Το αποτέλεσμα των εκλογών της 20ης Σεπτέμβρη είναι ένα αρνητικό αποτέλεσμα. Είναι ένα αποτέλεσμα το οποίο εμπεδώνει τη μνημονιακή πολιτική καθώς διαμορφώνεται μια Βουλή με συντριπτική την παρουσία των μνημονιακών δυνάμεων, μια Βουλή δεν υπάρχει ούτε ένας βουλευτής που εκπροσωπεί μια ενωτική αγωνιστική λογική, που να μπορεί να εκπροσωπήσει τη φωνή των κινημάτων και της αντίστασης, που να αμφισβητεί την ευρωενωσιακή λογική. Είναι ένα αποτέλεσμα που θα αξιοποιηθεί από τις συστημικές δυνάμεις ως νομιμοποίηση των μνημονίων και θα χρησιμοποιηθεί για να καλυφθεί το ανοιχτό ρήγμα που είχε δημιουργηθεί από το εκρηκτικό όχι του δημοψηφίσματος. Με αυτή την έννοια είναι ένα αποτέλεσμα που οδηγεί σε μια σχετική σταθεροποίηση του πολιτικού συσχετισμού δύναμης, χωρίς αυτό να αναιρεί και νέους γύρους κοινωνικών εκρήξεων και πολιτικής κρίσης. Είναι αποτέλεσμα που στην πραγματικότητα ορίζει ένα «τέλος εποχής» για την Αριστερά της γενικόλογης πολιτικής καταγγελίας, του «αντιμνημονίου», είναι τέλος εποχής για την Αριστερά της αντίστασης χωρίς πρότασης διεξόδου.
Από εκεί και πέρα έχει σημασία να διαμορφώσουμε όρους ώστε όχι μόνο να παίξει αποφασιστικό ρόλο η Λαϊκή Ενότητα στη διαμόρφωση του μετώπου, αλλά και να υπάρξει στο εσωτερικό αυτής της διεργασίας μια ισχυρή αριστερή και αντικαπιταλιστική τάση, με στοιχεία ηγεμονίας μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτό απαιτεί να βαθύνουμε και να προβάλλουμε την επεξεργασία και την κατεύθυνσή μας για την ανάγκη μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής, το τι σημαίνει αυτό στη νέα εποχή, την ανάγκη αυτοκριτικής, το ξεπέρασμα της θεωρητικής και στρατηγικής τεμπελιάς, την αναμέτρηση με τα ερωτήματα της εξουσίας και της ηγεμονίας από τη σκοπιά μιας σύγχρονης κομμουνιστικής αναφοράς. Αυτές είναι οι προκλήσεις και για την ΑΡΑΝ αλλά και για ένα ευρύτερο ριζοσπαστικό δυναμικό μέσα στη ΛΑΕ.