Εδώ και καιρό βρισκόμαστε σε μια ανεπίσημη προεκλογική περίοδο. Οι συνθήκες οι οποίες την χαρακτηρίζουν κινούνται γύρω από τρεις βασικές πλευρές: το ζήτημα της φτώχειας και της ακρίβειας, το ζήτημα των δημοκρατικών δικαιωμάτων όπως αυτό εκφράζεται με διαστρεβλωμένο τρόπο μέσω της συζήτησης για τις παρακολουθήσεις και τέλος το ζήτημα του εν εξελίξει πολέμου στην Ουκρανία όπου η Ελληνική αστική τάξη μέσω της Κυβέρνησης της ΝΔ λαμβάνει ενεργά μέρος στηρίζοντας με όλα τα μέσα πλέον την επιθετική πολιτική του ΝΑΤΟ. Σύσσωμο λοιπόν το αστικό μπλοκ ετοιμάζεται για την μάχη των εκλογών εντός του πλαισίου που αναφέρθηκε. Στον βαθμό μάλιστα οπού ουσιαστικά και στις τρεις βασικές πλευρές οι οποίες φαίνεται να καθορίζουν την κουβέντα, το σύνολο των αστικών κομμάτων αδυνατούν να διαφοροποιηθούν ουσιαστικά μεταξύ τους λόγω της υποταγής τους στις πολιτικές της Ε.Ε και του Ν.Α.Τ.Ο, τα περιθώρια διαφοροποιήσεων περιορίζονται σε διαφορετικές ρητορείες και σε άλλες μείξεις της ίδιας πολιτικής.
Εξάλλου γνωρίζουν ότι το πλαίσιο αλλαγών στο οικονομικό μοντέλο διαχείρισης της κρίσης είναι εξ αρχής περιορισμένο, η αστική τάξη έχει βάλει σε όλους τα όρια της και έχουν δεχτεί να τα ακολουθήσουν. Η κρίση πρέπει πάλι να πληρωθεί από τα λαϊκά στρώματα και η πλήρη πρόσδεση στον ευρωατλαντικό άξονα και την πολιτική του δεν “επιτρέπεται” να αμφισβητηθεί. Ακριβώς λόγω αυτής της συμφωνίας η μεταξύ τους αντιπαράθεση μαίνεται σε επί μέρους ζητήματα. Αυτό το οικονομικό και πολιτικό πλαίσιο το οποίο έχει διαμορφωθεί είναι εμφανές ότι δεν μπορεί να πείσει μακροπρόθεσμα τα εργατικά - λαϊκά στρώματα και ειδικότερα την νεολαία, η οποία βλέποντας την καθημερινότητα και την προοπτική της να διαλύεται, αναζητά τρόπους και μορφές αγώνα ώστε να εκφράσει την αγανάκτησή της και να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον. Αυτός είναι και ο βασικός λόγος που η Νέα Δημοκρατία κατά την διάρκεια της θητείας εφάρμοσε ένα εκρηκτικό μίγμα επιτάχυνσης της αναδιάρθρωσης και του αυταρχισμού, οδηγώντας στην ολοένα και μεγαλύτερη αυταρχική θωράκιση του κράτους από τις πιέσεις της νεολαίας. Με την ψήφιση του νόμου Κεραμέως το καλοκαίρι, ολοκληρώθηκε η πολιτική της ατζέντα, το χτύπημα του Δημόσιου Δωρεάν Δημοκρατικού χαρακτήρα του πανεπιστημίου και η πλήρη αποδιάρθρωση των πτυχίων και των επαγγελματικών και εργασιακών δικαιωμάτων.
Η νεολαία στο προσκήνιο
Παρά τις δυσκολίες της περιόδου, την ευθεία επίθεση στα δημοκρατικά δικαιώματα, τις απαγορεύσεις εν μέσω πανδημίας, την σκλήρυνση των κατασταλτικών μηχανισμών και την προσπάθεια αποδιάρθρωσης των φοιτητικών συλλόγων, το φοιτητικό κίνημα αποτέλεσε εκείνο τον παράγοντα, ώστε μέχρι και σήμερα το μεγαλύτερο μέρος των ψηφισμένων νόμων για την τριτοβάθμια εκπαίδευση να μείνει στα χαρτιά. Οι μεγαλειώδεις φοιτητικές πορείες του 2019, το «σπάσιμο» της απαγόρευσης συναθροίσεων όταν ψηφιζόταν ο νόμος Κ-Χ, οι μαζικές διαδηλώσεις και νίκες απέναντι στην εφαρμογή της πανεπιστημιακής αστυνομίας, οι κινητοποιήσεις για την υπεράσπιση των δημοκρατικών δικαιωμάτων και το δικαίωμα στην διαδήλωση, οι αντι-ιμπεριαλιστικές πορείες, οι εξελίξεις σε επιμέρους πεδία όπως το έμφυλο, το περιβάλλον είναι μερικά μόνο παραδείγματα που αναδεικνύουν τον καθοριστικό ρόλο που έπαιξε η νεολαία γύρω από όλα τα επίδικα που προέκυψαν τον τελευταίο χρόνο. Οι δυνάμεις της ριζοσπαστικής φοιτητικής αριστεράς ήταν εκείνες που με την γείωση που διαθέτουν στους κοινωνικούς χώρους, κατάφεραν μέσω συγκεκριμένης μεθοδολογίας και βηματισμού «να ταράξουν τα νερά», ώστε η νεολαία να συνεχίσει να αποτελεί το σπασμένο κρίκο σε μια συνθήκη συναίνεσης στον νεοφιλελεύθερο αυταρχισμό.
Η υπεράσπιση και ανασυγκρότηση των ίδιων των δομών του φοιτητικού κινήματος έπαιξε βασικό ρόλο σε αυτή την διαδικασία. Άλλωστε η επίθεση από πλευράς κυβέρνησης προς τους φοιτητικούς συλλόγους, με τελευταία κίνηση την απόπειρα διεξαγωγής ηλεκτρονικών εκλογών για την ανάδειξη εκπροσώπων στα όργανα διοίκησης, έγκειται ακριβώς στο ότι αποτελούν τα οχήματα μέσα από τα οποία μπορούμε να δώσουμε αποτελεσματικές μάχες. Απέναντι στην συντεταγμένη προσπάθεια πλήρους αποπολιτικοποίησης του εσωτερικού των σχολών και εκφυλισμού των φοιτητικών συλλόγων, οφείλουμε να περιγράψουμε μία μεθοδολογία υγιής λειτουργίας των πολιτικών διαδικασιών των οργάνων και ένα φοιτητικό κίνημα με συλλογικές δομές, το οποίο θα μπορεί να απαντάει στη επίθεση που δέχεται η νεολαία. Οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ οφείλουν ως πρωτοπορία του φοιτητικού κινήματος, να έχουν την πρωτοκαθεδρία στην κουβέντα που έχει ανοίξει για την ανασυγκρότηση τριτοβάθμιο οργάνου των φοιτητών. Με συγκεκριμένη μεθοδολογία και αποφασιστικές κινήσεις, ξεπερνώντας τις αγκυλώσεις και την εσωστρέφεια, οι οποίες αφήνουν χώρο στον αντίπαλο.
Οι περσινές φοιτητικές εκλογές έδειξαν ένα πρώτο δείγμα ανασυγκρότησης των φοιτητικών συλλόγων, αλλά και κεφαλαιοποίησης των νικών των προηγούμενων χρόνων από την ριζοσπαστική φοιτητική αριστερά. Τα ενωτικά εκλογικά κατεβάσματα ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ κατάφεραν να πετύχουν μια εξαιρετική άνοδο, σε μια εκλογική μάχη στην οποία κατά κύριο λόγο η νεολαία επέλεξε την «αριστερή ψήφο» και μαύρισε τις καθεστωτικές παρατάξεις ΔΑΠ-ΝΔΦΚ και ΠΑΣΠ. Το αποτέλεσμα των φοιτητικών εκλογών δημιουργεί δυνατότητες και πρέπει να αξιοποιηθεί ως ευκαιρία για ανασυγκρότηση, αλλά και ανασυνθέσεις και υπερβάσεις στη φοιτητική ριζοσπαστική αριστερά. Είναι στιγμή αναγκαίων τομών και υπερβάσεων για τη ριζοσπαστική αριστερά, είναι στιγμή να ανοίξει τολμηρά αυτή η συζήτηση για να γίνουν τα αναγκαία βήματα μετασχηματισμού για μία φοιτητική ριζοσπαστική αριστερά που θα μπορεί να σταθεί απέναντι στις επερχόμενες μάχες. Από κοινού οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ και της ΑΡΕΝ ήταν εκείνες που κατάφεραν να έχουν μια γειωμένη παρέμβαση στους κοινωνικούς χώρους, να κινητοποιήσουν και να εκπροσωπήσουν ένα μεγάλο μέρος της νεολαίας. Η ενωτική κατεύθυνση γύρω από την οποία κινήθηκαν στο σύνολο οι παραπάνω δυνάμεις, κόντρα στον κατακερματισμό που έχει ξεπεράσει κάθε σεβαστό όριο, έδειξε ότι είναι η νικηφόρα κατεύθυνση που μπορεί να επιφέρει δραστικές αλλαγές στους τωρινούς συσχετισμούς στους συλλόγους και στην κοινωνία. Με πλήρη επίγνωση των πραγμάτων μπορούμε να πούμε ότι οι δυνάμεις των ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ έχουν καταφέρει να συγκροτήσουν ένα υπαρκτό ρεύμα μέσα στους φοιτητικούς συλλόγους, το οποίο δεν έχει τόσο έντονα τα χαρακτηριστικά της ηττοπάθειας και της απογοήτευσης, αλλά είναι έτοιμο να διεκδικήσει μια καλύτερη καθημερινότητα και μια καλύτερη προοπτική, την στιγμή που βλέπει το μέλλον του να καταρρέει.Αυτό το κοινωνικό ρεύμα και την κοινωνική δυναμική οφείλει ο χώρος της ριζοσπαστικής αντικαπιταλιστικής αριστεράς να εκπροσωπήσει στις επερχόμενες εκλογικές μάχες.
Τι απάντηση πρέπει να δώσουμε ενόψει των εκλογικών αναμετρήσεων;
Η Νέα Δημοκρατία δεν έχει αυταπάτες, αλλά γνωρίζει ότι με το σύνολο των πολιτικών επιλογών που έχει πάρει τα τελευταία χρόνια, δεν έχει καθόλου έρεισμα στην νεολαία. Από την πρώτη στιγμή της διακυβέρνησής της, την πανδημία και μέχρι και σήμερα η κυβέρνηση δεν δίστασε να στοχοποιήσει την νεολαία ως κοινωνική κατηγορία και να στραφεί εναντίον της με επιθετικές διαθέσεις. Αυτό εξηγεί γιατί ενώ βρίσκεται σε προεκλογική περίοδο, συνεχίζει να προχωρά αναδιαρθρωτικά μέτρα και να οξύνει την καταστολή. Μερικά παραδείγματα σε σχέση με το παραπάνω αποτελούν η απόπειρα εφαρμογής της ΟΠΠΙ τον Σεπτέμβρη, η απόπειρα εφαρμογής του νόμου για τις διαδηλώσεις το περασμένο εξάμηνο, ακόμα και η επίθεση στους καλλιτέχνες αυτή την ώρα. Αυτή η κατάσταση έχει δημιουργήσει ένα ασφυκτικό πλαίσιο για την νεολαία, η οποία ψάχνει τρόπο να «ανασάνει».
Να μην τους αφήσουμε να παίζουν με τις ζωές και την προοπτική μας, να πάρουμε την κατάσταση στα χέρια μας!
Με βάση τα παραπάνω πρώτο και κύριο μέλημα της νεολαίας είναι να συμμετέχει μαζικά στις βουλευτικές εκλογές και να μαυρίσει όσους καταστρέφουν το μέλλον της. Από τους μαθητές και τις μαθήτριες, τους/τις φοιτητές/τριες, τους σπουδαστές/τριες, μέχρι τους μεταπτυχιακούς φοιτητές και τους νέους εργαζόμενους, όλοι έχουν δεχθεί μια δριμεία επίθεση τα τελευταία χρόνια. Ακόμη και στους χώρους που η ριζοσπαστική και αντικαπιταλιστική αριστερά δεν έχει πολλές συσσωρεύσεις(π.χ. μαθητικό κίνημα), αντλούμε εμπειρίες για το πως πρέπει να κινούμαστε. Χρειάζεται λοιπόν να πούμε ένα δυνατό όχι σε όσους προχωρούν με την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση, σε αυτούς που περιορίζουν τις ελευθερίες και τα δικαιώματά μας, σε αυτούς που οξύνουν την καταστολή στα κινήματα. Και η Νέα Δημοκρατία είναι ο κύριος εκφραστής των παραπάνω.
Σε αυτά τα πλαίσια χρειάζεται να επαναλάβουμε την θέση που διατυπώσαμε στην αρχή. Οι δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ μπορεί να αποτελούν στην τωρινή συγκυρία το μόνο κόμμα το οποίο μπορεί να αναμετρηθεί εκλογικά με την ΝΔ. Παρόλα αυτά δεν αποτελεί σε καμία περίπτωση διέξοδο για τα λαϊκά στρώματα και ειδικά την νεολαία. Το αφήγημα που στήνει ο ΣΥΡΙΖΑ «να φύγει η δεξιά» και να έρθει μια «προοδευτική συμμαχία» έχει σαθρά ποδάρια. Εδώ και καιρό αποτελεί ξεκάθαρα ένα αστικό κόμμα. Ο πυρήνας του προγράμματος που θα ακολουθήσει παραμένει ο ίδιος με της ΝΔ, με τις διαφορές να υπάρχουν κυρίως στο τρόπο διαχείρισης αυτού και τηςδυσαρέσκειας που θα προκύψει.
Η λύση για την νεολαία δεν μπορεί να είναι η ψήφος σε μια δύναμη, η οποία αποδυνάμωσε το φοιτητικό κίνημα και προχώρησε σθεναρά την εκπαιδευτική αναδιάρθρωση. Το δίλημμα του δικομματισμού, το σκεπτικό του «λιγότερου κακού», της «λιγότερης καταστολής», «λιγότερης επίθεσης», πέρα από το ότι σε επιμέρους σημεία δεν στέκει, μακροπρόθεσμα μπορεί να φέρει τον λαό σε πολύ χειρότερη θέση. Καθένας και καθεμιά οφείλει να έχει πλήρη επίγνωση ότι με την ακόμα πιο δεξιά στροφή του ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια, μια διακυβέρνησή του τώρα δεν θα είχε καν σχέση με την διακυβέρνηση της περιόδου 2015-19. Δεν γίνεται βέβαια να μην θυμόμαστε τι σήμαινε ΣΥΡΙΖΑ τότε: Νόμος Γαβρόγλου, διάλυση πτυχίων και προοπτικής, υπονόμευση του ασύλου, στημένα κατηγορητήρια(διαχρονική πρακτική των αντιδραστικών κυβερνήσεων και ιδιαίτερα της ΝΔ), πλειστηριασμοί πρώτης κατοικίας, επίθεση στα σωματεία και στην απεργία. Αυτά σε ακόμα πιο αντιδραστική μορφή, θα γινόντουσαν πραγματικότητα την επόμενη των εκλογών.
Από την άλλη στις μάχες τις οποίες δώσαμε σε επίπεδο φοιτητικών συλλόγων, δεν ήταν λίγες οι φορές που συμπορευθήκαμε με τις δυνάμεις της «κοινοβουλευτικής» αριστεράς, την ΚΝΕ και το ΜΕΡΑ25. Ιδιαίτερα για τις δυνάμεις της ΚΝΕ αυτό αποτέλεσε μια πρωτοφανή στάση που είχαν απεμπολήσει για χρόνια. Όμως είτε υπό την πίεση των συσχετισμών και την πλήρη ηγεμονία των δυνάμεων των ΕΑΑΚ-ΑΡΕΝ(φοιτητικές κινητοποιήσεις του 2019), είτε σε μια πιο «ρευστή» κατάσταση και πρωτόγνωρες μορφές πάλης(κινητοποιήσεις και συσκέψεις ΦΣ στην περίοδο της πανδημίας), καταφέραμε να δεσμεύσουμε την ΚΝΕ σε μια κινηματική συμπόρευση. Αυτό παραμένει ένας κρίσιμος στόχος, γιατί στην περίοδο την οποία διανύουμε χρειάζεται η μέγιστη συμπόρευση των δυνάμεων της αριστεράς σε επίπεδο δρόμου, για να απαντήσουμε την επίθεση την οποία δεχόμαστε από τις αστικές δυνάμεις.
Παρόλα αυτά η «ενωτική» στάση της ΚΝΕ εμφάνισε τα όριά της. Εδώ και καιρό, έχουν επιλέξει να διαχωριστούν πλήρως πολιτικά και κινηματικά, ενώ κρατούν κάποιες διόδους επικοινωνίας και επιδιώκουν κινήσεις «πίεσης», ώστε να αποσπάσουν ένα δυναμικό ενόψει των κρίσιμων εκλογικών αναμετρήσεων που έρχονται. Αυτό αποτυπώθηκε ξεκάθαρα και με την πρόταση του ΚΚΕ για το πως βλέπει όποια συνεργασία ενόψει των βουλευτικών εκλογών, δηλαδή την ατομική συμμετοχή στα ψηφοδέλτιά του. Η άρνηση του ΚΚΕ να κινηθεί μετωπικά είτε σε επίπεδο κινημάτων είτε σε επίπεδο εκλογικής συνεργασίας, δεν είναι κάτι που θα περιέγραφε κάποιος ως πρωτόγνωρο. Το βασικό συμπέρασμα το οποίο πρέπει να αντλήσουμε όμως είναι, ότι η αντικαπιταλιστική ριζοσπαστική φοιτητική αριστερά κατάφερε να εκθέσει την ΚΝΕ στο μαζικό πεδίο και έτσι να την αναγκάσει να κινηθεί ενωτικά. Αυτό οφείλει να κάνει και στο μέλλον, ώστε να επιδιώκει να δώσουμε από κοινού τους αγώνες που έρχονται. Γίνεται όμως ξεκάθαρο ότι δεν είναι δυνατή μια εκλογική συνεργασία με τις δυνάμεις τους και ότι κάθε ψήφος εκεί θα ενισχύσει την παραπάνω στρεβλή λογική.
Από την άλλη το ΜΕΡΑ25 αποτελεί μια δύναμη η οποία χωρίς γείωση στους κοινωνικούς χώρους και στα πανεπιστήμια, αλλά και με λιγοστό δυναμικό στην νεολαία, κυρίως ακολουθούσε την κατεύθυνση που έβαζαν οι δυνάμεις μας εντός των Φοιτητικών Συλλόγων. Στο κεντροπολιτικό σκηνικό, σε επίπεδο διακηρύξεων απευθύνεται στην εκτός τειχών αριστεράς, ενώ παράλληλα μέσω δηλώσεων του αρχηγού του αφήνει σε έναν βαθμό ανοιχτή την πόρτα τόσο στον ΣΥΡΙΖΑ όσο και στο ΠΑΣΟΚ. Αυτό αποτελεί από μόνο του ενδεικτικό γεγονός για το πολιτικό περιεχόμενο που θα είχε οποιαδήποτε συνεργασία μαζί του, αλλά ας το αναλύσουμε λίγο περισσότερο, με βάρος σε όσα έχουν συμβεί στον χώρο της εκπαίδευσης.
Δεν είναι λίγες οι φορές όπου το ΜΕΡΑ25 εξέφρασε απόψεις αντιπαραθετικές με τα βασικά αιτήματα του φοιτητικού κινήματος. Σε αρκετές περιπτώσεις η πολιτική γραμμή του κόμματος είτε εναντιώνεται στρεβλά, είτε φτάνει στο σημείο να στηρίξει πτυχές της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η συζήτηση γύρω από την «ασφάλεια» στα πανεπιστήμια και την πανεπιστημιακή αστυνομία, μία από τις μεγαλύτερες μάχες που έδωσε το φοιτητικό κίνημα. Τόσο με δηλώσεις του Βαρουφάκη, όσο και με επίσημες θέσεις του, το ΜΕΡΑ 25 ενώ εκφράζει την διαφωνία του με την πανεπιστημιακή αστυνομία η οποία θα ήταν υπό τον έλεγχο της Ε.Λ.Α.Σ., συμφωνεί με την Σύνοδο Πρυτάνεων και προτείνει την δημιουργία αντίστοιχου σώματος φύλαξης υπό τον έλεγχο της διοίκησης του πανεπιστημίου και των πρυτάνεων.[1] Αυτό αποτελεί μια τρομερά επικίνδυνη τοποθέτηση, η οποία πάει βήματα πίσω την διαπάλη ενάντια στο αφήγημα του «άσυλου ανομίας», αλλά και συνολικά ενάντια στην ύπαρξη αστυνομίας στα πανεπιστήμια. Σε αντίστοιχο βαθμό προβληματικές ήταν και οι δηλώσεις του Βαρουφάκη γύρω από ακόμα μια πλευρά της αντιδραστικής επίθεσης της κυβέρνησης, την επίθεση στους φοιτητικούς συλλόγους. Σε αυτό το ζήτημα ξεκινώντας την επίθεση του στην ΔΑΠ, ο Βαρουφάκης συγκρότησε μια συνολική τοποθέτηση απέναντι στις παρατάξεις[2], η οποία ανεξαρτήτως προθέσεως συμβάλει στον γενικό στόχο της κυβέρνησης για την αποπολιτικοποίηση εντός των φοιτητικών συλλόγων και την επίθεση στον φοιτητικό συνδικαλισμό. Όποια αναφορά για «πόλεμο» πέραν από τις καθεστωτικές δυνάμεις(ΔΑΠ, ΠΑΣΠ) και «από άλλες παρατάξεις» στην συγκυρία που διανύουμε, είναι καταστροφικές, ενισχύουν το αφήγημα του αντιπάλου και απονομιμοποιούν περαιτέρω τον φοιτητικό συνδικαλισμό και την ύπαρξη πολιτικών δυνάμεων.
Δυστυχώς υπάρχουν και σημεία στα οποία το ΜΕΡΑ25 ανοιχτά στηρίζει πτυχές της αναδιάρθρωσης. Διαχρονικά μια όψη της αστικής στρατηγικής αποτελεί η διάλυση των πτυχίων και η απόσπαση επαγγελματικών δικαιωμάτων. Το αφήγημα και η κατεύθυνση για δια βίου μάθηση και επανακατάρτιση προχωράει αυτή την επίθεση, με το να εντάσσει τους απόφοιτους σε ένα συνεχόμενο κυνήγι προσόντων με μεταπτυχιακά, σεμινάρια κ.α., χωρίς καμία συλλογική κατοχύρωση. Ο νόμος Κεραμέως που ψηφίστηκε το καλοκαίρι, κάνει ξεκάθαρο ποια είναι η κατεύθυνση της εκπαιδευτικής αναδιάρθρωσης. Οι συναγωνιστές από το ΜΕΡΑ25 με την στήριξη της δια βίου μάθησης[3], συναινούν πλήρως στο Δούρειο Ίππο για το τσάκισμα των πτυχίων και την διάλυση της προοπτικής των φοιτητών και των φοιτητριών. Ακόμα και σε ζητήματα όπως οι αλυσίδες μαθημάτων τις οποίες οι δυνάμεις μας διαχρονικά παλεύουν με «νύχια και με δόντια» να μην εφαρμοστούν και να αναιρεθούν, ο Βαρουφάκης έχει ξεκάθαρη θέση. Να φτιαχτούν κύκλοι σπουδώνώστε να μην μπορεί ένας φοιτητής να δίνει μαθήματα τέταρτου/τρίτου έτους, πριν περάσει αυτά του πρώτου3. Οι δυνάμεις μας δίνουν μάχες καθημερινά ενάντια στην εντατικοποίηση των ρυθμών σπουδών και κάθε τέτοια προσπάθεια εισαγωγής «προαπαιτούμενων» και «αλυσίδων», χρειάζεται σκληρή κριτική.
Τα παραπάνω αποτελούν μερικά κομβικά παραδείγματα για την τοποθέτηση του ΜΕΡΑ25 στον χώρο της εκπαίδευσης. Κάνουν ξεκάθαρο για εμάς το ότι οποιαδήποτε εκλογική συνεργασία δεν θα μπορούσε να εκπροσωπήσει και να εκφράσει το κοινωνικό ρεύμα το οποίο έχουν συγκροτήσει οι δυνάμεις της δικιάς μας Αριστεράς στα πανεπιστήμια. Αυτό δεν σημαίνει βέβαια ότι δεν αναγνωρίζουμε την συμβολή πλήθους αγωνιστών του ΜΕΡΑ25 σε αυτές τις κοινωνικές συγκρούσεις αλλά αυτό από μόνο του δεν συγκροτεί ένα πεδίο κεντρικής πολιτικής συμφωνίας. Εμείς από την πλευρά μας θα συνεχίσουμε να επιχειρούμε την κοινή δράση στο κίνημα με αυτές τις δυνάμεις με στόχο την αλληλοτροφοδότηση και την ενίσχυση της ριζοσπαστικής στροφής τους.
Το φοιτητικό κίνημα με πρωτοπόρο ρόλο της δικιάς μας αριστεράς εντός του, έδωσε τεράστιες μάχες τα τελευταία χρόνια και σε πολλές βγήκε νικητής, ενώ άλλες ακόμα δεν έχουν τελειώσει. Η αντικαπιταλιστική και ριζοσπαστική αριστερά που στάθηκε στο τιμόνι και πέτυχε αυτές τις νίκες ενωμένη, οφείλει να κάνει το ίδιο ενόψει των κεντρικών εκλογικών αναμετρήσεων. Η νεολαία αποτελεί τον «σπασμένο κρίκο» και μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά το μέλλον της, όπως έχει κάνει και παλιότερα. Όλες οι δυνάμεις από τον ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το ΜΕΡΑ25 επιχειρούν να εκπροσωπήσουν τις κοινωνικές δυναμικές τις οποίες οι δυνάμεις μας συγκρότησαν και να τις στρέψουν προς μια στρεβλή ή ενσωματώσιμη κατεύθυνση. Τα διακυβεύματα για το φοιτητικό κίνημα, αλλά και συνολικά τον λαό, είναι μεγάλα και είναι αναγκαίο ο χώρος της αντικαπιταλιστικής και ριζοσπαστικής αριστεράς να βγει ενωμένος και πιο δυνατός.
Οι φοιτητικές εκλογές έδωσαν ένα πρώτο δείγμα ότι εάν δίνουμε τις μάχες από κοινού, ερχόμαστε σε καλύτερες θέσεις μάχης. Αυτό οφείλουν να αναλογιστούν και οι δυνάμεις που παρεμβαίνουν στα ΕΑΑΚ και την ΑΡΕΝ, ενόψει των βουλευτικών εκλογών. Είναι αναγκαίο οι δυνάμεις αυτές να κινηθούμε ενιαία το επόμενο διάστημα και να μην αφήσουμε την εσωστρέφεια να μας κερδίσει. Η μη κοινή κάθοδος θα εντείνει ακόμα περισσότερο την κρίση που περνάνε τα μορφώματα και θα δυσκολέψει αφάνταστα την κοινή δράση στο κίνημα. Αντίστοιχες συνέπειες θα υπάρξουν βέβαια με την επιλογή μεμονωμένων δυνάμεων να προχωρήσουν σε εκλογικό κατέβασμα με το ΜΕΡΑ25, κάτι που θα δημιουργήσει μεγάλα προβλήματα συνολικά στα μορφώματα της φοιτητικής αριστεράς, αλλά και στον κόσμο που εκφράζουν και κινητοποιούν.
Δεν υπάρχουν περιθώρια για καθυστέρηση ή για επανάληψη των λαθών του παρελθόντος. Η κατεύθυνση κατακερματισμού και αποκλεισμών δεν έχει να προσφέρει απολύτως τίποτα. Όπως δεν έχει να προσφέρει και η λογική «άνευ όρων» συμμαχίας για την εκλογή κάποιου βουλευτή. Έχουμε καθήκον να σταθούμε στο ύψος των περιστάσεων και στο ύψος των μαχών που δώσαμε. Χρειάζεται να συγκροτηθεί τώρα, μια πολιτική εκλογική παρέμβαση από όσο το δυνατόν περισσότερες δυνάμεις, ρεύματα αγωνιστές και αγωνίστριες της ριζοσπαστικής, αντικαπιταλιστικής και αντιιμπεριαλιστικής Αριστεράς, στη βάση μίας πολιτικής συμφωνίας στα βασικά αιτήματα που προκύπτουν από τα κινήματα στα κύρια μέτωπα πάλης καθώς και στα κύρια πολιτικά αιτήματα που συμπυκνώνουν μία πορεία ρήξης (χρέος, ευρώ, ΕΕ).
Να κάνουμε τα σωστά βήματα ώστε το φοιτητικό κίνημα, αλλά και το εργατικό και λαϊκό, να βγουν την επόμενη μέρα των εκλογών πιο δυνατά! Οι μεγαλύτερες μάχες που έχουμε να δώσουμε δεν έχουν ακόμη έρθει.