάρμοσε κατά γράμμα τις οδηγίες τους, υλοποίησε το σχέδιο εξόντωσης του εισοδήματος συνταξιούχων και εργαζομένων, πλήρους αναδιάρθρωσης των εργασιακών σχέσεων και των αμοιβών σε όφελος του εργοδοτικού κεφαλαίου. Όλα αυτά, μαζί με την εξωτερική του πολιτική, πολιτική απόλυτης πρόσδεσης και υποταγής στις στρατηγικές προτεραιότητες της κυρίαρχης τάξης, κάνουν το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ αξιόπιστο διαχειριστή, χρήσιμη εφεδρεία στο σύστημα ελεγχόμενης διακυβέρνησης για το μέλλον. Όλα αυτά προφανώς δεν συνιστούν αριστερή διακυβέρνηση. Ούτε σε παρένθεση ούτε εκτός παρένθεσης!
Σε πολλούς φίλους και συντρόφους της μαχόμενης αριστεράς έχουμε να τους πούμε ότι πήγαν χαμένα τα διλήμματά τους. Εξακολουθούν να μην είναι χρήσιμα και στην εκ των υστέρων προσπάθεια να δικαιολογήσουν την προχειρότητα στη στάση τους. Θα ζήσουμε την ευκαιρία να ξαναδούμε τον Μητσοτάκη να χάνει από τον Τσίπρα και τον Τσίπρα να ξαναχάνει από τον Μητσοτάκη. Μπορεί αυτός να έχει αντικατασταθεί από τον Μπακογιάννη. Προσοχή! Από τον Τσίπρα, που δεν θα αναφέρεται στην αριστερά αλλά στη «δημοκρατική παράταξη». (Παρακολουθήσαμε την προεκλογική ομιλία της Πάτρας. Δεκαφτά φορές αναφέρθηκε η «δημοκρατική παράταξη», ούτε μία φορά η λέξη «αριστερά»!)
Εν κατακλείδι, οριστικοποιείται η διαμόρφωση του κόμματος του ΣΥΡΙΖΑ σε κόμμα απολύτως συστημικό, ακίνδυνο για την άρχουσα τάξη και τις προτεραιότητές της, αποδεκτό από τον διεθνή ευρωπαϊκό και αμερικανικό παράγοντα, απαλλαγμένο, και λόγω της εκλογικής του επίδοσης, από εσωτερικές τριβές και αμφισβητήσεις. Ναι, ας μην περιμένει κανένας τροφοδότηση του κινήματος και των αγώνων από την ηγεσία και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ. Τα απλά μέλη μπορεί να προβληματίζονται, αλλά δεδομένων των λοιπών συνθηκών δεν έχουν κίνητρο να κάνουν κάτι άλλο. Ή, ακριβέστερα, η στάση τους θα εξαρτηθεί από το τι θα κάνει η λοιπή αριστερά.
Δεύτερο συμπέρασμα: Τι θα κάνει η αριστερά; Η σκληρή διαπίστωση, η σκληρή πραγματικότητα, είναι ότι το σύνολο της αριστεράς ηττήθηκε και συρρικνώθηκε. Η αναφερόμενη ως εξωκοινοβουλευτική αριστερά συρρικνώθηκε σχεδόν μέχρι την εξαφάνισή της. Η αλήθεια είναι ότι δεν διέθετε ποτέ, παρά τις επιμέρους θετικές επεξεργασίες της, πειστικό συνολικό σχέδιο. Κυρίως, δεν κατέκτησε ποτέ το κρίσιμο, πειστικό ή ενθαρρυντικό, πολιτικό μέγεθος. Πολλώ μάλλον, γίνεται εμφανές ότι με το σημερινό της μέγεθος αδυνατεί να παίξει τον οποιοδήποτε ρόλο. Αναφερόμαστε προφανώς, στις δύο κύριες δυνάμεις αυτής της αριστεράς, την ΑΝΤΑΡΣΥΑ και τη ΛΑΕ. Οι υπόλοιπες, αναφερόμενες στην κομμουνιστική προοπτική, είχαν πάντοτε ιδεολογική μόνο παρουσία, πάντοτε με ποσοστά λίγων δεκάτων της μονάδας, χωρίς στην ουσία να τους ενδιαφέρει το ποσοστό επιρροής τους. Ορισμένοι, κυρίως όσοι συνεργάστηκαν με τον ΣΥΡΙΖΑ, βρίσκονται σε φάση ιδεολογικού αναστοχασμού και αναμονής.
Έχουμε στον αντίποδα, το ΚΚΕ. «Το μαζικό κομμουνιστικό κόμμα». Όχι και τόσο μαζικό, όπως αποδεικνύεται. Το κόμμα της ιστορικής διαδρομής, των μεγάλων κοινωνικών και πατριωτικών αγώνων, των αμέτρητων θυσιών, το κόμμα που διέδωσε τη μαρξιστική ιδεολογία. Πολιτικά καθηλωμένο εδώ και δύο δεκαετίες στο πλησίον του 5% ποσοστό. Με την ίδια στασιμότητα, μάλιστα με φθίνουσα τάση, και σε αυτές τις δύο εκλογικές αναμετρήσεις. Προφανώς, η εκλογική επιρροή, ακόμα και αν δεχτούμε την πραγματική κοινωνική επιρροή σαν λίγο μεγαλύτερη, δεν είναι βεβαίως άσχετη με τις συνθήκες, κυρίως όμως δεν είναι άσχετη με την κεντρική πολιτική όλων αυτών των πολιτικών δυνάμεων. Κυρίως του ΚΚΕ.
Για ακόμα μία φορά, είμαστε υποχρεωμένοι να τοποθετηθούμε επί των πολιτικών ευθυνών. Και της πολιτικής, άρα και ιδεολογικής επάρκειας. Το έχουμε επιχειρήσει αρκετές φορές στο παρελθόν. Σε ένα, ελπίζουμε, πεδίο υπεύθυνου διαλόγου και προτάσεων· που δεν θα αντιμετωπίζονται με καχυποψία και μεμψιμοιρία, αλλά με γενναιότητα και προσοχή.
Παραδοχή πρώτη: Κανένας δεν θα νικήσει για λογαριασμό της αριστεράς. Αυτός ο στόχος αφορά την ίδια. Τον έχει εξ ορισμού από την έναρξη της παρουσίας της στο εργατικό, το λαϊκό κίνημα και την πολιτική ζωή. Εδώ και αλλού. Και αν οι λεγόμενες αντικειμενικές συνθήκες είναι θέμα σχετικά ανεξάρτητο, οι υποκειμενικές συνθήκες αφορούν την ίδια. Την ίδια και την πολιτική της.
Παραδοχή δεύτερη: Η νίκη δεν αφορά μόνο τους στρατηγικούς στόχους· αλλά τη διαρκή βελτίωση της ζωής των εργαζομένων, της εργατικής τάξης και των όμορων και σύμμαχων χαμηλών κοινωνικών στρωμάτων. Τη διαρκή, την τρέχουσα υπεράσπιση των κοινωνικών δικαιωμάτων, των δικαιωμάτων στην εργασία και τη ζωή. Την υπεράσπιση της χώρας και του δημόσιου πλούτου, της εθνικής ανεξαρτησίας και ακεραιότητας. Της συγκρότησης μαχητικού λαϊκού κινήματος που θα αποτελεί δυνάμει φορέα της συνολικής πολιτικής ανατροπής.
Παραδοχή τρίτη: Δεδομένων των συνθηκών, αναμφίβολα αντίξοων και με μεγάλο βαθμό δυσκολίας, δεν υπάρχει άλλη απάντηση από τη συγκρότηση επαρκούς πολιτικής στην καθημερινή δράση. Και πρέπει να δεχτούμε ότι η συνολική πολιτική της αριστεράς, κομμουνιστικής ή μη, πάσχει από ανεπάρκειες και δεν είναι κακό να το ομολογήσουμε. Διαφορετικά ελλοχεύει διαρκώς ο κίνδυνος απλουστευτικών προσεγγίσεων και καταμερισμού των ευθυνών στον κόσμο, που τάχα δεν μας καταλαβαίνει. Με αυτές τις παραδοχές, με τη σαφή αναγνώρισή τους από κάθε ενδιαφερόμενο, πρέπει να οικοδομήσουμε την κριτική μας. Δεν είναι του παρόντος, αλλά και δεν έχουμε τον πολιτικό χρόνο να ανατρέξουμε στο απώτερο παρελθόν. Είναι βέβαιο ωστόσο ότι καθοριστικές επιλογές του παρελθόντος σημαδεύουν τις εξελίξεις. Σημείωση: Δεν λέμε ότι δεν θα υπάρξουν λάθη. Αλλά η άμεση, ή η πιο έγκαιρη διόρθωσή τους προλαβαίνει τις αρνητικές εξελίξεις. Ποιος είναι σίγουρος ότι το έκανε;
Θα αρχίσουμε με μια αποτίμηση της δράσης της ΛΑΕ, γενικότερα δυνάμεων και προσωπικοτήτων που προέρχονται από τον ΣΥΡΙΖΑ ή συνεργάστηκαν μαζί του για μεγάλο διάστημα. Υπάρχει κανένας που να αμφιβάλλει πλέον ότι ο λαός τούς καταλόγισε συνενοχή για την όλη εξέλιξη στον ΣΥΡΙΖΑ; Ότι τους καταλόγισε ίσες ευθύνες; Ή και περισσότερες; Τα πολλά χρόνια συμπόρευσης, η ανοχή τους στην πολιτική μετεξέλιξη, οι για μεγάλο χρόνο αυταπάτες τους ότι «θα ελέγξουν» οργανωτικά τις εξελίξεις, η επένδυσή τους στο πρόσωπο του Τσίπρα και την τάχα ανατρεπτική συμπεριφορά του, η «συμμαχική» συμμετοχή τους στην κυβέρνηση το πρώτο κρίσιμο οχτάμηνο τους κάνουν απόλυτα συνυπεύθυνους. Δεν αμφισβητούμε τις καλές τους προθέσεις. Αλλά τις όποιες ευκαιρίες, αν υπήρξαν, κατοχύρωσης άλλης πολιτικής στον κρίσιμο χρόνο τις έχασαν. Με δική τους την ευθύνη. Κατά την άποψή μας, η μετέπειτα πορεία τους ήταν προδιαγεγραμμένη.
Όμως, το κύριο της ανάλυσης μας αφορά το ΚΚΕ. Τον μεγάλο παίκτη της δυνάμει ανατρεπτικής αριστεράς. Εκτιμούμε ότι αν το θελήσει μπορεί να συσπειρώσει συμμαχικές δυνάμεις, να συγκροτήσει νικηφόρα μέτωπα, να εξέλθει το ίδιο και το λαϊκό κίνημα από την σημερινή κατάσταση τέλματος.
Το θέλει; Το προσπαθεί; Γιατί δεν το έκανε μέχρι τώρα; Θα το κάνει; Θα προσπαθήσουμε να ανιχνεύσουμε αιτίες, απαντήσεις και προοπτικές. Πολλοί κατηγορούν το ΚΚΕ ότι απέχει από την τρέχουσα πολιτική. Ή ότι προσπαθεί με την «ενεργό ουδετερότητα» του να μη χάνει, αλλά να μην παίρνει μεγάλα ρίσκα. Οι εκτιμήσεις αυτές δεν έχουν πάντα καλές προθέσεις. Κρύβουν ενίοτε βαθύτατο συντηρητισμό ή και αντικομουνισμό ανθρώπων και δυνάμεων που έχουν συμβιβαστεί ή αποσυρθεί από την ενεργό δράση. Είναι το άλλοθί τους. Αφού το ΚΚΕ δεν μπορεί, τι να κάνω εγώ; Ας προσαρμόσω τη στάση μου σε πιο εύκολες λύσεις. Αποδείχτηκε βεβαίως ότι τέτοιες εύκολες λύσεις δεν υπάρχουν.
Όμως η άποψη αυτή περικλείει πολλές αλήθειες. Η βασικότερη είναι ότι το ΚΚΕ δεν μπορεί να εξετάζει γρήγορα την πολιτική του απόδοση και να διορθώνει αποτελεσματικά λανθασμένες πλευρές της πολιτικής του. Τι φταίει γι’ αυτό; Η ισορροπιστική πολιτική τής εκάστοτε ηγεσίας με το παρελθόν. Ή με όσους χάραξαν την λανθασμένη πολιτική στο παρελθόν. Ένα παράδειγμα είναι η κριτική τοποθέτηση απέναντι στην πολιτική της περιόδου Φλωράκη. Πολλά χρόνια μετά τον θάνατο του, η επόμενη και η παρούσα ηγεσία δεν τολμούν να συνοψίσουν και να διορθώσουν βοώντα λάθη. Η πραγματικότητα και η ζωή δεν μπορούν να περιμένουν συνέδρια και ατέρμονες επαναλαμβανόμενους κύκλους. Η κακοποίηση ιδεολογικών και οργανωτικών αρχών οδηγεί σε απαγόρευση στην πράξη ιδεολογικής πάλης και αναζητήσεων. Συρρικνώνει τις ζωντανές και υγιείς δυνάμεις. Απομακρύνει τους δημιουργικά ανήσυχους. Τους κατατάσσει στους επικίνδυνους αιρετικούς.
Το ΚΚΕ για μία εικοσαετία είναι δέσμιο των λαθών του. Των λαθών της περιόδου ’70 και ’80. Τα λάθη αυτά το οδήγησαν σε δύο κάθετες διασπάσεις με αποτέλεσμα τη μεγάλη συρρίκνωσή του, στην αυγή της μεγάλης παγκόσμιας κατάρρευσης. Έκτοτε συμπεριφέρεται σαν να έχασε την ιδεολογική του αυτοπεποίθηση, την εμπιστοσύνη του στη δύναμη των μαζών, κυριαρχείται από καχυποψία, στενότητα, προσήλωση στην όποια «νομιμότητα». Δεν είναι, ως οφείλει, μπροστά από τις εξελίξεις. Δεν καθορίζει τους όρους των κοινωνικών συγκρούσεων, δεν συγκρούεται. Και στην περίοδο από το 2010 μέχρι σήμερα, στην περίοδο εξανδραποδισμού δικαιωμάτων, κατακτήσεων και αμοιβών, οι εργαζόμενοι δεν βρήκαν μπροστά τους το ΚΚΕ, σύμβουλο, συμπαραστάτη, καθοδηγητή, οργανωτή των αγώνων τους. Ίσως όχι γιατί δεν ήθελε, αλλά γιατί δεν μπορούσε. Την απαιτούμενη προσπάθεια για να μπορέσει κρίνουμε.
Θα κάνουμε μια παρένθεση: Λένε πολλοί ότι η τελική στρατηγική είναι που φταίει. Ότι την αντιμετώπιση των τρεχόντων προβλημάτων την παραπέμπει στο μέλλον και στη συνολική κοινωνική αλλαγή. Δεν μας ενδιαφέρει να μπούμε στη συζήτηση περί στρατηγικής. Ή για το αν οι προγραμματικές τροποποιήσεις είναι σωστές. Η ορθότητα της τρέχουσας πολιτικής ωστόσο αφορά κάθε στρατηγική. Ή πιο απλά, αν δεν είσαι στο κάθε μέρα της ζωής των εργαζομένων, δεν υπηρετείς καμία στρατηγική, υπονομεύεις κάθε στρατηγική.
Το θέμα λοιπόν είναι πώς αποτελεσματικά θα υπερασπίσουμε τη ζωή και τα δικαιώματα της εργατικής τάξης, όλων των καταπιεσμένων κοινωνικών δυνάμεων. Πώς, με τον τρόπο αυτόν, θα απαντήσουμε πειστικά στα αδιέξοδα, στο απάνθρωπο της καπιταλιστικής κρίσης. Πώς θα συγκεντρώσουμε δυνάμεις για τις επιμέρους νίκες, για τη συνολική νίκη.
Επί αυτού, υπάρχει έδαφος και ολάνοιχτος δρόμος. Τολμούμε να εκτιμήσουμε ότι υπάρχουν και γόνιμες πολιτικές συνθήκες. Η απομαζικοποίηση του κινήματος και των επιμέρους αγώνων εδράζεται στο κύμα της απογοήτευσης που σωρεύεται μία τουλάχιστον δεκαετία. Απογοήτευση της μαζικής και συνολικής ήττας. Αυτή την απογοήτευση πρέπει να υπερνικήσουμε. Και απαιτούνται πολλά γι’ αυτό. Αυτό που περισσεύει είναι η στενότητα, η στενομυαλιά, η ανόητη ηγεμονική συμπεριφορά, ο στενός πολιτικός ορίζοντας, η έλλειψη εμπιστοσύνης στους λοιπούς συμμαχητές μας. Αυτό αφορά όλες τις πλευρές. Τόλμη και γενναιότητα, μαζί με πολιτικό ρεαλισμό απαιτούν οι σημερινές συνθήκες.